Επισκεπτόμενοι την Αλβανία με τον Ν. Κωνσταντόπουλο, τον Σεπτέμβριο 1994, είχαμε συναντηθεί με τον Πρόεδρο της Αλβανικής Βουλής Π. Αρμπνόρι ο οποίος είχε σχολιάσει τις υπερβολικές αντιδράσεις με αφορμή την τότε ελληνοαλβανική ένταση με τη φράση: «Οι Αλβανοί και οι Έλληνες για ένα ψύλλο καίμε το πάπλωμα».
Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τις θλιβερές αντιδράσεις που πυροδότησε ο πρόσφατος ποδοσφαιρικός αγώνας στα Τίρανα των δύο εθνικών ομάδων. Ένα παιχνίδι ήτανε, όπως είπε και ο Ρεχάγκελ, που δε γινόταν για πρώτη φορά μεταξύ τους. Η Αλβανία είχε ξανανικήσει και επομένως η τωρινή νίκη της δεν ήταν κανένας «ανεπανάληπτος θρίαμβος», ούτε «πρωτοφανής ταπείνωση» για τη δική μας ομάδα. Θα πρόσθετα ότι οι ακραίες εκδηλώσεις φανατικών οπαδών του ποδοσφαίρου - και όχι μόνο - δεν είναι βαλκανικό φαινόμενο. Συμβαίνουν σε όλα τα γήπεδα ακόμα και των πιο φλεγματικών Ευρωπαίων.
Όμως, η έκταση των επεισοδίων του περασμένου Σαββατοκύριακου από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη, δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Κι αν ήταν μόνο οι δεδηλωμένες ακροδεξιές ομάδες, τύπου «Χρυσή Αυγή» και «Εθνικό Μέτωπο», θα μπορούσαμε ίσως να πούμε «λίγο το κακό». Όταν, όμως, εμπλέκεται στις εκδηλώσεις αυτές ένα ευρύ φάσμα πολιτών και ακόμα περισσότεροι τις επιδοκιμάζουν ή τις ανέχονται, τότε «κάτι σάπιο συμβαίνει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας».
Από την πλευρά μας έχουμε προειδοποιήσει και κινητοποιούμαστε εδώ και χρόνια κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, αποκρούοντας τη συχνά επαναλαμβανόμενη άποψη ότι «οι Έλληνες δεν είμαστε ρατσιστές». Αντίθετα υποστηρίζουμε ότι το «αυγό του φιδιού» επωάζεται μέσα σε συγκυρίες όξυνσης των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων και αύξησης της κοινωνικής και διεθνούς ανασφάλειας. Ακόμα ότι ο ρατσισμός τροφοδοτείται από ριζωμένες προκαταλήψεις και φόβους, καθώς και από θεωρίες για τη «σύγκρουση των πολιτισμών».
Στη χώρα μας έχουμε πάνω από μια δεκαετία πίσω μας, όπου ξαφνιασμένες και αμήχανες οι κυβερνήσεις από τις εξελίξεις στον κόσμο και την ταραγμένη περιοχή μας άργησαν να αποδεχθούν την ανάγκη νομιμοποίησης των οικονομικών μεταναστών. Και όταν αποφάσισαν να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση το έκαναν «μεσοβέζικα» και με αμυντική λογική ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».
Δεν παραγνωρίζουμε, βέβαια, ότι η Ελλάδα έγινε απότομα χώρα παράνομης εισόδου στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ παλαιότερα ήταν τα δικά της παιδιά που «έπαιρναν των ομματιών τους» για την Αμερική, την Αυστραλία, τις «φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές» ή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προκειμένου να ξεφύγουν από τη φτώχεια, τα μίση του εμφυλίου και τη δικτατορία.
Έχει την εξήγησή του το γεγονός ότι στη χώρα μας τη «μερίδα του λέοντος» στην ξενοφοβία έχει η αλβανοφοβία και ότι στόχοι ρατσιστικών επιθέσεων γίνονται κυρίως Αλβανοί. Αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών στη χώρα μας (πάνω από 65%) και αυτούς αφορούν κυρίως ισχυρισμοί του τύπου «φταίνε οι ξένοι για την ανεργία», την εγκληματικότητα ή την έλλειψη κρεβατιών στα νοσοκομεία. Ισχυρισμοί που «βγάζουν λάδι» το σύστημα και βολεύουν τους κρατούντες. Την ίδια ώρα παραβλέπεται η συμβολή του φθηνού Αλβανικού εργατικού δυναμικού στην οικονομική μας ανάπτυξη.
Δεν πρέπει να ολιγωρήσουμε. Ούτε να υποκύψουμε στην επικίνδυνη δημαγωγία κάποιων που ταυτίζουν τον ρατσισμό με τον πατριωτισμό. Είναι δύσκολος ο αγώνας μας. «Γνωρίζουμε από την ιστορία - γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης - ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα».
Απαιτείται συνεχής προσπάθεια ουσιαστικής προσέγγισης, αμοιβαίας κατανόησης και αλληλεγγύης. Προσπάθεια που έχει μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας στο τοπικό επίπεδο. Εκεί, όλοι μας γνωριζόμαστε λιγότερο ή περισσότερο. Οι μετανάστες είναι γείτονές μας. Τους έχουμε στις δουλειές μας ή είμαστε συνάδελφοί τους. Τα παιδιά τους μετέχουν της «ημετέρας παιδείας» και μάλιστα πολλά αριστεύουν κιόλας.
Με το σκεπτικό αυτό, η Κίνηση Πολιτών κατά του Ρατσισμού και η SOS Ρατσισμός, παραμονές των εκλογών της Αυτοδιοίκησης το 2002 συνεπεξεργάστηκαν έναν «Αντιρατσιστικό Χάρτη της Αυτοδιοίκησης», που έτυχε ευρύτατης υποστήριξης και συνοδεύτηκε από τη δημιουργία «Αντιρατσιστικού Δικτύου Αιρετών της Αυτοδιοίκησης». Αυτή η πρωτοβουλία αποκτάει μεγαλύτερη αξία σήμερα, πρέπει να ενεργοποιηθεί και να βρει σταθερή υποστήριξη σε πανελλαδική κλίμακα.
*Ο Πάνος Τριγάζης είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ και Γεν. Γραμματέας της Κίνησης Πολιτών κατά του Ρατσισμού