Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
04/12/2000

Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΝ Νίκου Α.Κωνσταντόπουλου για την ελληνική οικονομία στο 11ο ετήσιο Οικονομικό Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου

"Η ώρα της ελληνικής οικονομίας"
Κύκλος ομιλιών: Πολιτικές απόψεις | Η πορεία της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων.

Ι. ΟΝΕ - ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Σε λίγες ημέρες η χώρα μας εισέρχεται και επίσημα στη ζώνη του ευρώ.

Η εξέλιξη αυτή συνιστά εκ των πραγμάτων ουσιαστική μεταβολή στο καθεστώς άσκησης οικονομικής πολιτικής. Μια μεταβολή η οποία εν τέλει αφορά τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, αλλά και του κράτους και του τρόπου διακυβέρνησης.

Μια μεταβολή η οποία επιβάλλει τομές και μεταρρυθμίσεις όχι μόνο στην οικονομία αλλά στη δημόσια ζωή σε όλο το εύρος της. Επιτάσσει δηλαδή την αντιμετώπιση των προβλημάτων που παράγει το πολιτικό σύστημα.

Γιαυτό η ανασυγκρότηση της οικονομικής ζωής του τόπου προϋποθέτει την ανασύνθεση της πολιτικής ζωής. Διότι στην εικοσιπενταετία του μεταπολιτευτικού κύκλου το κρατικό μοντέλο και το σύστημα διακυβέρνησης δεν αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο τρία συγκριτικά πλεονεκτήματα:

Η πολιτική εξουσία του μεταπολιτευτικού κύκλου αναπτύχθηκε και λειτούργησε παράλληλα με τα ολιγοπώλια της αγοράς. Τα στήριξε και στηρίχθηκε από αυτά.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα εισέρχεται στην ΟΝΕ με καθυστέρηση, δυσανάλογο κοινωνικό κόστος και χωρίς να έχουν προηγηθεί οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Στη δεκατετραετία της χρησιμοποίησης των διαρθρωτικών πόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η πραγματική οικονομία μας εμφανίζει πορεία δυναμικής απόκλισης σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της συνοχής. Γιαυτό η διαπλοκή των κυβερνητικών και επιχειρηματικών συμφερόντων είναι κεντρικό πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα της χώρας.

Οκτώ μήνες μετά τις εκλογές, από τις ιαχές για τον καλπασμό του Χρηματιστηρίου που βαφτίσθηκε "ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβερνητική πολιτική", οδηγούμαστε στις σημερινές κραυγές για την καταβαράθρωση η οποία υποκριτικά αποδίδεται στις διεθνείς συνθήκες.

Οκτώ μήνες μετά τις εκλογές, από τις προκλητικές ελλείψεις υποδομών προ της ΟΝΕ, οδηγούμαστε και εντός της ΟΝΕ σε νέες αδράνειες και καθυστερήσεις, ως προς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Επαναλαμβάνεται και σήμερα ένα δυσάρεστο σύμπτωμα της ελληνικής πολιτικής ζωής: Αναζητούνται πάντοτε μεγάλες ιδέες, οι οποίες προβάλλονται ως εθνικοί στόχοι, για να κρύψουν τις μικρές πολιτικές και τους μικροκομματικούς στόχους. Από την ΟΝΕ ως εθνική ιδέα, στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 ως νέα μεγάλη ιδέα. Ιδεολογισμοί και επικοινωνιακές συνθηματολογίες που μπορεί να χρησιμεύουν για το image διάφορων πολιτικών, δεν θεραπεύουν όμως τις στρεβλώσεις που υπάρχουν στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα του τόπου.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων συναρτάται με την εξασφάλιση κοινωνικής στήριξης και συνοχής και την αναδιάρθρωση του κρατικού και κυβερνητικού πολιτικού συστήματος. Η αναδιάρθρωση αυτή είναι αναγκαίος όρος για τη διεύρυνση της πραγματικής οικονομίας, για την αξιοπιστία των δημοκρατικών θεσμών και για την κοινωνική αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών.

Αλλο, όμως, η αναγκαία για την κοινωνία και την οικονομία ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού και άλλο η χρήσιμη για τη διαπλοκή αναδιάταξη των συσχετισμών εντός του δικομματισμού, υπό τη μορφή κεντροδεξιού ή κεντροαριστερού φιλελευθερισμού. Η αναγκαία ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού χρειάζεται νομιμοποίηση κοινωνική και πολιτική, όχι εξωθεσμική. Πρέπει να λειτουργεί με όρους πολιτικούς και όχι επικοινωνιακούς. Επιβάλλεται να παράγει αξιόπιστη πολιτική και όχι αναλώσιμες εκδοχές απλής διαχείρισης ή δημοσίων σχέσεων.

ΙΙ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η πορεία και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η ανησυχία αυτή αντανακλάται και στο Χρηματιστήριο. Η κυβέρνηση ασκεί μικροοικονομική πολιτική που προστατεύει τη διαπλοκή και μακροοικονομική πολιτική που διασπά την κοινωνία. H διαχείριση, όμως, μιας οικονομίας όπως η ελληνική, μιας επιφανειακής και εύθραυστης οικονομίας, δεν μπορεί να οδηγείται διαρκώς σε πιό πιεστικές φιλελεύθερες λύσεις. Η κυβέρνηση αδυνατεί να διαχειρισθεί την οικονομία αποτελεσματικά σ' αυτήν την κρίσιμη μεταβατική φάση και να θέσει τις βάσεις για τη μεσο-/μακροπρόθεσμη ανάπτυξή της. Αυτήν την πεποίθηση έχει διαμορφώσει και η αγορά, αυτήν την πεποίθηση έχει διαμορφώσει και το Χρηματιστήριο.

Η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας είναι το σύνθετο αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Η σημερινή αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία είναι κυρίως φαινόμενο πολιτικό. Αντανακλά το πολιτικό πρόβλημα του τόπου. Η κυβέρνηση αδυνατεί να διαχειρισθεί με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους- και στο μέτρο των υπαρκτών δυνατοτήτων της- τις νέες αβεβαιότητες που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση. Δεν διαμορφώνει τις νέες ισορροπίες που απαιτεί η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η αβεβαιότητα κυριαρχεί στην υπαρκτή πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας, σε αντίθεση με την αισιοδοξία της εικονικής πραγματικότητας της κυβέρνησης.

αβεβαιότητα περιβαλλοντική και διατροφική, με πρόσφατο παράδειγμα την αναστάτωση από τη μόλυνση και αλλοίωση του διατροφικού κύκλου, από τις καταστροφές και τις μεθοδεύσεις εις βάρος του οικοσυστήματος.

αβεβαιότητα κοινωνική, καθώς το κοινωνικό πρόβλημα γίνεται διαρκώς πιο έντονο, από την ανεργία, τη φορολογική αδικία, τις εισοδηματικές πιέσεις, τους αποκλεισμούς και την έλλειψη πολτικής αναδιανομών.

αβεβαιότητα για την προοπτική του κρατικού και κυβερνητικού μοντέλου, με την αναποτελεσματικότητα και τα στοιχεία της συναλλαγής που το χαρακτηρίζουν- το "μαύρο χρήμα" και τη διαπλοκή, τη διάβρωση και τη διαφθορά.

αβεβαιότητα επιχειρηματικών προσδοκιών, με την αδυναμία και την ανεπάρκεια του θεσμικού πλαισίου για τον υγιή ανταγωνισμό, για την ορθολογική διαχείριση των πόρων, για τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα.

α) Διεθνής συγκυρία - Ανταγωνιστικότητα

Η στήριξη της ανταγωνιστικότητας στο χαμηλό κόστος εργασίας- πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση κατά την τελευταία δεκαετία και με τη διαθεσιμότητα των μεταναστών- λειτουργεί ως αντικίνητρο για το συνολικό εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας. Με αυτήν την έννοια δεν δημιουργεί προϋποθέσεις διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης.

Η ένταξή μας στην ΟΝΕ αποσοβεί μεν τον κίνδυνο πληθωρισμού στα υψηλά επίπεδα του πρόσφατου παρελθόντος, μεγεθύνει όμως τις συνέπειες των αποκλίσεών του από το μέσο όρο των χωρών της ζώνης του ευρώ στην πραγματική οικονομία- την παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με τα επίσημα συγκριτικά στοιχεία του Οκτωβρίου του 2000, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στη χώρα μας, ως σχετικό μέγεθος, παραμένει υψηλός.

Η αρνητική διεθνής συγκυρία, με την ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και την άνοδο της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου, επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τους πραγματικούς όρους συμμετοχής της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ. Θα έχει ως προέκταση την περαιτέρω καθυστέρηση της πραγματικής σύγκλισης της οικονομίας μας με τις αντίστοιχες της ζώνης του ευρώ.

Αυτή η διαπίστωση δεν προκύπτει μόνον από την επιστημονική έρευνα των επιπτώσεων που έχουν συμμετρικές εξωγενείς αναταράξεις σε οικονομίες με διαφορετικές δομές αλλά υπό ενιαία νομισματική πολιτική. Προκύπτει και από την πρόσφατα καταγεγραμμένη πρόσθετη απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό δείχνει η εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών τους οκτώ πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους, το οποίο σχεδόν διπλασιάστηκε σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι [ από 2,4 δις. δολάρια πέρυσι ανήλθε φέτος στα 4,4 δις. δολάρια ], ναρκοθετώντας την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Και αυτό κυρίως δείχνει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της διεύρυνσης του ελλείμματος οφείλεται στην εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών.

Σ' αυτήν τη διαπίστωση συγκλίνει και η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του τρίτου τετραμήνου του 2000 για την ανταγωνιστικότητα. Η διολίσθηση του ευρώ έχει ευνοήσει σημαντικά τις μεγάλες εξαγωγικές οικονομίες, ενώ αντίθετα έχει επιδεινώσει τη σχετική θέση των μικρότερων. Η Έκθεση καταγράφει και τη συγκριτική επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά 0,9% κατά την τελευταία διετία και την αύξηση της σχετικής απόστασης από τις περισσότερες οικονομίες της ΟΝΕ.

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι εικόνα εφησυχασμού και αισιοδοξίας που επιχειρεί να διαμορφώσει η κυβέρνηση δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση παραπλανά γιατί επιδιώκει να μεταθέσει και αυτό το πρόσθετο κόστος προσαρμογής εξ' ολοκλήρου στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Γιαυτό δεν θέλει να αναπληρώσει την όποια μείωση στα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων.

Στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, που επιμένει σε πιό φιλελεύθερες επιλογές, με τις ιδωτικοποιήσεις, τη συμπίεση του κόστους εργασίας, την περιστολή των δημοσίων δαπανών και τη μη εφαρμογή ουσιαστικής φορολογικής μεταρρύθμισης, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου αντιτάσσει την ανάγκη της εναλλακτικής στρατηγικής με στόχους την πλήρη απασχόληση, τη φορολογική δικαιοσύνη, την αναδιανομή πλούτου και πόρων, την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης, την προστασία των δημόσιων αγαθών τα οποία διαρκώς εμπορευματοποιούνται.

β) Διαρθρωτικές αλλαγές

Η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να πραγματοποιήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την ενδυνάμωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας εντός της ΟΝΕ, άρα με δυσμενέστερους όρους. Η κυβέρνηση περιορίζει και ταυτίζει τις διαρθρωτικές αλλαγές με τις ιδωτικοποιήσεις. Αλλά διαρθρωτικές αλλαγές, που βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, απαιτούν διαφορετικές από τις υπάρχουσες πολιτικές, και θεσμικές δομές όπως:

Αλλά ακόμη και στο πλαίσιο της δική της αντίληψης, η κυβέρνηση δεν ανοίγει αγορές, προκατασκευάζει ανοικτές αγορές. Η κυβέρνηση δεν ιδιωτικοποιεί, εκχωρεί, χωρίς προγράμματα και πολιτικές για την ανάπτυξη και λειτουργία κλάδων και αγορών στο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον της ζώνης ευρώ.

Μία μόνο σημαντική αλλαγή βρίσκεται στη φάση της νομοθέτησης, αυτή στην αγορά εργασίας. Κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από την αναγκαία και θα οδηγήσει στα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από τα διακηρυσσόμενα: απορρυθμίζει μια de facto απορρυθμισμένη αγορά και έτσι θα συμβάλει στην αύξηση και όχι στη μείωση της ανεργίας. Πρόκειται για πολιτική παρέμβαση αυθαίρετης, πρόσθετης και μόνιμης μεταφοράς εισοδήματος από τους εργαζόμενους στην εργοδοσία και δυστυχώς εν ονόματι των ανέργων. Και η παρέμβαση αυτή είναι αυθαίρετη για τρείς λόγους:

γ) Ανεργία

Η χώρα μας πρέπει να κλείσει τον κύκλο στον οποίο συντελείται η παράλληλη μεγέθυνση του ΑΕΠ αλλά και των ανισοτήτων. Η καταπολέμηση της ανεργίας αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτική πρόκληση. Στο πεδίο της αντιμετώπισής της προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο των σύγχρονων πολιτικών και διαφοροποιείται η προοδευτική από τη συντηρητική στρατηγική. Η ανεργία δεν είναι ζήτημα εργασιακών σχέσεων. Συνδέεται με τους ρυθμούς πραγματικής οικονομικής μεγέθυνσης.

Η κυβέρνηση βαδίζει στην πεπατημένη των συντηρητικών αδιεξόδων. Αξιολογεί τη νομοθετική πρόταση του Συνασπισμού για την οργανωμένη και γενικευμένη μείωση του εργάσιμου χρόνου χωρίς μείωση των αποδοχών- σε πρώτη φάση στις 35 ώρες την εβδομάδα- ωσάν να ήταν λογιστική εγγραφή και όχι ως πρωτοβουλία η οποία έχει συγκεκριμένες και ωφέλιμες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες.

Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου προτείνει μια νέα ολοκληρωμένη κοινωνική στρατηγική για την πλήρη απασχόληση, για ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, με βασικούς άξονες:

δ) Προϋπολογισμός του 2001

Ολοκληρώνοντας την ομιλία μου, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αναφορά στον προϋπολογισμό του 2001. Η κυβέρνηση κατέθεσε στο Κοινοβούλιο έναν προϋπολογισμό πλασματικών εγγραφών. Έναν προϋπολογισμό που δεν αξιοποιεί τις δυνατότητες για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, για την ανάπτυξη, για την απασχόληση. Έναν προϋπολογισμό λογιστικά πλεονασματικό και κοινωνικά ελλειμματικό:

Έναν προϋπολογισμό την αξιοπιστία του οποίου υποσκάπτει η ίδια η κυβέρνηση: όχι μόνον με την υπεραισιόδοξη θεώρηση των διεθνών οικονομικών εξελίξεων αλλά και με την καθυστέρηση στην εκτέλεση του Γ' ΚΠΣ που θέτει σε κίνδυνο και την πραγματοποίηση των προϋπολογισμένων επενδύσεων αλλά και την έγκαιρη ολοκλήρωση έργων.