Αθήνα, 2 Απριλίου 2004
Συνασπισμός
Ριζοσπαστικής Αριστεράς
Κοινοβουλευτική Ομάδα
Ομιλία του Νίκου Α. Κωνσταντόπουλου στην ειδική συνεδρίαση της Βουλής για τις εξελίξεις στο Κυπριακό
Όλοι έχουμε την αίσθηση, ότι ζούμε ιστορικές στιγμές, ότι είναι κρισιμότατες οι εξελίξεις στο Κυπριακό. Εκκρεμούν αποφάσεις ιστορικής ευθύνης και ιστορικής προοπτικής. Και όλοι επίσης γνωρίζουμε, ότι το Κυπριακό έχει σημαδέψει με έντονο τρόπο την εθνική μας ζωή και την πολιτική ιστορία, πάνω από μισό αιώνα. Πολλοί από μας πήραμε το βάφτισμα των πολιτικών και των κοινωνικών αγώνων, διαδηλώνοντας για το Κύπρο και την ελευθερία της. Η νέα πολιτική ηγεσία στη χώρα, νέα και σε ηλικία, πρέπει να λειτουργήσει με σύνεση, να αποφύγει τον πειρασμό ανακύκλωσης μικροκομματικών κριτηρίων και διχαστικών καταστάσεων. Γιατί το Κυπριακό έχει γίνει κατά καιρούς αντικείμενο και μικροκομματικών κριτηρίων και διχαστικών καταστάσεων. Κι αν θέλει κανένας να δει όλους τους χειρισμούς της πολιτικής μας στη διαδρομή του Κυπριακού, θα αποκομίσει ένα δυσάρεστο αίσθημα, ότι σχεδόν πάντα δεν ήταν οι καταλληλότεροι. Ότι σχεδόν πάντα δεν ήταν οι αποτελεσματικότεροι. Με αποκορύφωμα την τραγωδία του1974 που ήταν το αποτέλεσμα του τουρκικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και κατοχής, πρέπει όλοι να έχουμε εκείνα τα γεγονότα ως πηγή διδαγμάτων και για τις ευθύνες των εκάστοτε ηγεσιών της Ελλάδας και της Κύπρου.
Καλούμαστε να εκτιμήσουμε τις σημερινές εξελίξεις, χωρίς να αφαιρούμαστε από το γεγονός, ότι εδώ και 30 χρόνια υπάρχει de facto διχοτόμηση στο νησί, ως αποτέλεσμα της εισβολής και κατοχής, της παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων. Υπάρχει μια ανοιχτή πληγή για όλον τον Κυπριακό λαό, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, αλλά και για την εξωτερική πολιτική της χώρας μας, καθώς και για την ειρήνη στην εύφλεκτη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου όπου και σήμερα η συνεχιζόμενη τραγωδία του Παλαιστινιακού λαού και η κατοχή στο Ιράκ, δοκιμάζουν έντονα τη διεθνή ασφάλεια και τη σταθερότητα.
Οι ρητορείες για τους πολέμους που έγιναν στο Ιράκ δεν οδήγησαν στην επικράτηση σταθερότητας και ασφάλειας και η διπλωματική κινητικότητα για την προώθηση του δόγματος Μπους Πάουελ δεν διαμόρφωσε εγγυήσεις συνύπαρξης λαών στην περιοχή. Είναι γνωστό, ότι στη διάρκεια της περιόδου μετά το 74 έγιναν πολλές προσπάθειες για λύση του Κυπριακού, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, πάντοτε με πρωτοβουλίες των Γενικών Γραμματέων του Οργανισμού και ότι αυτές προσέκρουσαν στην αδιαλλαξία του Ντενκτάς και της ʼγκυρας. Έτσι όπως στήριζαν αυτήν την αδιαλλαξία οι πλάτες τόσο των ΗΠΑ όσο και της Αγγλίας.
Ας θυμηθούμε ότι οι διεθνείς εξελίξεις στις αρχές της δεκαετίας του 90, που σημαδεύτηκαν από τον πόλεμο στον Κόλπο από το διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την έναρξη των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία, είχαν δημιουργήσει δυσμενή δεδομένα για το Κυπριακό, παρότι το πρόβλημα συνέχιζε να παραμένει στα πλαίσια του ΟΗΕ. Τότε έγινε ένα βήμα σημαντικής αξίας, με τη υποβολή της αίτησης για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή την επιλογή εμείς την είχαμε από την αρχή στηρίξει, εκτιμώντας ότι η ενταξιακή πορεία θα λειτουργούσε ως καταλύτης και για την λύση του προβλήματος. Δηλαδή, πάντα στη δική μας λογική, η ενταξιακή πορεία και η ένταξη συνδεόντουσαν οργανικά με το στόχο της λύσης. Ήταν, όμως, απολύτως βέβαιο ότι όταν θα έφτανε η ώρα ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε., θα αυξάνονταν οι πιέσεις για επίλυση του πολιτικού προβλήματος και ότι αυτές οι πιέσεις θα ασκούνταν κυρίως στην ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά, ότι αυτές οι πιέσεις θα είχαν μονομερή χαρακτήρα.
΄Όποιος πίστευε στ αλήθεια, ότι δεν θα επιχειρούνταν η εξισορρόπηση της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. με μια πολιτική λύση, που θα εξασφάλιζε και τα τουρκοκυπριακά και τουρκικά συμφέροντα, επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι ήταν μάλλον αφελής.
Από τη δική μας πλευρά το επισημάναμε αυτό διαρκώς και εφιστούσαμε την προσοχή. Γι 'αυτό και στις 10 Δεκεμβρίου του 1999 μετά το Ελσίνκι, που κατ αρχήν το εκτιμούσαμε ως θετικό βήμα δηλώναμε «δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος για ωραιοποιήσεις, υπερβολικούς τόνους και θριαμβολογίες που επιβάλλονται από προεκλογικές σκοπιμότητες, άλλωστε τα προβλήματα στην Κύπρο και το Αιγαίο παραμένουν ανοιχτά και θα χρειαστούν πολύς χρόνος και μεγάλες προσπάθειες ακόμα για την επίλυσή τους.». Τότε, θυμάστε, επικρατούσε ο προεκλογικός ίστρος και οι θριαμβολογίες ήταν πολύ μεγάλες. Επισημαίναμε την ανάγκη της προσοχής, γιατί ήταν άμεσα συνδεδεμένα όλα τα βήματα, το ένα οργανικά με το επόμενο. Με το ίδιο σκεπτικό, αλλά και για γενικότερους λόγους, ταχθήκαμε υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας. Παράλληλα με την επιμονή μας να παραμείνει το Κυπριακό στα πλαίσια του ΟΗΕ και να αξιοποιηθεί η ενταξιακή πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Συνασπισμός θεωρούσε πάντοτε εκ των ων ουκ άνευ, για μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού, την επανένωση του νησιού, την άρση των διχοτομικών τετελεσμένων, την επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων. Και προς αυτή την κατεύθυνση αναπτύξαμε πρωτοβουλίες σε συνεργασία με αριστερές δυνάμεις, τόσο των ελληνοκυπρίων όσο και των τουρκοκυπρίων και έχουμε για μια δεκαετία οργανικές σχέσεις ανταλλαγής απόψεων και κοινών δράσεων και με τουρκοκυπριακά κόμματα που αντιπολιτεύονται το καθεστώς Ντενκτας.
Εδώ και ενάμιση χρόνο στο επίκεντρο των πρωτοβουλιών για τη λύση του Κυπριακού βρίσκεται το σχέδιο Ανάν, το οποίο, να μη το αφαιρούμαι από τη συζήτησή μας, το αποδέχθηκε ομόφωνα το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου, ως βάση για διαπραγμάτευση. Αντίστοιχη ήταν και η δική μας θέση από την αρχή. Κι εμείς από την πλευρά του Συνασπισμού δεν θα αποδώσουμε στο Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου και στα κόμματα της Κύπρου καμία μομφή, ότι έπραξαν λάθος και ενταφίασαν το Κυπριακό αποδεχόμενοι αυτή τη διαδικασία. Μπορεί την κριτική να στρέφουν κάποιοι προς εμάς, με μεγάλη ευκολία κομματικής εκμετάλλευσης, αλλά στα κόμματα του Κυπριακού Εθνικού Συμβουλίου, που αποδέχθηκαν ομόφωνα αυτή τη διαδικασία, δεν μπορεί κανείς να αποδίδει με τόση μεγάλη, αν θέλετε αυταρέσκεια, τέτοιους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς ιστορικής σημασίας.
Το σχέδιο αυτό ήρθε σε μια στιγμή, που άρχισαν να εμφανίζονται ορισμένα νέα πολιτικά δεδομένα. Το πρώτο ήταν, ότι η κυπριακή ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφθανε στην τελική φάση και ταυτόχρονα οι προθεσμίες είχαν αρχίσει να μετράνε αντίστροφα για τις ευρωπαϊκές στοχεύσεις της Τουρκίας. Το δεύτερο, οι πολιτικές ανακατατάξεις μέσα στην Τουρκία, που εκφράστηκαν και με τη νίκη του Ερντογάν στις εκλογές. Δεν μας αφήνει αδιάφορους εμάς η μάχη που γίνεται και εξακολουθεί να είναι οξύτατη στο εσωτερικό της Τουρκίας, για τον εκδημοκρατισμό και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας. Και ακριβώς γι αυτό, έχουμε δύο φορές πραγματοποιήσει, επισήμως, πολιτική επίσκεψη στην Τουρκία και επί Ντεμιρέλ, και μετά την εκλογή Ερντογάν. Το τρίτο ήταν, ότι η κατάθεση του σχεδίου Ανάν, πυροδότησε ένα μεγάλο κίνημα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, εναντίον της πολιτικής Ντενκτάς με αίτημα τη λύση και την επανένωση του νησιού, ώστε ολόκληρη η Κύπρος να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κίνημα αυτό δημιούργησε αναμφισβήτητες πολιτικές ανακατατάξεις ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους.
Η βασική μας θέση ήταν και παραμένει να δοθεί λύση δικοινοτικής - διζωνικής ομοσπονδίας, με μια διεθνή προσωπικότητα, μια κυριαρχία και μια ιθαγένεια. Ξέρουμε, ότι υπάρχουν δυνάμεις που απορρίπτουν την ομοσπονδία, η οποία όμως είναι στοιχείο των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως έχουν ενσωματωθεί στις συμφωνίες κορυφής Μακαρίου - Ντενκτάς του 1977 και Κυπριανού - Ντενκτάς του 1979. ξέρουμε, ότι και η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία αποτελεί συμβιβασμό σε σχέση με τις αρχικές αποφάσεις του ΟΗΕ, αλλά αυτή ήταν η θέληση και η θέση των Κυπριακών κομμάτων, γι αυτή τη γραμμή της συμβιβαστικής προσέγγισης μετά το ' 74. Δεν μπορούμε, όμως, να γυρίσουμε στη μετά ' 74 κατάσταση. Υπάρχει ένα θέμα, το οποίο δεν μπορεί κανένας να το προσπεράσει. Τι έγινε πράγματι στη Νέα Υόρκη. Η θέση η δική μας είναι, ότι έγινε λάθος. Λάθος χειρισμός και το λάθος δεν προέκυψε τυχαία. Έγινε για να μην χρεωθεί η ελληνοκυπριακή και η ελληνική πλευρά το βάρος μιας αρνητικής και αδιάλλακτης στάσης. Τόσο η ελληνοκυπριακή ηγεσία, όσο και η ελληνική κυβέρνήση, τότε, πιστεύουμε ότι υπερεκτίμησαν τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η προοπτική άμεσης ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. και υπολόγισαν λάθος την τουρκοκυπριακή και τουρκική στάση. Υπελόγισαν λάθος την αδιαλλαξία του Ντενκτάς και δεν εκτίμησαν την απόφαση της ʼγκυρας και του Ερντογάν για σύνδεση του Κυπριακού με την τουρκική ένταξη στην Ε.Ε.
Στις 13.12.2003 είχα μια συνάντηση με τον τότε Υπουργό Εξωτερικών τον κ. Γιαννίτση που είχε αναλάβει νομίζω την ίδια μέρα. Δεν θα σας κρύψω το συναίσθημά μου, συνομιλούσα με ένα υπηρεσιακό υπουργό Εξωτερικών τη στιγμή που υπήρχε η κρισιμότερη καμπή για το Κυπριακό. Βγήκα λοιπόν από τη συνάντηση εκείνη και είπα, ότι «η Ελλάδα και Κύπρος πιέζονται, κυρίως από τις ΗΠΑ να αποδεχτούν, ότι για δεκαετίες αρνιούνταν. Τη μετατροπή του Κυπριακού σε διμερή ελληνοτουρκική διαφορά, που θα επιλυθεί με επιδιαιτησία. Για μας το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα, εισβολής και κατοχής, που αφορά πρωτίστως τον ΟΗΕ και ταυτόχρονα είναι θέμα ευρωπαϊκό με δεδομένη την απόφαση για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Απ αυτές τις δυο θέσεις δεν μπορεί να πάει πίσω καμιά ελληνική κυβέρνηση.»
Οι κρισιμότητα των εξελίξεων που ακολούθησαν και όσες βρίσκονται μπροστά μας με αναγκάζει να κάνω την παρακάτω παρατήρηση, γιατί πιστεύω, ότι και την πολιτική ζωή θα απασχολήσει, αλλά και την πολιτική ιστορία θα ταλαιπωρήσει. Όλοι οφείλουν να κρίνουν το γεγονός, ότι η καθοριστική αυτή εξέλιξη, η τελευταία κρίσιμη φάση, συνέπεσε με προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα. Αν όλα ήταν έτοιμα έπρεπε να ολοκληρωθούν επιτυχώς. Εάν δεν ήταν έτοιμα και υπήρχαν κίνδυνοι, έπρεπε να ενημερωθούν όλοι επακριβώς. Αυτή είναι η δική μας θέση για το θέμα της Νέας Υόρκης. Ήταν σε αισιόδοξο σημείο η διαδικασία, όφειλαν να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες. Υπήρχαν κίνδυνοι και επαπειλούντο, πράγματι, ζοφερές συνθήκες, οφείλαμε να ενημερωθούμε όλοι και ανάλογα να διαγράψουμε την πορεία μας. Φτάσαμε έως εδώ.
Η δική μας θέση είναι, ότι οφείλουμε να μελετήσουμε ψύχραιμα τα υπέρ και τα κατά στη δυναμική των εξελίξεων. Υπάρχουν και κατά υπάρχουν και υπέρ. Δεν είναι θέμα να τα ζυγίσουμε, είναι θέμα πιο πολιτικό περιεχόμενο έχουν και πια δυναμική απελευθερώνουν.
Εμείς δεν θέλουμε να παγιδευτούμε στο κλίμα που δημιουργούμε μόνοι μας, διαχειριζόμενοι επικοινωνιακά το θέμα. Και σ΄ αυτό το θέμα η επικοινωνιακή διαχείριση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης. Ούτε οι ωραιοποιήσεις βοηθάνε, ούτε οι καταστροφολογίες βοηθάνε. Πρέπει να εκτιμήσουμε όλα τα στοιχεία μιας λύσης. Που εξαρχής γνωρίζουμε, ότι θα είναι και δύσκολη λύση, αλλά θα είναι και επώδυνη λύση είτε πούμε το έτσι είτε πούμε το αλλιώς.
Το σχέδιο Αναν θα το μελετήσουμε κι εμείς συστηματικά. Το θέμα είναι να υπολογίσουμε σωστά αν αυτή η λύση της μίας ή της άλλης επιλογής, αποτελεί αφετηρία για βελτιώσεις ή αφετηρία για εμπλοκές, που θα οδηγήσουν σε νέες εκρηκτικές καταστάσεις. Εμείς θα καθορίσουμε με σαφήνεια τη θέση μας, γιατί πρέπει να έχουμε άποψη. Δεν επιτρέπεται να προκαταλάβουμε απόψεις εκείνων, που έχουν την ιστορική ευθύνη. Αλλά θα έχουμε άποψη, λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη μας, και θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντι στην Εθνική Αντιπροσωπεία και τις θέσεις της Κυπριακής Αριστεράς.
Για τη δική μας αντίληψη, η Αριστερά πρέπει να προσεγγίζει το Κυπριακό μ έναν πιο σφαιρικό τρόπο, μια όχι εθνοκεντρική αντίληψη αλλά μια πιο ευρωκεντρική αντίληψη. Στην Κύπρο δεν υπάρχουν μονάχα Έλληνες και Τούρκοι, και στις δυο πλευρές υπάρχουν και κοινωνικές τάξεις, υπάρχουν και πλούσιοι και φτωχοί, υπάρχουν και δεξιοί και αριστεροί και άλλοι και σε μια διαδικασία, σ ένα σχέδιο επανένωσης, πρέπει να υπολογιστούν όλοι οι παράγοντες και όλες οι παράμετροι, χωρίς ωραιοποιήσεις και καταστροφολογίες. Εμείς θέλουμε συστηματική ενημέρωση, είναι ανάγκη από 'δω και πέρα γιατί όλοι έχουμε επίγνωση, ότι είναι η περίοδος των μεγάλων πιέσεων, έχουμε ανάγκη συστηματικής ενημέρωσης και την ζητούμε, και στο επίπεδο που εξήγγειλε ο κ. Πρωθυπουργός και στο επίπεδο της λειτουργίας της Βουλής. Έχουμε κάθε λόγο να θέλουμε να πετύχει μια λειτουργική, δίκαιη και βιώσιμη λύση. Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητούμε στην ηγεσία της Κύπρου, ότι δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κυπριακού λαού, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, ούτε έχουμε κανένα λόγο να διχαστούμε μεταξύ μας σε ενδοτικούς και ανένδοτους.
Οφείλω να κάνω μια τελική παρατήρηση. Δεν αμφισβητούμε, ότι η στάση ήταν εκείνη για την οποία ενημερωνόμαστε και την οποία και στηρίζαμε και από την πλευρά του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου και από την πλευρά του κ. Πρωθυπουργού. Οφείλω, όμως να πω με ειλικρίνεια, ότι στο επίπεδο των εντυπώσεων, η τελική διαδικασία συνέβαλε να δημιουργηθεί η εικόνα, ότι η Τουρκία κερδίζει και η Ελλάδα χάνει. Και αυτό είναι μια παράμετρος που επηρεάζει το κλίμα.