14 Απριλίου 2004
Εισήγηση του Προέδρου του Συνασπισμού Νίκου Α.Κωνσταντόπουλου στη συνεδρίαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής για το Κυπριακό
Το Κυπριακό, τόσο ως διεθνές, αλλά και ως εθνικό πρόβλημα, τόσο ως πολιτικό, αλλά και ως ιστορικό πρόβλημα, έχει οδυνηρή διαδρομή και πολύπτυχη διάρκεια.
Η πολιτική ζωή του ελληνισμού, για μισό και πλέον αιώνα σημαδεύτηκε έντονα από τις μεταπτώσεις, τις δοκιμασίες και τα αδιέξοδα του Κυπριακού. Δυστυχώς δεν είναι εξίσου έντονη και η αξιοποίηση, με αυτογνωσία και ευθύνη, των πολλών και ορατών συμπερασμάτων, που βγαίνουν από μια ενοχλητική πορεία λαθών, για την οποία υπάρχουν ευθύνες στις εκάστοτε ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδας, πέρα από το ρόλο του διεθνούς παράγοντα.
Η απομάκρυνση της δικτατορίας το 1974 και η δημοκρατική μεταπολίτευση, σημαδεύτηκαν από την τραγωδία της εισβολής, της κατοχής και του διαμελισμού της Κύπρου, από τουρκικά στρατεύματα, μετά το πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου, πραξικόπημα που ήταν μεθοδικά ενταγμένο στα ευρύτερα γεωπολιτικά σχέδια των ΗΠΑ και της Αγγλίας.
Η σημερινή υφή του Κυπριακού προβλήματος είναι οι συνέπειες μιας στρατιωτικής και πολιτικής ήττας και οι πραγματικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν επί τριάντα χρόνια, σε καθεστώς κατοχής και ντε φάκτο διχοτόμησης.
Καθώς άρχισε ο 21ος αιώνας, με τις ραγδαίες, αντιφατικές κι επικίνδυνες εξελίξεις στις διεθνείς δομές και στρατηγικές, το ερώτημα είναι ουσιαστικό και έχει προκριματικό χαρακτήρα:
Εξακολουθεί να είναι ζητούμενο η λύση του Κυπριακού προβλήματος, κατά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και τις αποφάσεις των διασκέψεων κορυφής Μακαρίου - Ντεκτάς και Κυπριανού - Ντεκτάς, ή μήπως πρέπει το ζητούμενο να είναι η αναγνώριση και η ρύθμιση της παγιωμένης διχοτόμησης;
Με ευθύνη και ειλικρίνεια πρέπει να αποσαφηνιστεί το θέμα:
Υπάρχουν απόψεις που αναζητούν έστω και οριακό, αλλά ανεκτό, ιστορικό συμβιβασμό για τη λύση του Κυπριακού, που σημαίνει επανένωση του νησιού, επαναπροσέγγιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, διεθνή οντότητα της Κύπρου ως κοινής πατρίδας, ασφαλή ρύθμιση με ισοτιμία και ισονομία της συμβίωσης και των δικαιωμάτων των διαφορετικών κοινοτήτων.
Υπάρχουν, όμως, και θέσεις που εκτιμούν ότι η σημερινή κατάσταση είναι προτιμότερη από τους πειραματισμούς για τη διαμόρφωση ενός νέου κρατικού σχήματος, με μορφή διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως έχουν αποδεχθεί οι διασκέψεις κορυφής Μακαρίου - Ντεκτάς και Κυπριανού - Ντεκτάς, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια.
Η λύση της διζωνικής - δικοινοτικής ομοσπονδίας, προβάλλεται ως κοινός στόχος, αλλά από αρκετές πλευρές και σε πολλές περιόδους, λαϊκισμοί και ρητορείες, μικροκομματισμοί και συνθηματολογίες, προβάλλονται για να κρύψουν την έλλειψη πολιτικής θέλησης για λύση και την εμμονή στην παγίωση της μη λύσης.
Αγαπητοί σύντροφοι,
Η Πολιτική Γραμματεία συζήτησε τις πρόσφατες εξελίξεις στο Κυπριακό και διαμόρφωσε κατά πλειοψηφία την πρόταση που θα σας παρουσιάσω για το πώς το κόμμα μας πρέπει να χειριστεί το κρίσιμο αυτό εθνικό θέμα.
1. Το πρώτο σημείο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε - και στο οποίο πιστεύω ότι συμφωνούμε όλοι - είναι ότι και εμείς και όλα τα ελληνικά κόμματα οφείλουν να έχουν σαφή άποψη για τα ζητήματα που τίθενται προς κρίση ενώπιον του κυπριακού λαού.
Αναμφισβήτητα για το ποια θα είναι η λύση του Κυπριακού προβλήματος, τον πρώτο λόγο έχουν ο κυπριακός λαός και τα κυπριακά πολιτικά κόμματα.
Όμως, οι εξελίξεις στο Κυπριακό εδώ και μισόν αιώνα, επηρεάζουν καθοριστικά και τη μοίρα της Ελλάδας.
Επηρεάζουν τη ζωή, το παρόν και το μέλλον των ελλήνων πολιτών.
Υπ'αυτήν την έννοια πρέπει και η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα να έχουν λόγο και άποψη, για το πώς θα πρέπει να εξελιχθούν τα πράγματα. Σωστά δεν σπεύσαμε να προκαταλάβουμε τους Κυπρίους. Σωστά είπαμε ότι θα συνεκτιμήσουμε και τις θέσεις της Κυπριακής Αριστεράς.
Η αυριανή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών δεν θα πρέπει να είναι μια τυπική διαδικασία.
Κατά την αυριανή σύσκεψη η ελληνική πολιτική ηγεσία οφείλει να μελετήσει σοβαρά τα θετικά και αρνητικά όλων των πιθανών σεναρίων, τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα και, βεβαίως, οφείλει να επιχειρήσει τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής αποφυγής των αρνητικών και μεγιστοποίησης των θετικών.
Μακριά από εμένα κάθε διάθεση κινδυνολογίας, όμως θέλω με έμφαση να υπογραμμίσω ότι καθώς ως χώρα περνάμε την πιο μακροχρόνια περίοδο αδιατάρακτης ειρήνης και πολιτικής ομαλότητας, αντιμετωπίζουμε τα δύσκολα προβλήματα που έχουν τη ρίζα τους στη ρευστότητα της περιοχής στην οποία ζούμε, με υπεραισιοδοξία και με εφησυχασμό, ενώ θα έπρεπε με διορατικότητα να σχεδιάζουμε σύνθετη εθνική στρατηγική.
Οι εξελίξεις στη Μ. Ανατολή και οι εξελίξεις στα Βαλκάνια επιβάλλουν μια διαρκή εγρήγορση.
Έχει θετικά και αρνητικά το σχέδιο. Ούτε το όχι αποτελεί καταστροφή ούτε το ναι οδηγεί στη διάλυση.
Αφορισμοί και χαρακτηρισμοί, κινδυνολογίες και ωραιολογίες, αντιεθνικιστικά ή αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα, μπορεί να ενδιαφέρουν τις δημοσκοπήσεις και τις σκιαμαχίες εντυπώσεων, είναι ο χειρότερος και πιο επικίνδυνος τρόπος, που κρύβει τα πραγματικά ερωτήματα, για το ποια στρατηγική υπαγορεύει το όχι και σε ποιο πεδίο υλοποιείται, για το ποια στρατηγική πρέπει να στηρίξει το ναι και πως μορφοποιείται.
Με ποιο τρόπο κι από ποιο δρόμο θα προσδιοριστεί η ενιαία κυπριακή οντότητα, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό είναι το ιστορικό διακύβευμα για την Κύπρο ως κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
2. Το δεύτερο σημείο που πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσουμε είναι η σκοπιά από την οποία προσεγγίζουμε το Κυπριακό πρόβλημα και την προοπτική επίλυσής του.
Θέλουμε την επανένωση και τη δημιουργία ενός ενιαίου ομόσπονδου κράτους στο οποίο θα συμβιώνουν οι δυο κοινότητες ή επιζητούμε τη διχοτόμηση αποδεχόμενοι την άποψη ότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων είναι αδύνατη;
Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται η αφετηρία των διαφορετικών απόψεων που σήμερα συζητιόνται έντονα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο και εάν υπήρχε μεγαλύτερη ειλικρίνεια θα ήταν τα πράγματα πιο σαφή.
Κατά την άποψή μου η Αριστερά πρέπει με σαφήνεια να απορρίπτει κάθε τι που πριμοδοτεί τη λογική της διχοτόμησης. Ιδιαίτερα σήμερα αυτό έχει τεράστια ιδεολογική και πολιτική σημασία.
Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος συγκλονίζεται από τα κόμματα του εθνικιστικού και θρησκευτικού φανατισμού.
Μέσα στην αβεβαιότητα του σύγχρονου κόσμου, την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και τα τεράστια μέτωπα που ανοίγει η πολιτική παγκόσμιας επιβολής των ΗΠΑ όλες οι αντιθέσεις τείνουν να χάσουν τον ταξικό και κοινωνικό τους χαρακτήρα και αν υπαχθούν στα σχήματα των εθνικών θρησκευτικών αντιθέσεων και πολέμων.
Αυτή, όμως, η εξέλιξη συνιστά μια τεράστια ιστορική οπισθοδρόμηση, συνιστά μια μεγάλη ήττα των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Μια πρώτη μεγάλη νίκη των πιο ακραίων δυνάμεων που σήμερα εκφράζουν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση υπό την αυτοκρατορική ηγεμονία των ΗΠΑ.
Θέλω να υπογραμμίσω ότι όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι το κριτήριο της τοποθέτησής του στα σύγχρονα προβλήματα είναι η αντίθεσή του στον ιμπεριαλισμό, στη νέα τάξη πραγμάτων, στις ΗΠΑ, στον Ατλαντισμό, τότε αυτός κυρίως θα έπρεπε να βλέπει ότι η σύγκρουση με τη νέα τάξη πραγμάτων πάει χέρι - χέρι με τη σύγκρουση με τον εθνικισμό και το θρησκευτικό φανατισμό και ότι εάν δε βλέπει αυτή τη σχέση τότε δεν έχει καταλάβει τίποτα από τη νέα εποχή στην οποία έχουμε μπει.
Για να γυρίσω λοιπόν στο Κυπριακό.
Η θέση της Αριστεράς πρέπει να είναι κατηγορηματικά αντίθετη στην προοπτική διχοτόμησης.
Αυτήν την προοπτική ας την υποστηρίξουν εκείνες οι δυνάμεις που προβάλλουν ως μόνο κριτήριο την εθνική καθαρότητα.
Η θέση η δική μας είναι υπέρ της επανένωσης του νησιού και της συμβίωσης των δύο κοινοτήτων και θεωρούμε ότι η συμβίωση πολύ γρήγορα θα κάνει κυρίαρχα τα κοινωνικά και ταξικά κριτήρια.
Έχουμε οικοδομήσει εδώ και πολλά χρόνια μια πολιτική που στηρίζεται σε δύο βασικού πυλώνες.
Ο ένας πυλώνας είναι η σταθερή εμμονή μας στην πολιτική λύση, μια λύση διζωνικής - δικοινοτικής ομοσπονδίας με μία διεθνή προσωπικότητα, μία ιθαγένεια και μία κυριαρχία, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ. Τη θέση αυτή αποδέχθηκε η Ελληνοκυπριακή πλευρά με τις συμφωνίες Μακαρίου -Ντενκτάς του 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς του 1979, αργότερα δε και το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η πολιτική της επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο που πρωτεργάτης της υπήρξαν αμέσως μετά το 1974 οι αριστερές δυνάμεις της Κύπρου, Ελληνοκυπριακές και Τουρκοκυπριακές, και ιδιαίτερα το ΑΚΕΛ. Αυτή την προσπάθεια την ενισχύσαμε κι εμείς με πολλούς τρόπους, όπως με την πρόσκληση των κομμάτων της Τουρκοκυπριακής αριστεράς στην Αθήνα για πρώτη φορά το 1997.
Με αυτά τα κριτήρια προσδιορίσαμε εξαρχής τη θέση μας για το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού. Και στη βάση αυτή υποστηρίξαμε το σχέδιο Ανάν, συνυπολογίζοντας και δύο σημαντικά καινούργια δεδομένα:
1. Τις πολιτικές ανακατατάξεις μέσα στην Τουρκία, που προέκυψαν με επίκεντρο τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας και εκφράστηκαν και με τη νίκη του Ερντογάν στις εκλογές.
2. Το μεγάλο κίνημα που αναπτύχθηκε στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα μετά την κατάθεση του σχεδίου Ανάν για την επανένωση του νησιού και την ένταξη στην ΕΕ, με σύνθημα «Αυτή η γη είναι δική μας». Κάνουν λάθος όσοι υποτιμούν το κίνημα αυτό και το θαρραλέο αγώνα του κάτω από τις μύτες των όπλων 40000 τουρκικού στρατού κατοχής και σε πλήρη αντίθεση με το καθεστώς Ντενκτάς.
Έχει σημασία συντρόφισσες και σύντροφοι να συνυπολογίζουμε αυτά τα δεδομένα γιατί ορισμένοι κρίνοντας ότι τίποτα δεν άλλαξε ούτε στην Τουρκία ούτε στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν μπόρεσαν να χαράξουν τη σωστή τακτική γαι τις συνομιλίες που ακολούθησαν στη Νέα Υόρκη και μετά στη Λουκέρνη.
3. Το τρίτο σημείο που πρέπει να εξετάσουμε.
Η παρούσα διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή για την προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ή μήπως μια αναβολή της λύσης μπορεί να φέρει καλύτερες συνθήκες;
Η πρώτη γενική παρατήρηση στο σημείο αυτό είναι ότι όσο παρατείνεται το καθεστώς της κατοχής και της ντε φάκτο διχοτόμησης τόσο χειροτερεύουν οι όροι για μια λύση προς την κατεύθυνση της επανένωσης και σ'αυτό συνηγορεί όλη η ιστορία του Κυπριακού.
Όμως να μην μείνουμε σ'αυτό.
Σήμερα υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που πρέπει να εκτιμηθούν σωστά.
Κατ'αρχήν αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση της μέγιστης δυνατής διεθνοποίησης του Κυπριακού και αυτό είναι θετικό.
Ορισμένοι προσπαθούν να το παρουσιάσουν ως αρνητικό λέγοντας ότι είναι μια λύση που προωθούν οι αμερικανοί, οι ευρωπαίοι κ.λ.π.
Όταν όμως μιλάμε χρόνια τώρα για διεθνοποίηση του Κυπριακού τι ακριβώς εννοούμε; Εννοούμε άλλους από τον ΟΗΕ, την Ε.Ε., τις ΗΠΑ;
Προφανώς δεν πρόκειται για σοβαρά πράγματα.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε φάση της μέγιστης δυνατής διεθνοποίησης.
Αυτό δεν προέκυψε τυχαία.
- Οφείλεται στο γεγονός ότι επίκειται η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και η Ε.Ε. ενδιαφέρεται να λυθεί το πρόβλημα πριν την ένταξη έτσι ώστε να μην εσωτερικεύσει ένα περίπλοκο διεθνές πρόβλημα.
- Οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία επιδιώκει να εξασφαλίσει την προοπτική της δικής της ένταξης στην Ε.Ε. και άρα θέλει να βγάλει από το δρόμο της το εμπόδιο του Κυπριακού.
- Οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ θέλουν πάση θυσία να προωθήσουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Η διεθνοποίηση του Κυπριακού προβλήματος, η αντιμετώπιση, δηλαδή, του Κυπριακού, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, που παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα, και όχι ως προβλήματος διμερών ελληνοτουρκικών διαφορών, αποτελεί έκφραση της πολιτικής για λύση του Κυπριακού. Μόνο η στρατηγική για λύση νομιμοποιεί την αξίωση για διεθνοποίηση.
Και τα ενεργά πεδία διεθνοποίησης του Κυπριακού, σήμερα, είναι ο ΟΗΕ και η Ε.Ε., με τη σημερινή, μη ιδανική κατάσταση που βρίσκονται, αλλά και με τους εσωτερικούς μηχανισμούς σκληρών διαπραγματεύσεων και συσχετισμών που κυριαρχούν.
Και εδώ είναι ένα επίσης καίριο ζήτημα, που πρέπει να αποσαφηνιστεί.
Εάν απορρίπτονται ο ΟΗΕ και η Ε.Ε., ως πεδία διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης, τότε διεθνοποίηση στο κενό, δεν νοείται ούτε έχει αποτέλεσμα η ενεργοποίηση της διεθνής κοινής γνώμης, ως πολιτική πίεση για τη διασφάλιση δικαιωμάτων και την άρση αδικιών.
Στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, επικρίναμε κι επικαλεστήκαμε τον ΟΗΕ, καταγγείλαμε κυβερνήσεις, αλλά και χρησιμοποιήσαμε θεσμούς της Ε.Ε. για να διεκδικήσουμε μια νέα αντίληψη για τη διεθνή κοινότητα, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της, που θα αντιμετωπίσουν τους κινδύνους από την ηγεμονία του δόγματος Μπους, για τη μονομερή στρατηγική των ΗΠΑ.
Το Κυπριακό, ως διεθνές πρόβλημα βρέθηκε για χρόνια στο ράφι. Αποτέλεσε θέμα πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών, με την έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν πολιτικό και διπλωματικό πλεονέκτημα της Κυπριακής και Ελληνικής πλευράς, που κατέληξαν στην απόφαση να μετέχει η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή διεύρυνση. Θα είναι αντιφατικό και παράδοξο η πλευρά της Κύπρου να αναδιπλωθεί, ενώ η Τουρκία δια του Ερντογάν μετατοπίστηκε από την επίσημη θέση ότι το Κυπριακό λύθηκε το 1974 κι ενέταξε το πρόβλημα ως οργανικό μέρος των ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων, αναβαθμίζοντας έναντι του Ντεκτάς την Τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση.
Θα πρέπει να επισημάνουμε τα αυτονόητα:
Η διεθνής πολιτική λύση δεν θα επαναφέρει τα πράγματα στην προ του 1974 ούτε θα ανατρέπει τις συνέπειες μιας πολεμικής τραγωδίας. Δεν θα υποβιβάζει το ρόλο των Τουρκοκυπρίων, ούτε θα δημιουργεί δεύτερο ελληνικό κράτος, ούτε θα οδηγεί στην απομόνωση της Τουρκίας.
Την επιλογή της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. από την αρχή τη στηρίξαμε, εκτιμώντας ότι η ενταξιακή πορεία θα λειτουργούσε ως καταλύτης και για την λύση του προβλήματος. Δηλαδή, πάντα στη δική μας λογική, η ενταξιακή πορεία και η ένταξη συνδεόντουσαν οργανικά με το στόχο της λύσης. Ήταν, όμως, απολύτως βέβαιο ότι όταν θα έφτανε η ώρα ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε., θα αυξάνονταν οι πιέσεις για επίλυση του πολιτικού προβλήματος και ότι αυτές οι πιέσεις θα ασκούνταν κυρίως στην ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά, ότι αυτές οι πιέσεις θα είχαν μονομερή χαρακτήρα.
Όποιος πίστευε στ αλήθεια, ότι δεν θα επιχειρούνταν η εξισορρόπηση της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. με μια πολιτική λύση, που θα εξασφάλιζε και τα τουρκοκυπριακά και τουρκικά συμφέροντα, επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι ήταν μάλλον αφελής.
Από τη δική μας πλευρά το επισημάναμε αυτό διαρκώς και εφιστούσαμε την προσοχή. Γι αυτό και στις 10 Δεκεμβρίου του 1999 μετά το Ελσίνκι, που κατ αρχήν το εκτιμούσαμε ως θετικό βήμα δηλώναμε «δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος για ωραιοποιήσεις, υπερβολικούς τόνους και θριαμβολογίες που επιβάλλονται από προεκλογικές σκοπιμότητες, άλλωστε τα προβλήματα στην Κύπρο και το Αιγαίο παραμένουν ανοιχτά και θα χρειαστούν πολύς χρόνος και μεγάλες προσπάθειες ακόμα για την επίλυσή τους.». Με το ίδιο σκεπτικό, αλλά και για γενικότερους λόγους, ταχθήκαμε υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας. Παράλληλα με την επιμονή μας να παραμείνει το Κυπριακό στα πλαίσια του ΟΗΕ και να αξιοποιηθεί η ενταξιακή πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Συνασπισμός θεωρούσε πάντοτε εκ των ων ουκ άνευ, για μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού, την επανένωση του νησιού, την άρση των διχοτομικών τετελεσμένων, την επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων. Και προς αυτή την κατεύθυνση αναπτύξαμε πρωτοβουλίες σε συνεργασία με αριστερές δυνάμεις, τόσο των ελληνοκυπρίων όσο και των τουρκοκυπρίων και έχουμε για μια δεκαετία οργανικές σχέσεις ανταλλαγής απόψεων και κοινών δράσεων και με τουρκοκυπριακά κόμματα που αντιπολιτεύονται το καθεστώς Ντεκτάς.
Εδώ και ενάμιση χρόνο στο επίκεντρο των πρωτοβουλιών για τη λύση του Κυπριακού βρίσκεται το σχέδιο Ανάν, το οποίο, να μη το αφαιρούμαι από τη συζήτησή μας, το αποδέχθηκε ομόφωνα το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου, ως βάση για διαπραγμάτευση. Αντίστοιχη ήταν και η δική μας θέση από την αρχή.
Υπάρχει ένα θέμα, το οποίο δεν μπορεί κανένας να το προσπεράσει. Τι έγινε πράγματι στη Νέα Υόρκη και τι στη Λουκέρνη. Η θέση η δική μας είναι, ότι έγιναν λάθη. Για να μην χρεωθεί η ελληνοκυπριακή και η ελληνική πλευρά το βάρος μιας αρνητικής και αδιάλλακτης στάσης, υπερεκτίμησαν τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η προοπτική άμεσης ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. και υπολόγισαν λάθος την περίπτωση του Ντενκτάς και δεν εκτίμησαν την απόφαση της ʼγκυρας και του Ερντογάν για σύνδεση του Κυπριακού με την τουρκική ένταξη στην Ε.Ε.
Στις 13.12.2003 μετά από τη συνάντηση με τον τότε Υπουργό Εξωτερικών τον κ. Γιαννίτση είπα, ότι «η Ελλάδα και Κύπρος πιέζονται, κυρίως από τις ΗΠΑ να αποδεχτούν, ότι για δεκαετίες αρνιούνταν. Τη μετατροπή του Κυπριακού σε διμερή ελληνοτουρκική διαφορά, που θα επιλυθεί με επιδιαιτησία. Για μας το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα, εισβολής και κατοχής, που αφορά πρωτίστως τον ΟΗΕ και ταυτόχρονα είναι θέμα ευρωπαϊκό με δεδομένη την απόφαση για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Απ αυτές τις δυο θέσεις δεν μπορεί να πάει πίσω καμιά ελληνική κυβέρνηση.»
Οι κρισιμότητα των εξελίξεων που ακολούθησαν και όσες βρίσκονται μπροστά μας με αναγκάζει να κάνω την παρατήρηση, ότι η καθοριστική αυτή εξέλιξη, η τελευταία κρίσιμη φάση, συνέπεσε με προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα που δεν γνωρίζω ποιοι πραγματικοί λόγοι το επέβαλαν.
Ισχυρίζονται πολλοί ότι πρέπει να περιμένουμε να ενταχθεί πρώτα η Κύπρος στην Ε.Ε. και μετά από καλύτερες θέσεις να διαπραγματευτούμε τη λύση.
Θεωρώ ότι σ'αυτήν την άποψη κρύβεται μια από τις αιτίες των κακών χειρισμών που έγιναν από την Κυπριακή και την Ελληνική κυβέρνηση.
Ο εγκλωβισμός στη συζήτηση για τον ικανοποιητικό ή μη χαρακτήρα του σχεδίου και η πόλωση στην αντιπαράθεση του ΟΧΙ και του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, δεν απαντά στο σοβαρότερο ζήτημα:
- Ποια στρατηγική και ποιες πολιτικές θα υλοποιήσουν και πώς την επιλογή είτε του ΝΑΙ, είτε του ΟΧΙ. Γιατί θα είναι δύσκολη η απαγκίστρωση αυτών που λένε «τώρα όχι, επιδιώκουμε μετά το καλύτερο». Όπως επίσης κι αυτών που λένε «ή τώρα ή καμμία λύση».
Και προς όσους υπεραμύνονται του όχι θα έλεγα ότι ευκαιρίες και συγκυρίες κατά παραγγελία δεν υπάρχουν. Αλλά και προς όσους ανεπιφύλακτα προβάλλουν το ναι θα έλεγα ότι η λογική της τελευταίας ευκαιρίας δεν είναι πολιτικός μονόδρομος.
'Ολοι όσοι σήμερα συμφωνούν στο σχέδιο Ανάν - ΟΗΕ, Ε.Ε., ΗΠΑ, Τουρκία- ξέρουν πολύ καλά τι πλεονεκτήματα δίνει η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Είναι, όμως, απολύτως βέβαιο ότι δεν θα αλλάξουν άποψη για το ποια ισορροπία πρέπει να εξασφαλίζει η λύση. Επομένως, όποιος δεν καταλαβαίνει ότι θα φροντίσουν να ενισχύουν και την τουρκοκυπριακή πλευρά, όσο ακριβώς χρειάζεται για να εξισορροπήσει το ελληνοκυπριακό πλεονέκτημα της ένταξης, κάνουν πολύ μεγάλο λάθος.
Βεβαίως δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποδειχθεί στην πράξη αυτό τους το λάθος. Μπορούμε να το εκτιμήσουμε από τα διδάγματα της μέχρι σήμερα πορείας και να το αποφύγουμε.
4. Το τέταρτο σημείο που πρέπει να εξετάσουμε είναι αυτό καθαυτό το σχέδιο Ανάν.
Είναι απολύτως κατανοητά τα ερωτήματα και αναγκαίες οι επισημάνσεις των προβλημάτων, που έχει το σχέδιο ΑΝΑΝ. Κάθε νομικοπολιτικό θεσμικό κείμενο αποκτά τον πραγματικό του χαρακτήρα από το πώς και με ποιες ρυθμίσεις εφαρμόζεται. Αριστες νομοτεχνικές περιγραφές οδηγούν σε πολιτικές κι αυταρχικές στρεβλώσεις. Αλλά και εκ κατασκευής στρεβλώσεις ενέχουν κινδύνους.
Εδώ οι δυσκολίες είναι ορατές και εντοπισμένες. Τα κενά και οι εμπλοκές μπορούν να λυθούν μέσα στα πολιτικά και θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Με δεδομένο ότι η συμβιβαστική λύση γίνεται στο έδαφος μιας τριαντάχρονης στρατιωτικής κατοχής και δεν μπορεί να έχει ελληνική ηγεμονική σφραγίδα, το ερώτημα είναι εάν αυτός ο συμβιβασμός ανατρέπει το καθεστώς διχοτόμησης ή το διαιωνίζει. Είναι καθοριστικής σημασίας μια διπλή δυνατότητα και δυναμική:
Η Κύπρος με τη μια διεθνή οντότητα επανενωμένη κι ενταγμένη στην ΕΕ, μπορεί να αναπτύξει το ρόλο της και να διαδραματίσει τη συμβολή της ως ισότιμο κι όχι ακρωτηριασμένο κράτος μέλος. Και παραλλήλως, σε συνθήκες ανοιχτής και όχι διαμελισμένης κοινωνίας, να αναπτύξουν οι ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι την κοινωνική και οικονομική τους όσμωση, τον πολιτισμικό και πολιτικό αλληλοπροσδιορισμό, με κοινές πρωτοβουλίες, συνεργασίες και κοινά σχήματα.
Εδώ σας προτείνω να υιοθετήσουμε την εκτίμηση που κάνει για την ουσία του σχεδίου το ΑΚΕΛ.
« βρίσκεται μπροστά σε ένα σχέδιο που τα θετικά του στοιχεία με την πιθανή αποδοχή του, θα μπορούσαν παρά τους κινδύνους, να δημιουργήσουν ελπιδοφόρα προοπτική για ειρηνική συμβίωση ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Το ΑΚΕΛ δε συμμερίζεται εκτιμήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας σχετικά με πρόνοιες του σχεδίου Ανάν και ιδιαίτερα με την εκτίμηση ότι αυτό «δεν καταλύει τη ντε φάκτο διχοτόμηση, αλλά αντίθετα τη νομιμοποιεί και τηην εμβαθύνει». Η ηγεσία του κόμματος θα αναπτύξει διάλογο με τον Πρόεδρο σ'αυτά τα ζητήματα στα πλαίσια της συνεργασίας μας.
Η Κ.Ε. διαπιστώνει πως η κατάσταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό μέτωπο οδηγεί στην απόρριψη του σχεδίου, ακόμα και ως βάση για διαπραγμάτευση, πράγμα που ενισχύει τον εθνικισμό - σοβινισμό και μειώνει τις δυνατότητες βελτίωσης του σχεδίου κυρίως στα θέματα που άπτονται της ασφάλειας και της σιγουριάς στην εφαρμογή του.
Εμείς ως ΣΥΝ είχαμε αποδεχτεί το πρώτο σχέδιο Ανάν ως βάση διαπραγμάτευσης και στηρίξαμε τις κινήσεις του εθνικού Συμβουλίου.
Το τελικό σχέδιο είναι βελτιωμένο. Όμως παρά ταύτα θεωρώ ότι υπήρξαν και λάθη στη διαπραγμάτευση που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή δεν έχει νόημα μια αναλυτική παράθεση λανθασμένων κινήσεων. Όμως επιβάλλεται να γίνει μία και μόνη αναφορά στη συμφωνία της Ν. Υόρκης.
Τη συνάντηση της Ν. Υόρκης την προκάλεσε με επιστολή του ο Κύπριος Πρόεδρος κ. Παπαδόπουλος.
Κατά την εκτίμησή μου δεν είχε κανένα λόγο σ'αυτή τη συνάντηση να δεσμευτεί στη συγκεκριμένη διαδικασία με την οποία οδηγηθήκαμε στα δημοψηφίσματα
Δηλαδή έπρεπε να επιμείνει ότι στα δημοψηφίσματα θα ετίθετο κείμενο συμπεφωνημένης λύσης και μόνον.
Δυστυχώς όμως τόσο ο Κύπριος πρόεδρος όσο και η τότε ελληνική κυβέρνηση υπολόγισαν λάθος τη στάση και της Τουρκίας και του κ. Ανάν. Και έτσι οδηγηθήκαμε σε μια διαδικασία που δεν είχαμε κανέναν λόγο να αποδεχτούμε.
5. Τέλος, συντρόφισσες και σύντροφοι, υπάρχει ένα θέμα πολιτικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί και οφείλουμε να εκτιμήσουμε.
Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, κυρίως, έχει διαμορφωθεί ένα αρνητικό κλίμα για το σχέδιο Ανάν και για την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος με βάση αυτό.
Αυτό το κλίμα οφείλεται σε ελλειπή ενημέρωση, οφείλεται στην εικόνα που εξέπεμψαν τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή ηγεσία από την Λουκέρνη, οφείλεται στη θέση που ανέπτυξε με το διάγγελμά του ο Κύπριος πρόεδρος κ. Παπαδόπουλος.
Η θέση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι «παρέλαβε Κράτος και δεν θα παραδώσει κοινότητα», ανατρέπει όλη τη στρατηγική της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και ακυρώνει όλες τις μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεις. Είναι μια άλλη στάση, που θέλει τη διατήρηση του σημερινού κράτους, αποσιωπώντας ότι αυτό είναι ακρωτηριασμένο και εν μέρει κατεχόμενο.
Οφείλεται όμως και σε βαθύτερους ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους.
Ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης καις την Κύπρο και στην Ελλάδα θεωρεί αδύνατη τη συμβίωση των δύο κοινοτήτων και ζητά να εγκαταλειφθεί η βάση της δικοινοτικής - διζωνικής ομοσπονδίας.
Αυτά τα θέματα πρέπει να συζητηθούν ανοιχτά και σοβαρά τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο.
Βεβαίως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα είναι σεβαστό. Όμως μέχρι τότε πρέπει να γίνει σοβαρή συζήτηση.
Από αυτή τη σκοπιά η πρόταση του ΑΚΕΛ για αναβολή των δημοψηφισμάτων προκειμένου να γίνει πιο διεξοδική συζήτηση και ενημέρωση είναι θετική. και θα έπρεπε η ελληνική κυβέρνηση να κινηθεί δραστήρια για την υποστήριξή της.
Δυστυχώς η κυβέρνηση αντέδρασε με έναν τρόπο αδιάφορο.
Πιστεύω όμως ότι υπάρχει ακόμα χρόνος.
Σε ότι μας αφορά θα πρέπει να οργανώσουμε σε όλη την Ελλάδα συζητήσεις για το θέμα και κυρίως θα πρέπει να αναδείξουμε τις πλευρές που αφορούν τη συνολική οπτική της Αριστεράς για το θέμα.
Ο ΣΥΝ έχει πρωτοπόρα ασχοληθεί εδώ και χρόνια και έχει πάρει πρωτοβουλίες.
Είμαστε το μόνο κόμμα που ανέπτυξε δεσμούς με τα κόμματα της Τουρκοκυπριακής Αριστεράς και μελέτησε επίσης πολύ σοβαρά τις αναλύσεις του ΑΚΕΛ για το Κυπριακό και τη λύση του.
Απ'αυτά κανένας καιροσκοπισμός δεν μπορεί να μας κάνει να παρεκκλίνουμε.
Η εμπειρία του Μακεδονικού προβλήματος διδάσκει πως το πολιτικό κλίμα μπορεί να διαμορφώνεται συγκυριακά προς κάποιες κατευθύνσεις όμως τελικά η ορθότητα των απόψεων αναδεικνύεται και γίνεται κατανοητή.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Συνοψίζω:
Αρνητικά: Δεν θέλουμε τη διαιώνιση του διαμελισμού της Κύπρου.
Θετικά: Θέλουμε λύση επανένωσης κι όχι παγίωσης της διχοτόμησης.
Αρνητικά: Δεν μας εκφράζει η μη λύση.
Θετικά: Θέλουμε διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.
Αρνητικά: Δεν απορρίπτουμε τη διεθνοποίηση του Κυπριακού πρωτίστως στον ΟΗΕ, αλλά και στην Ε.Ε.
Θετικά: Επιδιώκουμε την αξιοποίηση της ένταξης για τη βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού, για να αυτοπροσδιοριστεί σε κοινωνικά και θεσμικά πλαίσια η επαναπροσέγγιση και ασφαλής συνύπαρξη ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.
Γι αυτό και προτείνω να αποφασίσουμε:
- Εμμονή στην πολιτική επανένωσης του νησιού κι επαναπροσέγγισης των κοινοτήτων.
- Το σχέδιο Ανάν, παρά τα προβλήματα, εξασφαλίζει την προοπτική συνύπαρξης των κοινοτήτων και ειρηνικής ολοκλήρωσης της κυπριακής διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
- Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πάρει κάθε πρωτοβουλία για να μη ματαιωθεί αυτή η προοπτική. Να αξιοποιήσει την πρόταση του ΑΚΕΛ και τη διεθνή κινητικότητα για προσδιορισμένη αναβολή των δημοψηφισμάτων.
Αυτά τα σημεία τίθενται στην κρίση της ΚΠΕ με την απαραίτητη προσθήκη ότι ο ΣΥΝ θα συνεχίσει τις πρωτοβουλίες του, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων για επίλυση του Κυπριακού. Θα συνεχίσουμε να είμαστε αλληλέγγυοι με το λαό της Κύπρου και προς αυτή την κατεύθυνση θα αξιοποιήσουμε όλα τα Ευρωπαϊκά και τα διεθνή fora όπως κάναμε και μέχρι τώρα. Θα συνεχίσουμε ιδιαίτερα να στηρίζουμε τις πρωτοβουλίες επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων πιστεύοντας ακράδαντα ότι όποια λύση κι αν δοθεί θα είναι βιώσιμη κυρίως αν τη στηρίξουν οι πολίτες και τα κινήματά τους.
Επίσης, συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν πρέπει να υποτιμάμε τη μεγάλη διεθνή σημασία μιας λύσης του Κυπριακού για την ειρήνη στο κρίσιμο σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου. Σε μια περίοδο που η Μέση Ανατολή φλέγεται και ο Ιρακινός και ο Παλαιστινιακός λαός ματώνουν, σε μια στιγμή που αναπτύσσονται θεωρίες για τη σύγκρουση των πολιτισμών και ενισχύονται οι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί, η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει μια ελπίδα για την ειρήνη και τη συνύπαρξη ανθρώπων διαφορετικής εθνικής και θρησκευτικής προέλευσης.
Στον αγώνα για μια άλλη Ευρώπη της ειρήνης που θέλουμε να οικοδομήσουμε, με μια νέα σχέση με τον τρίτο κόσμο, η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει σημαντική γέφυρα. Και από την άποψη αυτή θα αγωνιστούμε για αιτήματα πέρα και από το σχέδιο Ανάν.
Αθήνα, 14/04/2004