8 Νοεμβρίου 2004
Ομιλία του Προέδρου του Συνασπισμού Ν.Κωνσταντόπουλου στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση της Βουλής με θέμα:
"Η πορεία της Παιδείας και οι επιβαλλόμενες προσαρμογές στα ευρωπαϊκά δεδομένα"
Συζήτηση για την Παιδεία σήμερα σημαίνει, συζήτηση για την Ελλάδα του 21ου αιώνα και την αλήθεια της.
Η Ελλάδα που ξέρει τον εαυτό της κι όχι η Ελλάδα που ακκίζεται μπροστά στον καθρέφτη της, πρέπει να μας ενδιαφέρει. Μας χρειάζεται η Ελλάδα που παλεύει τις ελλείψεις της και τις αντιφάσεις της κι όχι η Ελλάδα που φορτώνεται πανοπλίες από ρητορείες και δημαγωγίες, για να ξεγελιέται η ίδια και να ξεγελάει την πραγματικότητα.
Η σημερινή πραγματικότητα, η Ελλάδα του 2004, από ποιες αξίες, ποιες κοινωνικές λειτουργίες και ποιες θεσμικές ή εξωθεσμικές - πολιτικές πρακτικές προσδιορίζεται; Ποιες είναι οι δυναμικές τάσεις και ποιες οι αντινομίες στον ελληνικό δημόσιο χώρο και στα δρώμενα επί σκηνής του;
Η πρωτοβουλία των ΗΠΑ, την επομένη της επανεκλογής του κ. Μπους να αναγνωρίσουν μονομερώς την FYROM με το συνταγματικό της νόημα, δεν αντιμετωπίζεται με πολιτικής και κομματική όξυνση ούτε με εθνικιστικές δημαγωγίες.
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ευθύνονται για την αρνητική εξέλιξη. Αιτία, επίσης, είναι η πολιτική των ΗΠΑ, που βλέπει στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, πεδίο ανταγωνισμού προς την Ε.Ε.
Η κίνηση των ΗΠΑ είναι αρνητική και επικίνδυνη. Δεν είναι μία τυχαία και αθώα κίνηση. Όμως, ούτε οι αποφάσεις του ΟΗΕ, ούτε η στάση της Ε.Ε. είναι μικρής σημασίας, καθώς η αντιπαράθεση ΗΠΑ - Ε.Ε. στην περιοχή, θα επηρεάσει τη στρατηγική όλων των χωρών. Τη μέγιστη σημασία έχει η δική μας στρατηγική.
Στο θέμα της FYROM από την αρχή έγινε καθοριστικό λάθος. Η λογική του κομματικού οφέλους και τα παιχνίδια με τον εθνικό συναισθηματισμό να μην οδηγήσουν σε παρόμοια λάθη. Να επιδιώξουμε μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα εθνικά συμφέρουσα λύση. Ο Συνασπισμός εγκαίρως υποστήριξε τη σύνθετη ονομασία και την ανάγκη να αλλάξει η απόφαση του τότε Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.
Μια αξιόπιστη και χρήσιμη εθνική στρατηγική αναγνωρίζει ότι η σταθεροποίηση της FYROM έχει μεγάλη σημασία για ολόκληρη την περιοχή. Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από τη FYROM. Η Ελλάδα θα διατρέξει κινδύνους από μίαν αποσταθεροποίηση της περιοχής, από αλλαγές συνόρων και ύστερους εθνικισμούς στην περιοχή.
Μέσα σ αυτές τις συνθήκες επιβάλλεται να να κατανοήσουμε τι γίνεται στον κόσμο, να συνειδητοποιήσουμε τι συντελείται στην ελληνική κοινωνία, ποιοι θεσμοί παράγουν και ποιοι μηχανισμοί διαχειρίζονται πολιτικές για την παιδεία, τον πολιτισμό, την συλλογική πνευματική δημιουργία, την πολιτική λειτουργία και την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Η σχέση μας με τη ζωή, η σχέση μας με τον κόσμο, αρχαίο, σημερινό και μελλούμενο, η σχέση μας με την ανάπτυξη, το περιβάλλον και τον πολιτισμό, είναι σχέση Παιδείας.
Και σήμερα, δυστυχώς, όπως και χθες, κανείς δεν είναι ευχαριστημένος, από την κατάσταση που επικρατεί στην Παιδεία, την Εκπαίδευση, το Ελληνικό Σχολείο και Πανεπιστήμιο.
Και σήμερα, όπως και χθες, διαμαρτύρονται η ΟΛΜΕ, η ΔΟΕ, οι Πανεπιστημιακοί, οι γονείς, οι μαθητές, οι φοιτητές.
Στο πολιτικό ερώτημα «γιατί», δεν χωράνε πια οι παραταξιακές και κομματικές δημαγωγίες. Επιβάλλεται να μετατοπισθεί το πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, από το παρελθόν στο μέλλον. Αυτή είναι η πρόκληση για όλους: από το μοίρασμα της ευθύνης για το χθες, στο μέρισμα προοδευτικής εξέλιξης για το αύριο.
Η Παιδεία στην Ελλάδα του 2004 παραμένει ο μεγάλος ασθενής και το μόνιμο πειραματόζωο. Είναι εγκληματικό να συνεχίζεται ο ανταγωνισμός πάνω στο σκέλεθρό της. Όπως ισοδυναμεί με εθνικό έγκλημα να προβλέπονται οι χαμηλές δαπάνες που προβλέπονται για την Παιδεία, την Έρευνα και τον πολιτισμό, σ'όλους τους προϋπολογισμούς της μεταπολίτευσης.
Ένα κουρασμένο, αναχρονιστικό, συντεχνιακό και πελατειακό, έναντι των κυβερνητικών κομματισμών, εκπαιδευτικό σύστημα, δεν επιταχύνει τον βηματισμό της χώρας προς το μέλλον. Μένει πίσω, ασθμαίνοντας. Χάνει τις εξελίξεις στην Ευρώπη, στον κόσμο, στις τεχνοεπιστήμες, που τρέχουν με πιο γρήγορο ρυθμό από το ρυθμό που λειτουργούν οι κρατικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές δομές στην Ελλάδα.
Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης σπατάλησαν οι κυβερνητικές πολιτικές χρόνο, χρήμα και δυνάμεις στην ανακύκλωση του εξεταστικού προβλήματος, όταν άλλες χώρες επαναπροσανατόλιζαν κι αναδιάρθρωναν το εκπαιδευτικό τους σύστημα.
Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης προσκολλημένη στη μονοδιάστατη οικονομία των έργων, έχανε το τραίνο για την οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για τα «πως» και τα «γιατί» το εκπαιδευτικό μας σύστημα νοσεί.
Να πούμε με πολιτική ειλικρίνεια και γενναιότητα τι πρέπει και τι θέλουμε να κάνουμε από δω και πέρα, αφήνοντας πίσω μας, ψευδώνυμες ρητορείες περί μεταρρυθμίσεων κι ενοχλητικές σπατάλες ανεκτίμητων πόρων από τα πακέτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υστέρημα του ελληνικού λαού.
Στον τομέα της Παιδείας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος, δεν μπορεί να εξακολουθούμε να πορευόμαστε με ανορθολογισμούς και τη νοοτροπία «χύμα στο κύμα κι όπου μας πάει», που λένε στο χωριό μου.
Κι επειδή γνωρίζω τις δυσκολίες, αφού στο βάθος του το εκπαιδευτικό πρόβλημα είναι κατ'εξοχήν πολιτικό και ιδεολογικό πρόβλημα, πιστεύω ότι αν δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια προωθημένη συμφωνία, μπορούμε να συμπέσουμε στα αναγκαία ελάχιστα, που θα επιτρέψουν να ανοίξουμε περπατησιά προς το μέλλον.
Και σ'αυτά τα ελάχιστα περιλαμβάνονται:
Το έλλειμμα στρατηγικής για την παιδεία, το έλλειμμα πολιτιστικής στρατηγικής είναι καθοριστικό για το παρόν και το μέλλον, περισσότερο καθοριστικό από όλα τα άλλα ελλείμματα. Η αδιαφορία μας γι'αυτό το έλλειμμα θα είναι εγκληματική, εάν συνεχιστεί. Η άκριτη προσχώρηση στις λογικές των αποφάσεων Μπολώνιας και Βερολίνου δεν καλύπτει το έλλειμμα εκπαιδευτικής στρατηγικής για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Στο βαθμό που η εκπαίδευσή μας υπολειτουργεί υπονομεύεται η ευρωστία και η αποτελεσματικότητα βασικών τομέων της σύγχρονης κοινωνίας, υπονομεύεται το ίδιο το μέλλον της κοινωνίας μας. Παράλληλα όμως ισχύει και το αντίστροφο: Οι δυσλειτουργίες στους διάφορους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, ασκούν άμεση, αρνητική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στη χώρα μας.
Συνέπειες της όλης νοσηρής κατάστασης είναι η συνεχής υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, τα απαράδεκτα για σύγχρονη, προηγμένη κοινωνία ποσοστά διαρροής από την υποχρεωτική εκπαίδευση, η αδιαφορία των μαθητών για τη μόρφωση, η όξυνση των αντιθέσεων και των συγκρούσεων γύρω από τα ζητήματα της εκπαίδευσης, μέσα και έξω από το σχολείο, η ανεργία των νέων κ.λπ.
Ιδιαίτερα στα γεωγραφικώς απομονωμένα και δυσπρόσιτα σχολεία, καθώς και στα σχολεία των υποβαθμισμένων συνοικιών στα μεγάλα αστικά κέντρα, που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού, η κατάσταση είναι τραγική. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να αναπαράγει και να ενισχύει τις μορφωτικές ανισότητες, δημιουργώντας έτσι άνισους όρους στη συμμετοχή των πολιτών στα κοινωνικά αγαθά.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Ετήσια κενά α'και β'εκπαίδευσης 6-12.000 άτομα.
Το 20% του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ είναι συμβασιούχοι (και μάλιστα όταν καθυστερούν οι συμβάσεις, καθυστερούν και οι πληρωμές για ένα και δύο χρόνια).
6.500 εκπαιδευτικοί στα ΤΕΙ απασχολούνται ως έκτακτοι και καλύπτουν από 40% έως 70% των αναγκών αναλόγως σε κάθε ΤΕΙ.
Οι ετήσιες οικογενειακές δαπάνες για κάλυψη εξωσχολικών (αλλά εκπαιδευτικών) δραστηριοτήτων, καταλαμβάνουν σταθερά από 10% έως 30% του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος.
20.000 εκπαιδευτικοί είναι σήμερα απλήρωτοι, από έλλειψη κονδυλίων 56 εκ. Ευρώ, για την ενισχυτική διδασκαλία και για το ολοήμερο σχολείο.
Η Ελλάδα με 0,6% δαπανών για έρευνα, είναι η τελευταία στην Ε.Ε. σε δημόσιες δαπάνες έρευνας.
Στην Ελλάδα κανείς δεν γνωρίζει τους προϋπολογισμούς των ΑΕΙ- ΤΕΙ. Δεν υπάρχει καμία διαφάνεια στην κατανομή της δημόσιας δαπάνης ανά ΑΕΙ - ΤΕΙ, καθώς και στα κριτήρια με τα οποία δίνονται τόσο η τακτική, όσο και οι έκτακτες και οι ερευνητικές (από κονδύλια της Γ.Γ. Έρευνας Τεχνολογίας) χρηματοδοτήσεις.
Η σχολική διαρροή μαθητών από την εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι 10% ετησίως και είναι από τις υψηλότερες στην Ε.Ε.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση, κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (50%), αφού δαπανά μόλις 40,7% του μέσου ευρωπαϊκού όρου ανά φοιτητή. Οι φοιτητές αυξάνονται, αλλά οι δημόσιες δαπάνες, για κάθε φοιτητή της Ανώτατης Εκπαίδευσης, μειώνονται δραματικά.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε. στις φοιτητικές και σπουδαστικές εστίες, καλύπτοντας μόλις το 7,5% του συνόλου των φοιτητών και σπουδαστών.
Η ανεργία αποφοίτων γ'βάθμιας εκπαίδευσης, είναι στην Ελλάδα 29% έναντι 13% στην Ε.Ε.
Η απορροφητικότητα του προγράμματος εκπαίδευσης και αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης, δύο χρόνια πριν την ολοκλήρωσή του, είναι μόλις 34% του Γ' ΚΠΣ.
Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο δείκτη αναλογίας ηλεκτρονικών υπολογιστών ανά μαθητή στην Ε.Ε., που σημαίνει απειλή πληροφοριακού αναλφαβητισμού.
Σοβαρά προβλήματα ταλανίζουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, αν και βρισκόμαστε ήδη στα μέσα του Νοέμβρη.
Οι εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων στο Ολοήμερο Δημοτικό αδυνατούν να εφαρμόσουν οποιοδήποτε πρόγραμμα, αφού αναγκάζονται να καλύψουν το ωράριό τους ακόμα και σε πέντε σχολεία.
Ένα τέτοιο, «Ολοήμερο σχολείο», περιορίζεται στο να αντιμετωπίζει φθηνά την κοινωνική ανάγκη φύλαξης των μαθητών των εργαζόμενων γονέων.
Η υποταγή του Ενιαίου Λυκείου στις εξεταστικές διαδικασίες για την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ακύρωσε το μορφωτικό ρόλο του Λυκείου και το μετέτρεψε σε ένα συνεχή εξεταστικό Μαραθώνιο, με σοβαρές συνέπειες τόσο για τη μορφωτική αυτονομία και το μορφωτικό αποτέλεσμα του Λυκείου όσο και για τη σωματική και ψυχική υγεία των μαθητών και μαθητριών.
Το σχολικό πρόγραμμα παραμένει σταθερά εγκλωβισμένο ανάμεσα στις παραδοσιακές αντιλήψεις και σε ένα φραστικό εκσυγχρονισμό, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων του σήμερα.
Στη χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το δίκτυο της τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης έχει κρατηθεί υποβαθμισμένο και σε μεγάλο βαθμό παραμένει αναξιόπιστο. Η οργάνωση του Εθνικού Συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης - Κατάρτισης και των ΙΕΚ, με τον τρόπο που έγινε και λειτουργεί, δημιούργησε και άλλα προβλήματα και διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στη γενική και την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.
Οι πιο στοιχειώδεις προϋποθέσεις για τη λειτουργία των σχολείων, των οποίων η κάλυψη σε άλλες χώρες θεωρείται αυτονόητη και υπόθεση ρουτίνας, στην καθ ημάς μετα-ολυμπιακή Ελλάδα των μεγαλεπήβολων οραματισμών και της πεζής καθημερινότητας, αποτελούν κάθε χρόνο εναγώνιο ζητούμενο της τελευταίας στιγμής.
Οι διπλοβάρδιες εξακολουθούν να κυριαρχούν σε μεγάλα αστικά κέντρα.
Αναγνωρίσαμε την ανάγκη ίδρυσης ολοήμερου σχολείου και διεκδικήσαμε με αγώνες από την Πολιτεία τη θεσμοθέτησή του, τόσο για την παροχή μιας αναβαθμισμένης εκπαίδευσης σε όλα τα παιδιά όσο και για διευκόλυνση της εργαζόμενης οικογένειας, χωρίς να τους υποχρεώνει να στρέφονται στα φροντιστήρια και στην ιδιωτική πρωτοβουλία για τις ξένες γλώσσες, τη μουσική, το χορό ή την ενισχυτική διδασκαλία όταν συναντούν δυσκολίες.
Οι διαβλητές διαδικασίες ορισμού των προσωρινών στελεχών της εκπαίδευσης δείχνουν, για μια ακόμη φορά ότι ο διοικητικός μηχανισμός της εκπαίδευσης, πάντα αντιμετωπίζεται ως κυβερνητικό κτήμα.
Και εφέτος θα κληθούν οι γονείς να ξοδέψουν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Στα φροντιστήρια, πρέπει να προστεθεί και η στέγαση των φοιτητών, που είναι δυσβάστακτη υπόθεση για τη μέση ελληνική οικογένεια.
Η εφαρμογή αντισταθμιστικών εκπαιδευτικών πολιτικών υπέρ των πιο υποβαθμισμένων κοινωνικών στρωμάτων δεν συζητείται ούτε προωθείται. Κυρίως όμως δεσπόζει μια εκπαιδευτική πολιτική νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, που επιτείνει και οξύνει τις ανισότητες στον τομέα της μόρφωσης. Το φάσμα της ολοένα εντεινόμενης ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της είναι παραπάνω από ορατό.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Θεωρούμε τη γενική μόρφωση και την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση ως αδιάσπαστη ενότητα, που υπερβαίνει τον τεχνητό διαχωρισμό της γνώσης, σε καθαρά θεωρητικού χαρακτήρα από τη μια, και σε τεχνικού - πρακτικού χαρακτήρα από την άλλη.
Ζητάμε άμεση έναρξη διαλόγου με τους αρμόδιους φορείς και τις πολιτικές δυνάμεις, για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου για την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες. Συλλογικά όργανα, όπως είναι το ΕΣΥΠ, μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν, αλλά και να θεσμοθετηθούν νέα, πιο ευέλικτα και αποτελεσματικά, για να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Η μέχρι σήμερα εμπειρία είναι απογοητευτική.
Βασικός άξονας αυτής της μεταρρύθμισης που προτείνουμε είναι μια ενιαία δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση (στην οποία πρέπει να προστεθεί και η προσχολική), ποιοτικά αναβαθμισμένη, που θα παρέχεται ως δημόσιο αγαθό σε όλους, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο επαναφέρουμε στο δημόσιο διάλογο τις προτάσεις μας για τις εξής διεκδικήσεις μας:
Ολοήμερο σχολείο σωστά οργανωμένο και εξοπλισμένο, που θα παρέχει πολύπλευρη μόρφωση σε όλα τα παιδιά, και θα αντισταθμίζει με συγκεκριμένα μέτρα τις όποιες δυσκολίες θα συναντά κάθε παιδί, ανάλογα με τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Αναβάθμιση των προγραμμάτων της υποχρεωτικής και της λυκειακής εκπαίδευσης. Να αναβαθμιστούν οι κοινωνικές σπουδές, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, η εκπαίδευση στην ισότητα, την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η αγωγή υγείας, η μουσική, η άθληση. Ιδιαίτερη σημασία να δοθεί στην αντιρατσιστική και διαπολιτισμική εκπαίδευση και στην υπέρβαση των εθνικιστικών στερεοτύπων.
Πραγματικά Ενιαίο Λύκειο, αποδεσμευμένο από τη διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων, που θα συνδυάζει αρμονικά τη θεωρητική μόρφωση με την πρακτική δραστηριότητα και τη σύγχρονη τεχνολογία, και θα παρέχει σύγχρονη γενική μόρφωση σε κάθε μαθητή και μαθήτρια. Στο πλαίσιό του Ενιαίου Λυκείου πιστεύουμε ότι μπορεί να ενταχθεί και να αναβαθμιστεί και η τεχνολογική εκπαίδευση, που σήμερα πασχίζει να επιβιώσει στα ΤΕΕ.
Ελεύθερη πρόσβαση των αποφοίτων του Ενιαίου Λυκείου στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Απαραίτητη προϋπόθεση γι αυτό είναι να αυξηθούν οι θέσεις και να ενισχυθεί κατάλληλα το προσωπικό και η υποδομή τους.
Διάκριση Κράτους κι Εκκλησίας, ιδιαιτέρως στην εκπαίδευση.
Προαγωγή της διαπολιτισμικής / αντιρατσιστικής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα και τους θεσμούς της εκπαίδευσης.
Πρωινή λειτουργία όλων των σχολείων και εξοπλισμός τους με όλα τα απαιτούμενα μέσα (σχολική βιβλιοθήκη, εργαστήρια, αίθουσα υπολογιστών κ.λπ.) βάσει ενός βραχυπρόθεσμου σωστά οργανωμένου προγραμματισμού.
Μορφωτική, κοινωνική και οικονομική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολείων: Μακράς διάρκειας επιμόρφωση για όλο το εκπαιδευτικό προσωπικό και ενίσχυση των ευκαιριών για μεταπτυχιακές σπουδές.
Ουσιαστική αύξηση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση τουλάχιστον στο 5% επί του ΑΕΠ, ώστε να υποστηριχτεί επαρκώς κάθε αναγκαία καινοτομική παρέμβαση.
Οι πύλες των δημόσιων ελληνικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να ανοίξουν.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Επιτρέψτε μου να πω ότι οι παραδοχές που μοιάζει σήμερα να γίνονται κοινός τόπος, συμπυκνώνονται, φραστικά τουλάχιστον, στα οράματα της ελληνικής Αριστεράς από την εποχή του 15% για την Παιδεία. Προεκλογικά, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία πλειοδοτούσαν για το 5% επί του ΑΕΠ. Για να μην κρυβόμαστε πίσω από τα λόγια, απαιτούμε πλέον κάτι το οποίο έχει καταστεί αυτονόητη ανάγκη για ολόκληρη την κοινωνία. Οι δημόσιες δαπάνες, και όχι οι εν γένει επενδύσεις στην παιδεία θα πρέπει, επιτέλους, να φθάσουν στο 5% επί του ΑΕΠ ή, πράγμα που είναι περίπου το ίδιο, αλλά περισσότερο αυστηρά διατυπωμένο, στο 15% του Προϋπολογισμού. Πότε και πώς, κ. Πρωθυπουργέ, θα πραγματοποιήσετε την προεκλογική σας δέσμευση; Σε τι ποσοστά προβλέπετε την κατ έτος αύξηση των δαπανών για την παιδεία;
Γνωρίζετε ότι τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ βρίσκονται στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης. Ως αξιωματική αντιπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία είχε αποδεχθεί τα δραματικά στοιχεία που ήλθαν στη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων στα ΑΕΙ. Ήδη, οι διδάσκοντες των ΤΕΙ βρίσκονται σε απεργία. Στα πανεπιστήμια οι νέες εντάσεις είναι ζήτημα χρόνου. Ο «εθνικός διάλογος» για την παιδεία, ως πρόθεση, προϋποθέτει να ανοίξετε τα χαρτιά σας, να αναλάβετε τις δεσμεύσεις σας. Και οι δεσμεύσεις δεν είναι λόγια, είναι πόροι που τους οφείλουν οι κυβερνήσεις δεκαετίες τώρα στη δημόσια παιδεία όλων των βαθμίδων.
Εφέτος, το ΥΠΕΠΘ περιέκοψε κατά 33% τις πιστώσεις για συμβασιούχους διδάσκοντες στα ΑΕΙ. Όταν είναι γνωστό ότι όλα σχεδόν τα νέα Τμήματα στελεχώνονται κατά πλειονότητα από διδάσκοντες του Π.Δ. 407/1980. Για να πάψει η μαύρη εργασία στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ, θα πρέπει οι θέσεις που καλύπτουν οι επί συμβάσει διδάσκοντες να προκηρυχθούν ως οργανικές θέσεις των Ιδρυμάτων. Περικόπτοντας απλώς τις πιστώσεις, οδηγείτε σε απόλυτο αδιέξοδο τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, στερώντας τα με το «έτσι θέλω» από διδακτικό προσωπικό που, σε κάποια Τμήματα μάλιστα, αποτελεί τη συντριπτική πλειονότητα των διδασκόντων.
Είπατε κ. Πρωθυπουργέ και σωστά ότι δεν υπάρχει δωρεάν Παιδεία. Εμείς σας λέμε δώστε 5% των δημοσίων δαπανών για την Παιδεία τώρα. Όχι σε μια τετραετία, αλλά τώρα, γιατί χωρίς το 5% τώρα κάθε μέρα που θα περνάει θα εντείνει την ήδη διαλυτική κατάσταση.
Στο πρόβλημα της «εξαγωγής φοιτητών», η λύση είναι η ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ - ΤΕΙ, με αύξηση των σχετικών προϋπολογισμών.
Στην στρέβλωση του Λυκείου από τη σύνδεσή του με τις εξετάσεις, η απάντηση είναι η κατάργηση των Πανελληνίων της Γ Λυκείου η αυτόνομη μορφωτική λειτουργία του Λυκείου, ως φορέα γενικής μόρφωσης.
Αναφερθήκατε κ. Πρωθυπουργέ στην διακήρυξη της Μπολώνια, με τους δύο κύκλους σπουδών. Αλλά οι τριετείς πανεπιστημιακοί κύκλοι, σημαίνουν κατάρτιση κι όχι επιστημονική συγκρότηση.
Αναφερθήκατε κ. Πρωθυπουργέ στην ανάγκη 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Το λέμε χρόνια. Είναι αναγκαίο μέτρο. Αλλά για να γίνει, το 5% του ΑΕΠ Παιδεία, έπρεπε να είναι στον προϋπολογισμό του 2005, αντί να ακολουθείτε την πεπατημένη του 3,5% των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Σήμερα και σεις κ. Πρωθυπουργέ και η αξιωματική αντιπολίτευση περιγράφετε την αρνητική κατάσταση της παιδείας και ταυτόχρονα μιλάτε για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια, ως μέτρο αντιμετώπισης κρίσης. Έτσι θέλετε η Παιδεία, η μόρφωση, να μην είναι ευθύνη της πολιτείας και παρακάμπτεται τη συνταγματική ρήτρα. Συγχέετε το κοινωνικό με το αγοραίο, το συλλογικό και δημόσιο με το νεοφιλελεύθερο και το ιδιωτικό. Επιχειρείτε να κάνετε ένα μίγμα εκεί που οι ποιότητες και τα μεγέθη είναι ασύμβατα. Καμία χώρα δεν έχει υιοθετήσει σε μοντέλο εφαρμοσμένης πολιτικής για την παιδεία ένα τέτοιο μίγμα.
Είναι πραγματικά τραγικό στην εποχή του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του διαδικτύου, το εκπαιδευτικό μας σύστημα να βρίσκεται εν πολλοίς στην εποχή του «μαυροπίνακα».
Αντί, γι'αυτά Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ ενισχύουν την προοπτική των μή κρατικών Πανεπιστημίων, θεωρώντας τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια πανάκεια για την κρίση της Παιδείας.
Η Παιδεία και ο Πολιτισμός μπορούν και πρέπει να γίνουν η μεγάλη αιχμή της νέας εθνικής μας στρατηγικής στην τροχιά του 21ου αιώνα. Ας αποτολμήσουμε όμως τα αναγκαία, εμπνευσμένα και τολμηρά μέτρα, που μπορούν να οδηγήσουν σε μια νέα και πρωτοποριακή σύζευξη της ανθρωπιστικής και της τεχνολογικής Παιδείας στον τόπο μας, που είναι και από τα μεγάλα ζητούμενα σε όλο τον σύγχρονο κόσμο. Όπως θέλει κι ο Σεφέρης «ο αιώνιος πόλεμος της Ελλάδας όλων των καιρών για την ανθρώπινη αξία».
Δεν αρκεί να μιλάμε για νέα εποχή και για προκλήσεις των καιρών.
Το κρίσιμο πρόβλημα είναι ποιές αποκρυσταλλώσεις τάσεων, νοοτροπιών, αξιών και μοντέλων, επιβάλλονται και κυριαρχούν, στην κοινωνία μας.
Σήμερα, που ενοποιείται ο Ευρωπαϊκός χώρος και παγκοσμιοποιείται το διεθνές περιβάλλον, η γλώσσα, η αισθητική, η παιδεία κι ο πολιτισμός, κακοπαθαίνουν, στην Ελλάδα του 2004.
Παλαιά και νέα μορφώματα λαϊκισμού δεν είναι σε θέση να δώσουν απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα ούτε να διασκεδάσουν τις αδυναμίες της ώριμης δημοκρατίας μας.
Το επίπεδο και το περιεχόμενο του πολιτισμού μας, τα χαρακτηριστικά και τις αξίες της κοινωνίας μας, τη μορφή και το αξιοβίωτο μιας ισόρροπης ανάπτυξης, την ποιότητα και την αξιοπιστία της Δημοκρατίας θα τα εξασφαλίσουμε για την Ελλάδα του 21ου αιώνα με μια στρατηγική παιδείας και όχι με κριτήρια αγοράς, με επιλογές των τηλεοπτικών δικτύων και των πολιτιστικών εταιρειών.
Η μετάβαση από την μεταπολίτευση προς τον 21ο αιώνα είναι υπόθεση στρατηγικής για την Παιδεία και όχι ανταγωνισμού της αγοράς, που διεκδικεί την ιδιωτικοποίηση τομέων κοινωνικής ευθύνης του Κράτους. Η Παιδεία, ως συλλογικό δημόσιο αγαθό, λειτουργεί καθοριστικά για την εσωτερική διαμόρφωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας, είναι πρωταρχικός τομέας ευθύνης της πολιτείας, δεν εκχωρείται προς διαχείριση σε τρίτους. Η μετάβαση από τη μεταπολίτευση προς τον 21ο αιώνα συνοδεύεται από μετεξελίξεις και διαφοροποιήσεις στο κοινωνικό σώμα, εμφανίζει μεταπλάσεις στον πυρήνα του πολιτικού συστήματος, εμφανίζει πολιτιστικό πολυμορφισμό και νέα δίκτυα δύναμης, που επιβάλλονται και διαπλέκονται ποικιλοτρόπως.
Δεν θα μας πάει από τη μια περίοδο στην άλλη εποχή ο ούριος άνεμος και το φουσκωμένο κύμα.
Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, της αγοράς και γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας, βαδίζουμε ως χώρα «επί κυμάτων σφοδράς εποχής», όπως λέει η Κική Δημουλά. Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, μια διορατική στρατηγική για την Παιδεία και τον Πολιτισμό, εάν θέλουμε δημιουργικό προσανατολισμό στην Ευρώπη και στον κόσμο του 21ου αιώνα.