Skip to main content.
06/05/2007

Η ΑΦΑΙΜΑΞΗ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΑΘΩΑΣ ΑΠΑΤΗΣ, άρθρο του Γιάννη Δραγασάκη, βουλευτή Β' Αθηνών στην εφημερίδα "ΑΥΓΗ"

Το σκάνδαλο με τα λεγόμενα δομημένα ομόλογα, χωρίς να υποτιμούμε καθόλου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο σ' ένα πολύπρακτο έργο. Είναι μια ακόμη μορφή χειραγώγησης των ταμείων από την κυβέρνηση και τις "αγορές".

Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική αναφορά στο έργο αυτό, στο ιστορικό, δηλαδή, της αξιοποίησης της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, μια αξιοποίηση που για μακρές περιόδους είχε ως αποτέλεσμα την αφαίμαξη των ταμείων και την απαξίωση της περιουσίας τους.

Ο πίνακας που συνοδεύει το κείμενο αυτό[1], μας δίνει στην πρώτη στήλη του τις αποδόσεις που είχαν τα διαθέσιμα των ταμείων που κατατίθενται στην Τράπεζα της Ελλάδας. Στην τρίτη στήλη του πίνακα, οι αποδόσεις αυτές είναι αποπληθωρισμένες, ώστε να είναι διαχρονικά συγκρίσιμες.

Τα στοιχεία καλύπτουν την περίοδο 1950-2006. Όμως, στο εσωτερικό αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν ορισμένες φάσεις που παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα κοινά γνωρίσματα, με βάση το θεσμικό καθεστώς που επικρατούσε και τα αποτελέσματα που αυτό είχε στην περιουσία των ταμείων.

Α) Η ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΟΠΗΣ (1951-1993)

Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από αρνητικές αποδόσεις, εξανέμιση των όποιων πλεονασμάτων είχαν τα ταμεία και αφαίμαξη μεγάλου μέρους των εισφορών των εργαζομένων.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως επέβαλε ο αναγκαστικός νόμος 1611/1950, τα διαθέσιμα των ταμείων κατετίθεντο υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδας στην οποία τοκίζονταν με ένα επιτόκιο που καθοριζόταν από τη Νομισματική Επιτροπή. Μέχρι και το 1993, η αναφερόμενη στον πίνακα "απόδοση" δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας επενδυτικής ή άλλης ενεργητικής διαχείρισης, αλλά ταυτίζεται με το εκάστοτε διοικητικά οριζόμενο επιτόκιο. Για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου το επιτόκιο αυτό οριζόταν σε επίπεδα χαμηλότερα από το τρέχον επιτόκιο ταμιευτηρίου καθώς και από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα την αρνητική απόδοση και τη μείωση της πραγματικής αξίας των καταθέσεων.

Συγκεκριμένα:

Η περίοδος 1951-1954 χαρακτηρίζεται από υψηλό πληθωρισμό έως και 15,10%. Όμως, τα επιτόκια τοκισμού των διαθεσίμων των ταμείων μένουν καθηλωμένα στο 5% με αποτέλεσμα την έντονη απαξίωση των καταθέσεων των ταμείων.

Η περίοδος 1955-1971 χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα των τιμών. Ο πληθωρισμός συγκρατείται σε χαμηλά επίπεδα που κατά μέσο όρο δεν υπερβαίνουν το 2,6%. Τα επιτόκια τοκισμού των διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων μειώνονται στο 4%, όμως παραμένουν υψηλότερα του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα η περίοδος αυτή να χαρακτηρίζεται από χαμηλές, αλλά θετικές αποδόσεις.

Η περίοδος 1972-1993 που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται και πάλι από υψηλό πληθωρισμό που, με τη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα, οδηγεί στην εξανέμιση των όποιων πλεονασμάτων είχαν σχηματισθεί κατά την προηγούμενη περίοδο. Ενδεικτικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας το επιτόκιο έμεινε στο 4%, ενώ ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 15,5% το 1973 και στο 26,8% το 1974. Μόνο στα δύο αυτά έτη τα πλεονάσματα των ταμείων έχασαν το 1/3 της αξίας τους. Η αφαίμαξη όμως συνεχίστηκε για όλη την περίοδο με ελάχιστες εξαιρέσεις τόσο επί κυβερνήσεων Ν.Δ. όσο και επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ.

Το πιο σκανδαλώδες είναι ότι, ενώ την περίοδο αυτή οι δανειακές ανάγκες του κράτους αυξάνονταν, δεν επετράπη στα ταμεία να επενδύουν τα διαθέσιμά τους σε τίτλους του δημοσίου. Έτσι, πέραν της απώλειας λόγω του πληθωρισμού και των χαμηλών επιτοκίων, τα ταμεία είχαν μεγάλα διαφυγόντα κέρδη λόγω της μη επένδυσής τους σε ομόλογα του Δημοσίου, τα οποία, μάλιστα, τότε είχαν πολύ υψηλά επιτόκια.

Β) ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ "ΤΖΟΓΟ"

Από τα τέλη της δεκαετίας του '80 αυτή η στρατηγική της παθητικής και ζημιογόνας για τα ταμεία διαχείρισης είχε φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο. Τα ταμεία, και σε πρώτη γραμμή το ΙΚΑ, όχι μόνο δεν είχαν πλεονάσματα, αλλά για να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες τους κατέφευγαν στον τραπεζικό δανεισμό καταβάλλοντας πολύ υψηλά επιτόκια. Το αίτημα για μια ενεργητική πολιτική διαχείρισης της περιουσίας των ταμείων άρχιζε να δυναμώνει. Και για την ιστορία, πρέπει να αναφέρουμε ότι το αίτημα αυτό προβλήθηκε αρχικά από τις γραμμές της αριστεράς, χωρίς όμως να συνοδευτεί από την επεξεργασία μιας αριστερής εκδοχής μια τέτοιας ενεργητικής επενδυτικής πολιτικής.[2]

Η επόμενη, λοιπόν, φάση, που διαρκεί από το 1994 έως το 2004, χαρακτηρίζεται από μια πρώτη προσπάθεια ενεργητικής διαχείρισης της περιουσίας των ταμείων. Ήδη, με τους νόμους που είχαν ψηφιστεί επί ΝΔ (ν. 2042/92) είχε επιτραπεί στα ταμεία να επενδύουν μέχρι 20% των διαθεσίμων τους σε μετοχές και ακίνητα, ενώ για τους τίτλους του δημοσίου δεν υπήρχαν περιορισμοί. Αυτή όμως η προσπάθεια επιχειρείται χωρίς σαφή στρατηγική και χωρίς τις θεσμικές και άλλες υποδομές που μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει για να είναι ασφαλής και αποδοτική για τα ταμεία.

Το καθεστώς των κομματικών διοικήσεων διατηρείται, τα ταμεία μένουν ανοργάνωτα, ακόμη και χωρίς ισολογισμούς, ενώ το σύστημα υποστήριξης των ταμείων, όπως και εκείνο της εποπτείας τους παραμένει διάτρητο, η αναγκαία κατάρτιση εξειδικευμένων στελεχών δεν υλοποιείται.

Σα να μην έφτανε αυτό, την ώρα που η χρηματιστηριακή φούσκα ωρίμαζε και πολλοί θεσμικοί παράγοντες, όπως η Τράπεζα της Ελλάδας και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανησυχούσαν, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιλέγει εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να αυξήσει το όριο επενδύσεων σε μετοχές από 20% στο 23% (ν. 2676/99), ενώ επιτρέπει με ευκολία την υπέρβαση και του ορίου αυτού. Η "ενεργητική διαχείριση", δηλαδή, προσδέθηκε σε μια λογική "τζόγου" και η χειραγώγηση από την κυβέρνηση συμπληρώνεται πλέον από μια νέα χειραγώγηση από τις αγορές.

Μέρος των πλεονασμάτων των ταμείων αξιοποιήθηκε για την "τόνωση της κεφαλαιαγοράς" και για τη διευκόλυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτός ο δίδυμος στόχος συνοψίζει την πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου. Οι κυβερνήσεις της περιόδου ανέχθηκαν ή και καλλιέργησαν χρηματιστηριακές κερδοσκοπικές αυταπάτες, αντί να προστατεύσουν τα ταμεία απ' αυτές. Έτσι, πολλά ταμεία ενεπλάκησαν σε κερδοσκοπικά παιχνίδια ερήμην των μελών τους. Και όσα ταμεία από ανάγκη ή από φόβο πούλησαν τις μετοχές τους στη φάση της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου κατέγραψαν μεγάλες ζημιές.

Για να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα αυτής της φάσης θα πρέπει να γνωρίζουμε τη διαχρονική εξέλιξη των αποδόσεων των επενδύσεων των ταμείων τόσο σε μετοχές όσο και σε ακίνητα και σε τίτλους του δημοσίου. Δυστυχώς τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν. Το μόνο στοιχείο που διαθέτουμε είναι οι αποδόσεις που πέτυχε η Τράπεζα της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του "κοινού κεφαλαίου". Στο κεφάλαιο αυτό που δημιουργήθηκε με το ν. 2216/94 κατατίθενται οικειοθελώς τα μη επενδεδυμένα πλεονάσματα των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και επενδύονται σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου που αγοράζονται από τη δευτερογενή αγορά. Δεδομένου ότι σ' αυτό "το κοινό κεφάλαιο" συμμετέχει ένα σεβαστό μέρος της περιουσίας των ταμείων η ένδειξη αυτή, αν και μερικού χαρακτήρα, είναι σημαντική.[3]

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα, η φάση αυτή, σε ό,τι αφορά στη διαχείριση του κοινού κεφαλαίου της Τράπεζας της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από θετικές αλλά φθίνουσες αποδόσεις που αρχίζουν από 8,2% το 1994 για να πέσουν στο 1% το 2004 (σε αποπληθωρισμένες τιμές). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι παλαιοί τίτλοι του δημοσίου με υψηλά επιτόκια έγιναν πολύ προσοδοφόροι με την πτώση του πληθωρισμού. Η δυνατότητα αυτή όμως αποδεικνύεται πολύ πρόσκαιρη, έχει μειούμενα αποτελέσματα και όταν, μετά το 2004, τα επιτόκια εισέρχονται διεθνώς σε μια ανοδική τροχιά, οι αποδόσεις γίνονται οριακές (2005 και 2006).

Γ) ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΣΤΑ "ΔΟΜΗΜΕΝΑ ΟΜΟΛΟΓΑ" (2005 - )

Τα ασφαλιστικά ταμεία βγήκαν τραυματισμένα, φοβισμένα και αμήχανα από την κρίση του χρηματιστηρίου. Η ΝΔ, έχοντας ως προτεραιότητα τη στήριξη της πολιτικής της στους ξένους "θεσμικούς επενδυτές", αλλά και θέλοντας να κρατήσει ζωντανή την αντιπαράθεση της με το ΠΑΣΟΚ γύρω από το "έγκλημα του χρηματιστηρίου", ουσιαστικά ενίσχυσε την ενοχοποίηση των μετοχών. Παρότρυνε μάλιστα τα ταμεία να πουλήσουν τις μετοχές τους στην Εθνική και την Εμπορική Τράπεζα, για να διευκολύνει την είσοδο ξένων κεφαλαίων σ' αυτές.

Στο μεταξύ, η άνοδος των επιτοκίων διεθνώς, μετά το 2004, είχε ως αποτέλεσμα η τιμή των παλαιών τίτλων του Δημοσίου με τις υψηλές αποδόσεις να μειωθεί και τα ταμεία που κατείχαν τέτοιους τίτλους να καταγράφουν λογιστικές ζημιές ή και πραγματικές, αν έπρεπε να τους πουλήσουν πριν τη λήξη τους.

Το δίλημμα που εξ αντικειμένου ετέθη, αλλά ουδέποτε συζητήθηκε δημόσια και ανοιχτά, είναι σαφές. Είτε τα ταμεία θα έπρεπε να αρκεσθούν στις ισχνές και φθίνουσες αποδόσεις των δημόσιων ομολόγων είτε θα έπρεπε να αναλάβουν μεγαλύτερους κινδύνους. Η δεύτερη επιλογή, προϋπέθετε νέου τύπου ταμεία, με ειδική τεχνογνωσία, με δημοκρατική συγκρότηση και διαφανή λειτουργία, διαρκή ενημέρωση και ενεργητική συμμετοχή των μελών των ταμείων. Προϋπέθετε επίσης, η επιλογή αυτή, αποτελεσματική εποπτεία, αλλά και δομές που να απαντούν στην ανάγκη αξιολόγησης, αποτίμησης και διαχείρισης επενδυτικών κινδύνων.

Όμως ο κατακερματισμός των ασφαλιστικών ταμείων, το μικρό τους μέγεθος και ο ασφυκτικός τους έλεγχος από την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα δεν επέτρεπε τέτοιους σχεδιασμούς ή αντίστοιχες πρωτοβουλίες από τα ίδια τα ταμεία. Αλλά ούτε η κυβέρνηση άνοιξε με δική της πρωτοβουλία κάποια σχετική συζήτηση. Ορισμένες ιδέες για επενδυτικές επιτροπές και άλλες υποδομές έμειναν στο επίπεδο των εισηγήσεων. Στο μεταξύ, το υφιστάμενο πλαίσιο εποπτείας αποδυναμώθηκε με την αδρανοποίηση σχετικής επιτροπής που λειτουργούσε στην Τράπεζα της Ελλάδας.

Οι συνθήκες αυτές εξέθρεψαν και το σκάνδαλο με τα δομημένα ομόλογα.

Τα ταμεία αρχίζουν να βομβαρδίζονται από προτάσεις Τραπεζών, χρηματιστών και άλλων μεσαζόντων για νέου τύπου σύνθετα επενδυτικά προϊόντα που υποτίθεται ότι υπόσχονται υψηλές αποδόσεις, αλλά το βέβαιο είναι ότι ενσωματώνουν υψηλό και κίνδυνο που μάλιστα δε μπορεί εύκολα να αποτιμηθεί και να τιμολογηθεί. Επομένως, τα ταμεία που αγόρασαν τέτοια προϊόντα δε γνώριζαν αν αυτό που αγόραζαν ήταν "ακριβό" ή "φθηνό" σε σχέση με το ρίσκο που αναλάμβαναν. Κανείς δε σημείωσε το πρόβλημα νομιμότητας που αναδείχθηκε, αφού αυτά τα νέα προϊόντα δεν είναι ούτε μετοχές ούτε ομόλογα (σταθερού επιτοκίου), δεν ανήκουν, δηλαδή, σε καμία από τις προβλεπόμενες από τους νόμους μορφές επένδυσης.

Στην έκδοση και την προσφορά τέτοιων "σύνθετων προϊόντων" εισέρχεται και η κυβέρνηση. Πώς και γιατί; Υπάρχουν ακόμα πολλά ερωτηματικά και σκοτεινά σημεία. Θέλησε η κυβέρνηση να ανταποκριθεί στη ζήτηση τέτοιων προϊόντων και γι' αυτό εξέδωσε τα "δομημένα ομόλογα"; Ή τα εξέδωσε για να επιτύχει χαμηλότερο κόστος δανεισμού και στη συνέχεια κάποιοι τα διοχέτευσαν στις "ανίδεες διοικήσεις" με το αζημίωτο; Είναι δυνατό να δεχθούμε ότι ανάμεσα στο υπουργείο οικονομικών, που εξέδωσε τα ομόλογα, και το υπουργείο απασχόλησης που επόπτευε τα ταμεία δεν υπήρχε επικοινωνία, όπως επιμένει η κυβέρνηση;

Το βέβαιο είναι ότι, ενώ τα περισσότερα ταμεία και οι διοικήσεις τους έμεναν επί μακρόν επενδυτικά αδρανείς και αμήχανες, ξαφνικά το ένα μετά το άλλο με έναν εντυπωσιακό συντονισμό, τα ταμεία, αρχίζουν να επενδύουν σε σύνθετα επενδυτικά προϊόντα του Δημοσίου, αλλά και Τραπεζών. Και κανείς δε μπορεί να προβλέψει τι διαστάσεις θα έπαιρνε αυτή η νέα μέθοδος λεηλασίας των ταμείων, αν δεν αποκαλυπτόταν το σκάνδαλο με την εταιρεία "Ακρόπολις".

Το βέβαιο επίσης είναι ότι με την έκδοση τέτοιων ομολόγων η κυβέρνηση εξασφαλίζει ευνοϊκότερους όρους δανεισμού. Επίσης, η αγορά τέτοιων ομολόγων από τα ασφαλιστικά ταμεία και άλλα ΝΠΔΔ ή ΔΕΚΟ επέτρεπε τη λογιστική μείωση του δημόσιου χρέους, αφού κατά τους κανονισμούς της ΕΕ τα ομόλογα αυτά δεν καταγράφονται στο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης. Για μια ακόμη φορά, τα ταμεία δεν προστατεύθηκαν, αλλά χειραγωγήθηκαν και είτε συνειδητά και με σχέδιο είτε εξ αντικειμένου κατευθύνθηκαν πάντως σε ζημιογόνες επιλογές για τα ίδια και τους ασφαλισμένους. Και σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις έγιναν θύματα απάτης και κλοπής από τους επιτήδειους που εισέπραξαν τις ληστρικές προμήθειες.

Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι επί των ημερών της η περιουσία των ταμείων αυξήθηκε. Πρόκειται για παραπληροφόρηση, διότι η περιουσία των ταμείων αφορά στα διαθέσιμά τους, τα οποία σε ορισμένα ταμεία αυξάνουν λόγω του ότι οι εισπραττόμενες εισφορές είναι περισσότερες από τις καταβαλλόμενες συντάξεις. 'Αρα δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό η αύξηση της περιουσίας είναι αποτέλεσμα της αξιοποίησής της και σε ποιο είναι αποτέλεσμα εισπράξεων από εισφορές.

Δ) ΑΠΟ ΤΗ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΣΤΗ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ

Τι πρέπει να γίνει;

Σε ό,τι αφορά σ' αυτό το τελευταίο σκάνδαλο με τα δομημένα ομόλογα, οι διαστάσεις του δεν είναι ακόμη και τώρα πλήρως γνωστές.

Πρώτο αίτημα, επομένως, παραμένει να γίνει γνωστό ποια ταμεία αγόρασαν σύνθετα επενδυτικά προϊόντα είτε του Δημοσίου είτε των Τραπεζών καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε προϊόντος. Σχετική ερώτηση έχουμε ήδη καταθέσει στη Βουλή.

Δεύτερο, είναι αναγκαία η αξιόπιστη τιμολόγηση των προϊόντων αυτών κατά τη στιγμή της αγοράς τους, ώστε να διαπιστωθεί ποια ταμεία αγόρασαν τα σχετικά ομόλογα με "καπέλο". Στη συνέχεια - παρά τις σχετικές δυσχέρειες του θέματος - πρέπει πάντως να ερευνηθεί το περιεχόμενο του "καπέλου", κατά πόσον, δηλαδή, αυτό έκρυβε παράλογα υψηλές προμήθειες ή και "δώρα" που καταβλήθηκαν για να εξασφαλισθεί η συναλλαγή.

Τρίτο το πιο κρίσιμο βεβαίως ζήτημα είναι η αποκατάσταση των ταμείων και η προστασία τους από βεβαιωμένες ή ενδεχόμενες ζημίες. Πέραν των όποιων δικαστικών διεκδικήσεων η λύση εδώ είναι πολιτική και συνίσταται στην επαναγορά των σύνθετων προϊόντων από τους εκδότες τους, εφόσον τα ταμεία το επιθυμούν και η αντικατάστασή τους με τίτλους σταθερού εισοδήματος ή ρευστά. Απαντώντας σε σχετική ερώτησή μου ο υπουργός Οικονομίας & Οικονομικών κ. Αλογοσκούφης αποδέχθηκε επί της αρχής του το αίτημα αυτό.[4] Στη συνέχεια όμως η κυβέρνηση φάνηκε να υπαναχωρεί.

Τέταρτο, σε ό,τι αφορά στη διαδικασία έκδοσης των ομολόγων και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους έγινε φανερή η ανάγκη για συγκέντρωση της έκδοσης όλων των ομολόγων στον ΟΔΔΗΧ, τον οργανισμό διαχείρισης του δημόσιου χρέους ο οποίος πρέπει να υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής.

Πέμπτο, έχει καταδειχθεί η ανάγκη έκδοσης ειδικών ομολόγων του Δημοσίου τα οποία να απευθύνονται αποκλειστικά στα ασφαλιστικά ταμεία χωρίς διαμεσολαβητές. Η πρώτη αντίδραση του κ. Αλογοσκούφη, στην πρόταση αυτή, ήταν αρνητική αλλά εμείς θεωρούμε ότι το θέμα αυτό αξίζει και πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω με στόχο να βρεθεί ο τρόπος ώστε να υλοποιηθεί.

Έκτο. Για μια ακόμη φορά φάνηκε το έλλειμμα διαφάνειας που χαρακτηρίζει κρίσιμες πτυχές της δημοσιονομικής διαχείρισης τόσο προς την κοινωνία όσο και προς τη Βουλή. Η έκδοση ομολόγων από την 23η Δ/νση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους καθώς και η έκδοση σύνθετων ομολόγων αν και νομότυπη ήταν θεσμικά άγνωστη τόσο στη Βουλή όσο και στην Τράπεζα της Ελλάδας. Επανατίθεται επομένως το αίτημα που έχουμε διατυπώσει, προ πολλού για την ανάγκη ύπαρξης στη Βουλή ενός "Γραφείου για τον προϋπολογισμό" μια δομή, δηλαδή, που θα εξασφαλίζει στη Βουλή δυνατότητα γνώσης και ελέγχου επί της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής.

Έβδομο. Οι μέχρι τώρα συζητήσεις και ακροάσεις που έγιναν στη Βουλή έδειξαν και τα όριά τους. Για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης είναι αναγκαία η σύσταση εξεταστικής επιτροπής της Βουλής. Η έρευνα μάλιστα αυτή θα είναι σκόπιμο να καλύψει και την αμέσως προηγούμενη φάση και την εμπλοκή των ταμείων στον "χρηματιστηριακό τζόγο". Σχετικές προτάσεις έχουμε καταθέσει αλλά είναι ευθύνη και των άλλων δυνάμεων η αποδοχή τους προκειμένου αυτές να υλοποιηθούν.

Σε ό,τι αφορά τώρα το συνολικότερο θέμα, η ιστορική έκθεση την οποία κάναμε βεβαιώνει ότι το αίτημα για μια ενεργητική πολιτική διαφανούς, ασφαλούς και αποδοτικής αξιοποίησης της περιουσίας των ταμείων παραμένει ζητούμενο. Όπως ζητούμενο παραμένει και η κάλυψη του ελλείμματος που διαμορφώθηκε ιστορικά λόγω της πολιτικής που ακολουθήθηκε. Μια σοβαρή συζήτηση για το θέμα αυτό πρέπει να ξεκινήσει μέσα στους ίδιους τους ασφαλισμένους, τα συνδικάτα, αλλά και μέσα στην Αριστερά.

Σε σχέση με την Αριστερά ειδικότερα, υπάρχει, πιστεύω, συμφωνία απόψεων ως προς το γεγονός ότι η αξιοποίηση της περιουσίας των ταμείων συζητείται στη βάση του διανεμητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος. Αναζητείται μια αξιοποίηση των διαθεσίμων των ταμείων και των όποιων αποθεματικών τους που δε θα αλλοιώνει, αλλά θα ενδυναμώνει το χαρακτήρα του αυτό. Όπως υπάρχει συμφωνία και ως προς το γεγονός ότι η αξιοποίηση της περιουσίας των ταμείων δεν υποκαθιστά το γενικότερο πρόβλημα των πόρων, αλλά είναι μια πτυχή της συνολικότερης πολιτικής αύξησής τους με την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, την κατάργηση της ανασφάλιστης εργασίας, της δέσμευσης της δημόσιας περιουσίας υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης αντί της ιδιωτικοποίησής της κλπ.

Τέλος, υπάρχει, νομίζω, συμφωνία ότι η όποια επενδυτική πολιτική των ταμείων πρέπει να αναζητά μια ισορροπία ανάμεσα στη μεγιστοποίηση της ασφάλειας και τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων πιο κοντά στην πρώτη παράμετρο παρά στη δεύτερη.

Όμως, δεν υπάρχει συμφωνία ως προς το πώς μπορεί καλύτερα αυτό να επιτευχθεί. Ορισμένες απόψεις υποστηρίζουν την πλήρη αποχή των ταμείων από την αγορά, ιδίως τη χρηματιστηριακή, αναγνωρίζοντας ως αποκλειστικά αποδεκτή μορφή "επένδυσης" τα κρατικά ομόλογα σταθερού επιτοκίου ή με το μέγιστο κάθε φορά επιτόκιο. 'Αλλες απόψεις υποστηρίζουν την υπό όρους και αυστηρούς κανόνες αξιοποίηση των δυνατοτήτων των αγορών από μέρους των ταμείων. 'Αλλες απόψεις συζητούν τη σκοπιμότητα δημιουργίας μιας επενδυτικής Τράπεζας από τα ίδια τα ταμεία.

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι τα ταμεία πρέπει να έχουν μια επενδυτική πολιτική η οποία όμως να προσιδιάζει στις ιδιαίτερες ανάγκες τους.

Μια τέτοια πολιτική είναι αναγκαία όχι μόνο για την επίτευξη εφικτών θετικών αποδόσεων, αλλά για την επίτευξη της ασφάλειας των χρημάτων των ταμείων σε μακροπρόθεσμη βάση. Πιστεύω ότι η συζήτηση επί του περιεχομένου μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί και πρέπει να γίνει κοινός στόχος και πεδίο διαλόγου των αριστερών δυνάμεων. Η υπέρβαση του διλήμματος "μέσα ή έξω από την αγορά;" θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να επιδιωχθεί μέσω της δημιουργίας από τα ίδια τα ταμεία μιας δικής τους "αγοράς", μιας αγοράς ειδικού σκοπού που να υπηρετεί τις ανάγκες τους.

Από τη σκοπιά αυτής της προοπτικής θα σχολιάσω μόνο μια από τις απόψεις που συζητούνται ευρέως τελευταία, εκείνη που υποστηρίζει μια συγκεντρωτική διαχείριση των πόρων των ταμείων από έναν κεντρικό φορέα.

Είναι γεγονός ότι ο κατακερματισμός των ταμείων και το μικρό τους μέγεθος καθιστά την αποκεντρωμένη και ανά ταμείο αντιμετώπιση του θέματος αντιοικονομική, δαπανηρή και ευάλωτη σε σκάνδαλα σαν κι αυτά που ήδη γνωρίσαμε. Μια συγκεντρωτική διαχείριση των πόρων των ταμείων μέσα από ένα κοινό ταμείο έχει πολλά πλεονεκτήματα από τεχνοκρατική και στενά οικονομική άποψη.

Ωστόσο, με τα σημερινά δεδομένα ένα τέτοιο συγκεντρωτικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση των ασφαλισμένων από τα ταμεία τους, ενώ χρειάζεται μεγαλύτερη και ενεργητικότερη εμπλοκή. Επίσης, λόγω και των μεγάλων χασμάτων εμπιστοσύνης που δικαιολογημένα έχουν ανοιχθεί και της συσσωρευμένης καχυποψίας, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια τέτοια εκχώρηση των πόρων των ταμείων σε κάποιο συγκεντρωτικό σύστημα διαχείρισής τους θα γίνει αποδεκτή.

Για τους λόγους αυτούς, κατά την προσωπική μου άποψη, η λύση πρέπει να αναζητηθεί σε ένα μικτό σύστημα αποκεντρωμένης λήψης των αποφάσεων με την ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ταμείων, που θα διαθέτει όμως ισχυρές συλλογικές υποδομές υποστήριξης, κεντρικής εποπτείας και ελέγχου. Ουσιώδη συστατικά μιας τέτοιας λύσης θα είναι η δημιουργία ενός κοινού φορέα εκπροσώπησης των ταμείων, (μιας ένωσης των ασφαλιστικών ταμείων π.χ.), η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ ομοειδών ταμείων όπου η πλήρης ενοποίησή τους δεν είναι ακόμη εφικτή ή ώριμη, ιδίως στο πεδίο της διαχείρισης της περιουσίας τους και τέλος η επιδίωξη της ενεργητικής συμμετοχής των ασφαλισμένων στα του οίκου τους.

Η ουσία αυτών των προτάσεων και το, κατά τη γνώμη μου, μείζον ζήτημα για την αριστερά, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, είναι πώς να απαλλάξουμε τα ταμεία από την ως τώρα χειραγώγησή τους από τις κυβερνήσεις και από τις αγορές, πώς να ενισχύσουμε τη χειραφέτησή τους, πώς να δώσουμε "φωνή" στη δύναμή τους. Αν αυτά συμβούν τότε τα ίδια τα ταμεία και οι ασφαλισμένοι θα μπορέσουν, πιστεύω, να επιλέγουν κάθε φορά τις λύσεις και τις προτάσεις που ανταποκρίνονται καλύτερα στα συμφέροντά τους.

Απόδοση τοποθετήσεων ασφαλιστικών ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ)

    1 2 3
ΦΑΣΗ Α Έτος Απόδοση Πληθωρισμός Διαφορά
1951 5,0% 12,6% - 7,6%
1952 5,0% 5,1% - 0,1%
1953 5,0% 9,0% - 4,0%
1954 4,0% 15,1% - 11,1%
1955-1971 4,0% 2,6 % + 1,4%
1972 4,0% 4,3% - 0,3%
1973 4,0% 15,5% - 11,5%
1974 5,0% 26,8% - 21,8%
1975 5,0% 13,4% - 8,4%
1976 5,0% 13,3% - 8,3%
1977 6,0% 12,2% - 6,2%
1978 6,0% 12,5% - 6,5%
1979 10,0% 19,0% - 9,0%
1980 11,5% 24,9% - 13,4%
1981 11,5% 24,5% - 13,0%
1982 11,5% 21,1% - 9,6%
1983 11,5% 20,2% - 8,7%
1984 15,0% 18,5% - 3,5%
1985 15,0% 19,3% - 4,3%
1986 15,0% 23,0% - 8,0%
1987 15,0% 16,4% - 1,4%
1988 14,5% 13,5% + 1,0%
1989 14,5% 13,7% + 0,8%
1990 18,0% 20,4% - 2,4%
1991 18,0% 19,4% - 1,4%
1992 18,0% 15,9% + 2,1%
1993 18,0% 14,4% + 3,6%
ΦΑΣΗ Β 1994 19,1% 10,9% + 8,2%
1995 15,7% 8,9% + 6,8%
1996 13,1% 8,2% + 4,9%
1997 9,9% 5,5% + 4,4%
1998 8,8% 4,8% + 4,0%
1999 7,8% 2,6% + 5,2%
2000 6,8% 3,1% + 3,7%
2001 6,6% 3,4% + 3,2%
2002 5,2% 3,6% + 1,6%
2003 4,5% 3,5% + 1,0%
2004 3,9% 2,9% +1,0%
ΦΑΣΗ Γ 2005 3,4% 3,5% - 0,1%
2006 3,6% 3,2% + 0,4%
[1]Ευχαριστώ τον κ. Θωμόπουλο, υποδιοικητή και τους κ.κ. Μιχαλόπουλο και Καράμπαλη, στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδας για τη βοήθειά τους στη συγκέντρωση των στοιχείων.
[2]Η ιδέα της ενεργητικής διαχείρισης αναδείχθηκε από τραπεζικά στελέχη του ΚΚΕ και του ενιαίου Συνασπισμού με πρωτεργάτη τον Αντώνη Αρχοντάκη στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας.
[3]Συγκεκριμένα στις 31/12/2005 τα ταμεία είχαν καταθέσεις στο κοινό κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδας ύψους 11,1 δις ευρώ. Βλ. "Κινητή και Ακίνητη Περιουσία Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης", Έκδοση του Υπουργείου Απασχόλησης, σελ. 46.
[4]Βλ. Πρακτικά της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, 26/4/07, σελ. 46.