Η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ σε όλες τις χώρες της ΕΕ, δημιούργησε τα τελευταία χρόνια πρόσθετες δυσκολίες στη βιωσιμότητα της οικογενειακής γεωργίας. Η συρρίκνωση της παραγωγής, η αύξηση του κόστους και η περικοπή των ενισχύσεων, επέφερε σημαντική μείωση εισοδημάτων για τη μεγάλη πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών. Παράλληλα με την υπογραφή των διμερών και περιφερειακών συμφωνιών «ελευθέρου εμπορίου» με τρίτες χώρες, καθώς τις δεσμεύσεις στα πλαίσια του ΠΟΕ για τα αγροτικά και η επιλογή παραπέρα συρρίκνωσης των δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ στο μέλλον, δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες στην επιβίωση της ευρωπαϊκής γεωργίας, με όρους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς.
Παρʼ ότι οι διαπραγματεύσεις στον ΠΟΕ έχουν προσωρινά «παγώσει», οι συζητήσεις στην τελευταία σύνοδο του Χονγκ-Κονγκ, έδειξαν ότι στο όνομα επίτευξης συμφωνίας στα «μη-αγροτικά προϊόντα» (ΝΑΜΑ) και «υπηρεσίες» (GATS), οι κυρίαρχοι κύκλοι της ΕΕ δείχνουν έτοιμοι να θυσιάσουν τους μικρομεσαίους αγρότες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη ελεύθερη πρόσβαση των ευρωπαϊκών πολυεθνικών στις αγορές και πλουτοπαραγωγικούς πόρους των αναπτυσσόμενων και φτωχών χωρών, αδιαφορώντας για τις συνέπειες σε βάρος τους και ιδιαίτερα σε βάρος των μικρομεσαίων αγροτών. Στο όνομα των ίδιων συμφερόντων προωθούνται επίσης στα πλαίσια της πολιτικής εμπορίου, οι διμερείς και περιφερειακές συμφωνίες «ελευθέρου εμπορίου», που αναπόφευκτα θα επιφέρουν αύξηση της φτώχειας και κατάρρευση των φτωχών κοινωνικών του Νότου, λόγω των άνισων συνθηκών ανταγωνισμού. Τέλος στο όνομα των ίδιων συμφερόντων, προωθούνται στην εσωτερική αγορά της ΕΕ, νέες ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, με περικοπή εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, για ενίσχυση της κερδοφορίας και της «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων.
Παρʼ ότι το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων αποτελεί μόλις το 10% της αξίας των παραγομένων τροφίμων, οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ και των ΗΠΑ, καθορίζουν την αγροτική τους πολιτική, με βάση το διεθνές εμπόριο και τα συμφέροντα των μεγάλων παραγωγών (agribusiness) και πολυεθνικών αλυσίδων super-markets. Η διαμόρφωση των τιμών παραγωγού και καταναλωτή, περιορίζει τόσο το εισόδημα των μικρομεσαίων παραγωγών, όσο και των καταναλωτών σε όφελος των κερδών. Επίσης η συγκεκριμένη πολιτική εντείνει την εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής στις χώρες του βορρά, σε βάρος της οικογενειακής γεωργίας και του περιβάλλοντος και αναπαράγει τις ανισότιμες σχέσεις σε βάρος των αναπτυσσομένων χωρών. Ωστόσο το εμπόριο αγροτικών προϊόντων πρέπει να γίνονται χωρίς οικονομικό, κοινωνικό ή περιβαλλοντικό ντάμπινγκ και να ενισχύει την τοπική παραγωγή και την αγροτική ανάπτυξη.
Ο ΠΟΕ δεν μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο σε θέματα αγροτικής παραγωγής και τροφίμων, όταν οι επιλογές που προωθεί εξυπηρετούν κυρίως τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών και ο ίδιος λειτουργεί ως βασικός πυλώνας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Τα αγροτικά προϊόντα και τα δημόσια αγαθά (νερό, υγεία, εκπαίδευση, ενέργεια, κά), πρέπει να μείνουν εκτός ρυθμίσεων του ΠΟΕ. Το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της «αυτοδυναμίας των λαών στα τρόφιμα» (peopleʼs food sovereignty), η οποία αποκλείει κάθε είδους ντάμπινγκ και διασφαλίζει το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες στις χώρες. Η UNCTAD σε συνεργασία με το FAO, θα μπορούσαν να αναλάβουν την επεξεργασία κανόνων για το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων και η επίβλεψη εφαρμογής τους από ανεξάρτητο θεσμικό όργανο (legal body), υπό την εποπτεία του ΟΗΕ.
Η αναθεώρηση της ΚΑΠ σηματοδοτεί ανοικτά την εφαρμογή νεοφιλελεύθερης πολιτικής στον αγροτικό τομέα. Στην ουσία οι κατευθύνσεις της αποτελούν έκφραση του πνεύματος του σχεδίου ευρωσυντάγματος το οποίο απορρίφθηκε στη συνείδηση των ευρωπαίων πολιτών. Η μείωση σε πραγματικούς όρους των αγροτικών δαπανών (σχεδόν με τα ίδια κονδύλια καλύπτονται 25 αντί 15 χώρες), η αποσύνδεση των επιδοτήσεων από την παραγωγή και οι περικοπές των κονδυλίων στήριξης, θα επιταχύνει τις διαδικασίες καταστροφής των μικρομεσαίων νοικοκυριών και των τάσεων ερήμωσης της υπαίθρου. Από την άλλη, η στήριξη των αγροτών των 12 νέων χωρών, ανέρχεται μόλις στο 25% της στήριξης των ως τώρα 15 χωρών. Ήδη εξʼ αιτίας της ασκούμενης αγροτικής πολιτικής, κάθε λεπτό που περνάει, καταστρέφεται και ένας αγρότης στην ΕΕ. Όσοι υποστηρίζουν την αυτοχρηματοδότηση (co-financing) ή «επανεθνικοποίηση» (re-nationalize) της ΚΑΠ, για την αντιμετώπιση της κρίσης του προϋπολογισμού, αρνούνται την αρχή της αλληλεγγύης και την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης. Ωφελημένες από μια τέτοια επιλογή, θα είναι μόνο οι ισχυρές χώρες.
Οι πρόσφατες συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της ΕΕ για τις δημοσιονομικές προοπτικές της Κοινότητας στο διάστημα 2007-2013, αποκάλυψαν ότι το ανώτατο όριο δαπανών του προϋπολογισμού από 1,24% του ΑΕΠ, προβλέπεται να περιοριστεί στο 1%. Παρʼ ότι η σύνοδος δεν κατέληξε σε συμφωνία, ωστόσο είναι εμφανής η επιλογή συρρίκνωσης τους ιδιαίτερα των αγροτικών δαπανών. Ωστόσο το κύριο πρόβλημα του προϋπολογισμού δεν είναι οι δαπάνες στήριξης του αγροτικό τομέα, αλλά το μικρό συνολικά ύψος του, καθώς το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο μακρο-οικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής που προωθεί η ΕΕ. Προκειμένου να στηριχθούν αναπτυξιακές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές δράσεις, η βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη, η διάσωση κρίσιμων κλάδων και η στήριξη μειονεκτικών περιοχών, απαιτεί τα έσοδα του προϋπολογισμού να αυξηθούν άμεσα στο 2% και σταδιακά να φθάσουν τουλάχιστον 5% του ΑΕΠ της ΕΕ.
Ο πυρήνας της νέας ΚΑΠ (σύστημα decupling, modulation, cross-compliances), όπως και η αγροτική πολιτική των ΗΠΑ (American Farm Bill), διατηρούν έμμεσα τις εξαγωγικές επιδοτήσεις («πράσινο κουτί»/green box) και ευνοούν τους μεγάλους παραγωγούς, τις μεταποιητικές βιομηχανίες και τις πολυεθνικές τροφίμων. Οι τελευταίες με την εισαγωγή φθηνών προϊόντων από τρίτες χώρες και την εξαγωγή πλεονασμάτων σε τιμές ντάμπινγκ, καταστρέφουν τις τοπικές αγροτικές οικονομίες και αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος των μικροπαραγωγών και των καταναλωτών. Οι νεοφιλελεύθερες επιλογές της ΚΑΠ, δεν ωφελούν ούτε τους μικρομεσαίους παραγωγούς, ούτε τους ευρωπαίους καταναλωτές, αλλά κυρίως τους μεγάλους παραγωγούς και εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων, που παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων και αναπαράγουν το πρότυπο της «εντατικής γεωργίας» (μεγάλη κατανάλωση νερού, ενέργειας, αγροχημικών, κά), με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των τροφίμων και στο περιβάλλον. Ιδιαίτερα σκληρά πλήττονται από τη νέα ΚΑΠ οι μικρομεσαίοι αγρότες του ευρωπαϊκού νότου και η παραγωγή των αντίστοιχων μεσογειακών προϊόντων. Ειδικότερα με την αναθεώρηση της «κοινής οργάνωσης αγοράς» λαδιού, καπνού, βαμβακιού, κρασιού, ζάχαρης και οπωροκηπευτικών, οι σημαντικότερες καλλιέργειες της ελληνικής γεωργίας έχουν υποστεί τεράστιο πλήγμα. Παράλληλα η νέα ΚΑΠ δεν παρεμποδίζει αλλά ανοίγει την πόρτα στους Γ.Τ.Ο. και στην παραγωγή «μεταλλαγμένων» προϊόντων. Η πολιτική της «συνύπαρξης» που προωθεί η ΕΕ, δεν προστατεύει ούτε τη «συμβατική», ούτε τη «βιολογική» γεωργία, ούτε βέβαια τη βιοποικιλότητα από τις αρνητικές τους συνέπειες.
Με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, οι τιμές των προϊόντων για τους μικρούς παραγωγούς διαμορφώνονται κάτω από το κόστος, χωρίς ωφέλεια για τους καταναλωτές, αλλά μόνο για τα Super-Markets και τις βιομηχανίες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων. Οι μικρομεσαίοι αγρότες και ιδιαίτερα οι νέοι αγρότες, δεν έχουν ουσιαστικά περιθώρια επιβίωσης στις νέες συνθήκες. Με το σύστημα της «αποσύνδεσης», ο άνισος τρόπος κατανομής των επιδοτήσεων υπέρ των μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων (το 25% παίρνει 75% των επιδοτήσεων) διαιωνίζεται, ενώ αναπαράγονται οι ανισότιμες σχέσεις σε βάρος των αναπτυσσομένων χωρών (πολιτική ντάμπινγκ). Η διατήρηση της «σπουδαιότητας» εξαγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων και δημητριακών, είναι τεχνητή για την ΕΕ, διότι συνοδεύεται από μεγάλες εισαγωγές ζωοτροφών. Επίσης στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, γίνεται μετακίνηση σημαντικού μέρους της αγροτικής παραγωγής (κρασιών, πουλερικών, φρούτων-λαχανικών, κά), σε χώρες χαμηλού κόστους, με χαμηλότερα κοινωνικά και περιβαλλοντικά στάνταρτ.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαίων αγροτών και των καταναλωτών, επιθυμούν μια ΚΑΠ, που θα ρυθμίζει τον όγκο παραγωγής για την αποφυγή πλεονασμάτων, ενώ θα στηρίζει το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών, Θέλουν επίσης να παράγονται υγιεινά και ασφαλή τρόφιμα, με συμβατούς περιβαλλοντικά τρόπους παραγωγής. Η χρήση Γ.Τ.Ο στην παραγωγή προϊόντων και ζωοτροφών πρέπει να απαγορευτεί και να εφαρμοστεί άμεσα το διεθνές Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη «Βιοασφάλεια». Καθιέρωση «υποχρεωτικών» ελέγχων (ιχνηλασιμότητας-σήμανσης) στα εισαγόμενα και στα διακινούμενα προϊόντα διατροφής. Αυστηρός έλεγχος για τον εντοπισμό τοξικών ουσιών σε τρόφιμα (διοξινών, νιτρικών οξέων, βαρέων μετάλλων και αντιβιοτικών) και ανάληψη της νομικής και οικονομικής ευθύνης από τις βιομηχανίες μεταποίησης προϊόντων (upstream), καθώς και παραγωγής αγροτικών εφοδίων (downstream), για κάθε βλάβη που προκύψει στην ανθρώπινη υγεία, στα ζώα και στο περιβάλλον. Χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν τα πρότυπα ποιότητας, με βάση τα συμφέροντα των καταναλωτών και όχι του μαζικού μάρκετινγκ (mass marketing).
Οι αγροτικές επιδοτήσεις θα πρέπει να δίδονται με κριτήρια οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά και όχι προς όφελος των μεγάλων παραγωγών, ορισμένων κλάδων και ορισμένων χωρών. Στόχο να έχουν τη στήριξη της βιώσιμης οικογενειακής γεωργίας και όχι την εξαγωγή προϊόντων σε χαμηλές τιμές. Να υπάρχει όριο στο ύψος τους, ανά παραγωγό και καλλιέργεια και να στηρίζουν κατεξοχήν τους μικρομεσαίους αγρότες. Οι εξαγωγικές επιδοτήσεις πρέπει να καταργηθούν και τα ελλειμματικά προϊόντα να έχουν προστασία από εισαγωγές σε χαμηλές τιμές. Να εξασφαλιστεί συμπληρωματική εισοδηματική ενίσχυση στους αγρότες ορεινών, απομακρυσμένων και άγονων περιοχών, που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κόστος παραγωγής.
Η πολιτική της αγροτικής ανάπτυξης δεν μπορεί να κυριαρχείται από την «οικονομική ανταγωνιστικότητα», παραγνωρίζοντας το περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος, καθώς και τις απαιτήσεις των καταναλωτών για υγιεινά και ποιοτικά τρόφιμα. Η ποιοτική γεωργία και η βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη να γίνουν βασικός άξονας της αγροτικής πολιτικής. Η λατρεία της «οικονομικής ανταγωνιστικότητας» και της εντατικής γεωργίας με χρήση αγροχημικών, η πολιτική ντάμπινγκ και τα μεταλλαγμένα δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών που ζητούν υγιεινά τρόφιμα και έλεγχο ποιότητας.
Εκτός από τη στήριξη της οικογενειακής γεωργίας, στόχος της αγροτικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο πρέπει να είναι, ο έλεγχος της ασυδοσίας των πολυεθνικών, η μείωση της ψαλίδας τιμών μεταξύ παραγωγού-καταναλωτή, η συνολική ασφάλιση της αγροτικής παραγωγής, η παροχή αγροτικών συντάξεων που να εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση, οι επενδύσεις σε έργα οικονομικο-τεχνικής υποδομής και σε κοινωνικές υπηρεσίες, ώστε να μειωθούν σταθερά οι διαφορές στο επίπεδο ζωής, μεταξύ πόλης και υπαίθρου.
Η αγροτική παραγωγή πρέπει να αποτελεί τον κεντρικό άξονα ανάπτυξης της υπαίθρου, με την εφαρμογή κλαδικών πολιτικών, στήριξη της γεωργο-κτηνοτροφικής (agro-pastoral) βιοποικιλότητας, καθώς και της απασχόλησης ιδιαίτερα των νέων και γυναικών. Πρέπει να σταματήσει το εμπόριο δικαιωμάτων παραγωγής (production rights) και η φορολογική επιβάρυνση κατά τη μεταβίβαση γης σε αγρότες. Να δοθούν κίνητρα εγκατάστασης νέων αγροτών και ενοικίασης γης από μικρομεσαίους παραγωγούς. Αποτροπή της παραπέρα συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής και στήριξη της ανάπτυξης της αιγο-προβατοτροφίας σε λιγότερα αναπτυγμένες περιοχές.
Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς θεωρεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο χρειάζεται μια άλλη αγροτική πολιτική, αποδεκτή (legitimate) από οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και διεθνή άποψη. Το ΚΕΑ είναι αντίθετο στην ιδέα κατάργησης της ΚΑΠ και τάσσεται υπέρ της ριζικής μεταρρύθμισης της, με χαρακτηριστικά τον καθορισμό τιμών παραγωγού λαμβάνοντας υπόψη το κόστος (market regulation), τη διαχείριση προσφοράς αγροτικών προϊόντων (supply management), τη σύνδεση του εισοδήματος των αγροτών με την παραγωγή για στήριξη της οικογενειακής γεωργίας, τη δικαιότερη κατανομή των επιδοτήσεων υπέρ των μικρομεσαίων παραγωγών, την εφαρμογή κοινοτικής προτίμησης στα ελλειμματικά προϊόντα ιδιαίτερα τα «μεσογειακά», την εφαρμογή κανόνων ασφάλειας και υγιεινής στα τρόφιμα, καθώς και ειδικών μέτρων στήριξης των μειονεκτικών περιοχών, των τοπικών ποιοτικών προϊόντων και του περιβάλλοντος.
Τα ειδικά μέτρα υπέρ των μικρομεσαίων νοικοκυριών, δεν πρέπει να έχουν ως βάση τα εκτάρια αλλά τον αριθμό των απασχολουμένων (οι παραγωγοί χρειάζονται περισσότερους γείτονες από.… εκτάρια). Η ΕΕ έχει να ωφεληθεί πολλαπλά από τη διατήρηση της οικογενειακής γεωργίας, τόσο από άποψη ασφάλειας τροφίμων (food safety), όσο και από κοινωνική και πολυ-λειτουργική άποψη. Πρέπει να σταματήσει η τάση συγκέντρωσης της γης και της παραγωγής σε λιγότερα χέρια και να διατηρηθεί η βασική μάζα των αγροτών στην ύπαιθρο. Η παραμονή ενός σημαντικού αριθμού εργαζομένων στον αγροτικό τομέα, δεν είναι φαινόμενο οικονομικής «καθυστέρησης», αλλά «προστιθεμένης αξίας» για την κοινωνία, γιατί παίζουν θετικό ρόλο στην παραγωγή ποιοτικών τοπικών προϊόντων, στη μείωση της ανεργίας, στη διατήρηση καθαρότητας της γης και του περιβάλλοντος.
Η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, σημαίνει εφαρμογή μιας νέας αγροτικής πολιτικής αποδεκτής (legitimacy), βιώσιμης (sustainable) και υποστηρικτικής (supportive), με θεμέλιο την αρχή της «αυτοδυναμίας» κάθε χώρας σε βασικά τρόφιμα (peopleʼs food sovereignty). Στις προτεραιότητες της νέας ΚΑΠ, πρέπει να είναι η ανάπτυξη της οικογενειακής γεωργίας και η κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς σε τρόφιμα, αντί της παραγωγής με στόχο τις εξαγωγές. Η οργάνωση της διαχείρισης προσφοράς προϊόντων (supply management), καθώς και εφαρμογή βιώσιμων, κοινωνικά και περιβαλλοντικά, μεθόδων παραγωγής.
Η αναγνώριση του μόχθου των αγροτών, με καθορισμό τιμών στα προϊόντα, υπολογίζοντας το κόστος παραγωγής και τον έλεγχο των ολιγοπωλιακών δομών εμπορίας αγροτικών προϊόντων και εφοδίων, αποτελεί αναγκαίο όρο για την προστασία του εισοδήματος των παραγωγών και των καταναλωτών, ιδιαίτερα των μισθωτών και συνταξιούχων. Η ενίσχυση της αυτονομίας της ευρωπαϊκής γεωργίας σε ζωοτροφές, η στήριξη των περιφερειακών και τοπικών αγορών, η αξιοπιστία των ελέγχων ποιότητας και η απαγόρευση των μεταλλαγμένων, αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες για την επιβίωση της. Τέλος χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξη της ζωής στην ύπαιθρο, με την παροχή ειδικών κινήτρων εγκατάστασης νέων αγροτών, την εξασφάλιση ισότητας δικαιωμάτων και ευκαιριών ανδρών και γυναικών, καθώς και ουσιαστική βελτίωση της θέσης των «εργατο-αγροτών» και «οικονομικών μεταναστών» στον αγροτικό τομέα.
Μείωση του κόστους παραγωγής, με βελτίωση υποδομών και έλεγχο τιμών των αγροτικών εφοδίων (σπόροι, λιπάσματα, μηχανήματα, καύσιμα, αγροτικά αυτοκίνητα και άλλα είδη). Στήριξη των συλλογικών μορφών οργάνωσης των παραγωγών, ιδιαίτερα πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών και κυρίαρχο ρόλο στη μεταποίηση και εμπορία. Η εφαρμογή προγραμμάτων ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας. Η προστασία του φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού (έρευνα, παραγωγή, πιστοποίηση, έλεγχος και εμπορία) και διασφάλιση του δικαιώματος των αγροτών να έχουν τους δικούς τους σπόρους.
Όσον αφορά το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων, χρειάζεται η επεξεργασία ενός νέου διαπραγματευτικού πλαισίου στον ΠΟΕ, που θα αποτρέπει τις πρακτικές ντάμπινγκ και τις ανισότιμες ανταλλαγές και θα επιφέρει ριζικές αλλαγές στη λειτουργία του (ισοτιμία, αντιπροσωπευτικότητα, δημοκρατική λειτουργία, κλπ), ώστε να γίνει διεθνής οργανισμός υπό την εποπτεία του ΟΗΕ για προώθηση ισότιμων και αμοιβαία επωφελών οικονομικών σχέσεων, αντί πυλώνας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Τέλος κρίσιμος παράγοντας μιας εναλλακτικής αριστερής πολιτικής στον αγροτικό τομέα, είναι η ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, που θα εκφράζει τα συμφέροντα των μικρομεσαίων αγροτών και την ανάπτυξη της συνεργασίας και κοινής δράσης με άλλα κοινωνικά κινήματα (συνεταιριστικό, εργατικό, οικολογικό κλπ), κατά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Με βάση τα παραπάνω προτείνουμε, στα πλαίσια του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, τη συγκρότηση μόνιμης επιτροπής αγροτικών θεμάτων, τη συστηματική ανταλλαγή γνωμών, ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών και συντονισμό παρεμβάσεων, σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου και των άλλων θεσμικών οργάνων της ΕΕ.