Η Υγεία και οι πολιτικές υγείας, πρέπει να κατανοούνται ως σύνθετο φάσμα επιλογών, σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, με όλη την ιστορική τους διάσταση και ποικιλομορφία. Στον καπιταλισμό, εκτός από την επιδημιολογική διάσταση, οι πολιτικές υγείας αντανακλούν τις υπάρχουσες ταξικές διαφορές (εισοδήματος, βιοτικού επιπέδου, συνθηκών ζωής, εργασίας, κλπ), καθώς και τα αποτελέσματα της ταξικής πάλης. Σε συνθήκες ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, οι πολιτικές υγείας αντανακλούν τις προτεραιότητες της κοινωνίας, που στη σημαία της γράφει, «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητες του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».
Στις σημερινές συνθήκες, ο τομέας υγείας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, στις αρχές του νέου αιώνα, οι συνολικές δαπάνες ανέρχονταν σε παγκόσμιο επίπεδο, τα 4 τρις δολάρια, δηλ. περίπου 8% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ απασχολούνταν (ιατρικό, νοσηλευτικό, κλπ, προσωπικό) πάνω από 55 εκατ. άτομα. Και μόνο αυτά εξηγούν το αυξανόμενο ενδιαφέρον του ιδιωτικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών, για κερδοσκοπική του δράση στον τομέα της υγείας.
Τις τελευταίες δεκαετίες κάτω από την επίδραση σειράς παραγόντων, ασκούνται ισχυρές πιέσεις για αλλαγές στα υπάρχοντα συστήματα υγείας.[1] Ειδικότερα στις ανεπτυγμένες χώρες, η μετατόπιση του κέντρου βάρους («επιδημιολογική μετάβαση»), από τις «μεταδοτικές ασθένειες» και τις «ασθένειες φτώχειας», στις «σύγχρονες ασθένειες» (καρδιοαγγειακές παθήσεις, αρθρίτιδα, καρκίνος, παράνοιες, κά), σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην ιατρική τεχνολογία, τα φάρμακα, τις νέες ειδικότητες σε ιατρικό-νοσηλευτικό προσωπικό, τις αυξανόμενες προσδοκίες για καλύτερες υπηρεσίες και συνακόλουθα αυξημένες δαπάνες υπηρεσιών υγείας, εντείνονται οι πιέσεις για αλλαγές όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε επίπεδο οργάνωσης και στρατηγικών επιλογών. Ωστόσο το κρίσιμο ερώτημα δεν αφορά την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, όσο κατά πόσο οι αλλαγές που προωθούνται, αντιστοιχούν στις πρωταρχικές ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού ή έχουν ως αφετηρία, τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, ισχυρών επιχειρηματικών κέντρων, κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών.
Ειδικότερα η βαθμιαία μετάβαση στις αρχές δεκαετίας 1980, από το «Κεϋνσιανό» στο «νεοφιλελεύθερο» μοντέλο διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, στο κοινωνικό πεδίο η συγκεκριμένη μετάβαση εκφράστηκε με την πολιτική της «κοινωνικής ρεβάνς», σε αντίθετη με την πολιτική της «κοινωνικής συναίνεσης» που ίσχυε, προϊόν του μεταπολεμικού συσχετισμού ταξικών και πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.[2] Μιας πολιτικής που σήμαινε τη βαθμιαία απόσυρση του «κοινωνικού κράτους» από το πεδίο προσφοράς κοινωνικών αγαθών, μεταξύ άλλων και της υγείας, την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας-πρόνοιας, σε βάρος των εργαζομένων και των αδύναμων κοινωνικών ομάδων.
Συγκεκριμένα στον τομέα της υγείας, άρχισαν να προωθούνται μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του ρόλου της αγοράς (περικοπές δαπανών υγείας, «εξορθολογισμός» με περικοπές στην έγκριση φαρμάκων και θεραπειών, αύξηση εισφορών, μείωση προσωπικού, κά). Από τις αρχές δεκαετίας ʼ90, η συγκεκριμένη πολιτική, πήρε γενικευμένο χαρακτήρα, με εντονότερη προώθηση του «μοντέλου αγοράς» στην υγεία,[3] στο βαθμό πάντα που κατάφερναν να κάμψουν τις αντιστάσεις των εργαζόμενων και συνολικά της κοινωνίας.
Οι βασικοί άξονες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (που σε διαφορετικό «πλάτος» και «βάθος» προωθήθηκε τα τελευταία 15 χρόνια σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και ιδιαίτερα στην ΕΕ και στην Ελλάδα)[4], συνδέονται με τις εξής διαδικασίες:
• περικοπή κονδυλίων για υπηρεσίες υγείας και δαπάνες προσωπικού (περικοπές ακριβών υπηρεσιών περίθαλψης, μείωση χρόνου παραμονής στα νοσοκομεία, μείωση προσωπικού, περικοπές ακριβών φαρμάκων, κά). (OECD, 2001a)
• πολιτική ιδιωτικοποίησης, είτε σε επίπεδο «ιδιοκτησίας» (εγκαταστάσεις φορέων υγείας), είτε «διεύθυνσης» (διαχείριση υπηρεσιών), είτε «υγειονομικής περίθαλψης» (υπηρεσίες στήριξης), είτε «χρηματοδότησης» (συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού), είτε τέλος με εξασφάλιση ευνοϊκότερων «όρων ανταγωνισμού» υπέρ του ιδιωτικού. (PSI, 1999).
• διοικητική αποκέντρωση στην προσφορά υπηρεσιών, στο όνομα της καλύτερης εξυπηρέτησης του πολίτη, η οποία στην πράξη ήταν γραφειοκρατική αποσυγκέντρωση, με αποτέλεσμα την αύξηση του διοικητικού κόστους και άνοιγμα του δρόμου για ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών υγείας.
• συμβάσεις μεταξύ αγοραστών-προμηθευτών υγείας, αποτέλεσε βήμα απομάκρυνσης από την αρχή τη κοινωνικής αλληλεγγύης και την προσφορά υγειονομικών υπηρεσιών ως εμπόρευμα με στόχο το κέρδος.
• εταιρειοποίηση νοσοκομείων με διάφορες μορφές και λειτουργία ως επιχειρηματικές μονάδες («νοσοκομειακά ιδρύματα» στην Ισπανία και Σουηδία, «νοσοκομειακές επιχειρήσεις» και «ειδικοί φορείς» στην Πορτογαλία και Αγγλία, κλπ), λειτούργησαν ως βήμα ιδιωτικοποίησης.
• κίνητρα ενίσχυσης ιδιωτικού τομέα, είτε με την ένταξη ιδιωτικών μονάδων σε αναπτυξιακούς νόμους, είτε με ευνοϊκές ρυθμίσεις, είτε με χαλαρό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ελέγχου της δράσης του.
• αγορά υπηρεσιών υγείας δημόσιων φορέων από τον ιδιωτικό τομέα (κυρίως σε χώρες με αναπτυγμένο ιδιωτικό τομέα, όπως Γαλλία, Ιαπωνία, Ιταλία), κατά κανόνα σε υψηλές τιμές σε όφελος των κερδών. (Lister, 2005).
• επιβολή ανταποδοτικών εισφορών για παρεχόμενες υπηρεσίες, προκειμένου να περιοριστεί η ζήτηση και να μειωθεί το κόστος, καθιέρωση «εγκεκριμένου καταλόγου» υπηρεσιών για χρηματοδότηση, κά. Σε ορισμένες χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία), η επιβολή εισφορών στους χρήστες φθάνει 20% του κόστους υγειονομικής περίθαλψης). (Mosialos et al, 2002).
• σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), στην κατασκευή νοσοκομείων, εκμετάλλευση τους από ιδιώτες και τυπική διατήρηση τους στο δημόσιο σύστημα υπηρεσιών υγείας, εκτρέποντας κεφαλαιακούς πόρους και εισοδήματα προς τον ιδιωτικό τομέα. (Lister, 2002).
• επιλεκτική επέκταση ιδιωτικού τομέα υγείας, σε υψηλής κερδοφορίας δραστηριότητες, δημιουργία μεγάλων μονάδων υγείας, διαδικασίες εξαγορών-συγχωνεύσεων και δημιουργία επιχειρηματικών ομίλων υγείας, ή θυγατρικών εταιριών (ιδιωτικές κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, μαιευτήρια, κά), στα πλαίσια ευρύτερων πολυκλαδικών και πολυεθνικών ομίλων.
• ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις φαρμάκων, κυρίως μέσω της αλλαγής συσκευασίας και μετακύλιση μεγάλου μέρους της δαπάνης στους ασθενείς μέσω «συμμετοχής», στο όνομα της καταπολέμησης του «καταναλωτισμού» φαρμάκων, κά. (Στην Ελλάδα η «συμμετοχή» στα φάρμακα ανέρχεται στο 25%, στην Ουγγαρία φθάνει 35%, κλπ). (Mosialos et al, 2002)
• αύξηση εισφορών και επέκταση ιδιωτικής ασφάλισης, ιδιαίτερα στα μικτά κοινωνικο-ασφαλιστικά συστήματα, για την εξασφάλισης υγειονομικής περίθαλψης.
• αποδιάρθρωση εργασιακών σχέσεων (προσωρινή εργασία, ελαστικοποίηση εργάσιμου χρόνου, εξαντλητικά ωράρια, ελλείψεις προσωπικού, συρρίκνωση αμοιβών, κά)
• εφαρμογή προγραμμάτων αποσυλοποίησης της ψυχικής υγείας και μεταφορά μεγάλου μέρους της δαπάνης περίθαλψης και της φροντίδας στους ασθενείς και στις οικογένειες τους μέσω διαφόρων αποκεντρωμένων ιδρυμάτων.
• περικοπές προγραμμάτων Πρόνοιας, μείωση κονδυλίων και μεταφορά κόστους στα άτομα με αναπηρία και στις οικογένειες τους, ώθηση των φορέων πρόνοιας σε αναζήτηση στήριξης από χορηγούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα, κά, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας και μείωση του βαθμού προστασίας της συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών.
Τα αποτελέσματα προώθησης των πιο πάνω πολιτικών (με βάση τις εμπειρίες των ευρωπαϊκών χωρών και της Ελλάδας), συνοψίζονται στα εξής: α) αναπαραγωγή των υπαρχόντων προβλημάτων στον τομέα υγείας-πρόνοιας και δημιουργία νέων, διαψεύδοντας τις υποσχέσεις περί ενίσχυσης της αποδοτικότητας και βελτίωσης των υπηρεσιών, β) οι νέες πολιτικές εφαρμόστηκαν χωρίς την ύπαρξη τεκμηριωμένων μελετών στήριξης της σκοπιμότητας και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων τους, γ) το κόστος και οι αντίστοιχες δαπάνες υγείας αυξήθηκαν, αλλά ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι δαπάνες διοίκησης και διαχείρισης, ενώ η αύξηση της απασχόλησης ήταν κυρίως στο διοικητικό τομέα και όχι στο ιατρικό - νοσηλευτικό προσωπικό που έχουν ανάγκη οι πολίτες και τέλος δ) διευρύνθηκε συνολικά ο ιδιωτικός τομέας υγείας σε βάρος του δημόσιου, ιδιαίτερα σε ορισμένους τομείς, τα κέρδη γνώρισαν άνθηση, ενώ η δυνατότητα πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, περιορίστηκε (ιδιαίτερα ηλικιωμένων, ψυχασθενών, ατόμων με αναπηρία, φτωχών και γενικότερα όσων έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και είναι οικονομικά ανίσχυροι).
Κατά συνέπεια η προώθηση μεταρρυθμίσεων «τύπου αγοράς» στα συστήματα υγείας, είχε ως αφετηρία οικονομικές και ιδεολογικές επιλογές (κερδοφόρες τοποθετήσεις κεφαλαιούχων σε επιλεγμένους τομείς υπηρεσιών υγείας, προσφορά πολυτελών υπηρεσιών στα εύπορα τμήματα του πληθυσμού, κά) και όχι τις πραγματικές ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Με τη συγκεκριμένη πολιτική, η παροχή υπηρεσιών υγείας γίνεται πιο ταξική και κοινωνικά πιο ανάλγητη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το συνολικό «μενού» μεταρρυθμίσεων, ήταν προϊόν κατευθύνσεων γνωστών διεθνών οργανισμών («πυλώνων» του νεοφιλελευθερισμού), όπως του ΟΟΣΑ, του ΔΝΤ και ΠΟΕ, της «Παγκόσμιας Τράπεζας» (ΠΤ), και σε μεγάλο βαθμό του «Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας» (ΠΟΥ), καθώς και της ΕΕ.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τον ΠΟΥ, η δράση του την τελευταία δεκαετία όλο και περισσότερο συντάσσεται με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές των διεθνών κέντρων του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό έχει άμεση σχέση με την προέλευση των εσόδων (1 δις δολάρια αποτελούν εισφορές εκτός προϋπολογισμού), με αποτέλεσμα την εξάρτηση του είτε από την ΠΤ, είτε από κυβερνήσεις-χορηγούς (ΗΠΑ), είτε φαρμακοβιομηχανίες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, κά.
Από την άλλη μεριά, η συμφωνία για το εμπόριο υπηρεσιών (GATS) στα πλαίσια του «Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου» (ΠΟΕ), εξαιρεί από τους εμπορικούς κανόνες την παροχή υπηρεσιών υγείας από κυβερνητικά όργανα, μόνο αν δεν παρέχονται σε εμπορική βάση, ούτε με όρους ανταγωνισμού. Διαφορετικά θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ίδιοι όροι προσφοράς και ανταγωνισμού υπηρεσιών υγείας, μεταξύ δημοσίων, ιδιωτικών και ξένων φορέων (πολυεθνικές).
Επίσης από την μεριά της η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ), προωθεί την ιδέα καθιέρωσης δύο επιπέδων συστημάτων υγείας. Το πρώτο για τις αναπτυγμένες χώρες, όπου τα συστήματα υγείας θα μπορούσαν, με βάση τις ιδιαιτερότητες της κοινωνικής ασφάλισης, να ενθαρρύνουν τις διαδικασίες εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης και το δεύτερο στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η προσφορά υπηρεσιών υγείας θα μπορούσε να διχοτομηθεί, με την προσφορά από το δημόσιο ενός ελάχιστου πακέτου δημόσιων υπηρεσιών για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού και από εκεί και πέρα τον κύριο ρόλο θα παίζει ο ιδιωτικός τομέας. Η συγκεκριμένη ιδέα καλλιεργείται συστηματικά και στις αναπτυγμένες χώρες, προλειαίνοντας το έδαφος για τη μετάβαση των εθνικών συστημάτων υγείας στο μοντέλο της αγοράς υγείαας, τύπου ΗΠΑ.
Τέλος σε επίπεδο ΕΕ, παρʼ ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική υγείας[5], ωστόσο με τις κατευθύνσεις μακροοικονομικής πολιτικής (Ecofin και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), τις επιλογές των κυβερνήσεων των χωρών μελών και τις απαιτήσεις ισχυρών οικονομικών συμφερόντων (πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών, εταιριών ιατρικού εξοπλισμού, ιδιωτικών εταιριών υγείας, κλπ), προωθείται συστηματικά το ιδιωτικό μοντέλο υγείας.
Στην Ελλάδα, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υγείας, άρχισαν να εφαρμόζονται από τις αρχές δεκαετίας ʼ90 και να προωθούνται σταδιακά και σταθερά, τόσο από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ,[6] έχοντας τα εξής κύρια χαρακτηριστικά:
α) Περιορισμός των δημοσίων δαπανών υγείας και αύξηση αντίστοιχα των ιδιωτικών δαπανών. Η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τις ΗΠΑ από πλευράς ιδιωτικών δαπανών υγείας στο ΑΕΠ (έφθασε το 48,3%) στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ.
β) Ιδιωτικοποίηση ορισμένων λειτουργιών των δημόσιων νοσοκομείων (λογιστηρίου, καθαριότητας, φύλαξης, εστίασης, διαχείρισης αποβλήτων, κά), καθώς ενοικίαση δημοσίων κλινών, καθώς κλινών εντατικής θεραπείας, στον ιδιωτικό τομέα.
γ) προώθηση της συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού για κατασκευή δημόσιων νοσοκομείων με αντάλλαγμα τη διαχείριση και εκμετάλλευση τους για ορισμένο χρονικό διάστημα.
δ) εκχώρηση στον ιδιωτικό τομέα της κοινωνικής φροντίδας και της αποκατάστασης.
ε) Μείωση νοσηλευτικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
στ) Διεύρυνση του ιδιωτικού τομέα υγείας και της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, με διαμόρφωση υψηλών ποσοστών κερδοφορίας.
ζ) Αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των ασθενών στη δαπάνη για φάρμακα και περιορισμούς στην ελευθερία πρόσβασης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, κά.
Τα μέτρα αυτά, έχουν οδηγήσει σε υποβάθμιση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, έχουν φορτώσει πρόσθετα βάρη στους αποδέκτες υπηρεσιών και έχουν αυξήσει συνολικά το κοινωνικό κόστος των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας.
Τα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, φέρνουν στην επιφάνεια, σε ένα ακόμα σοβαρό ζήτημα, την επεξεργασία εναλλακτικής πολιτικής υγείας-πρόνοιας. Οπωσδήποτε οι ιστορικές διαφορές των συστημάτων υγείας μεταξύ χωρών, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εναλλακτικής στρατηγικής. Ιστορικά έχουν εφαρμοστεί, όπως ήδη αναφέραμε, τέσσερα διακριτά μοντέλα με διάφορες παραλλαγές σε διάφορες χώρες. α) Το λεγόμενο μοντέλο «Beveridge» (Αγγλία και σκανδιναβικές χώρες), β) το λεγόμενο μοντέλο «Bismarck» (Γερμανία, Ολλανδία, κά), γ) το «μοντέλο της αγοράς» (ΗΠΑ, κά), δ) και τέλος το λεγόμενο μοντέλο «Semanshko» στις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι κυριότερες διαφορές μεταξύ τους, ανάγονται κυρίως στις μεθόδους χρηματοδότησης, στον τρόπο οργάνωσης και στο βαθμό κάλυψης των αναγκών της κοινωνίας.
Κατά συνέπεια μεταξύ των συστημάτων παροχής υπηρεσιών υγείας, υπάρχουν «μοντέλα» προς «μίμηση» και μοντέλα προς «αποφυγή». Στη βάση αυτού του σχήματος, έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τα συστήματα υγείας Καναδά και ΗΠΑ. Ειδικότερα ο Καναδάς στη δεκαετία ʼ60, εγκατέλειψε το ιδιωτικό μοντέλο υγείας των ΗΠΑ, δημιουργώντας δημόσιο σύστημα (medicare), το οποίο προσφέρει συνολική υγειονομική κάλυψη σε όλο τον πληθυσμό, καλύπτοντας 99% των δαπανών σε ιατρικές υπηρεσίες και 70% των νοσοκομειακών (Τα ιδιωτικά νοσοκομεία αποτελούν το 5% της νοσοκομειακής υποδομής). Αντίθετα το σύστημα των ΗΠΑ, στηρίζεται αποκλειστικά σχεδόν στον ιδιωτικό τομέα. Παρʼ ότι οι δαπάνες υγείας στις ΗΠΑ, σε ποσοστό του ΑΕΠ, είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο (13% σε σχέση με 9,2% του Καναδά), ο Καναδάς καλύπτει σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού, ενώ οι ΗΠΑ δεν παρέχουν καμία υγειονομική κάλυψη σε 40 εκατ. πολίτες (ποσοστό 20%, του πληθυσμού, δηλαδή οι πιο φτωχοί). Επίσης ενώ οι διοικητικές δαπάνες στο σύστημα των ΗΠΑ είναι 31%, στον Καναδά είναι 16,7%, οι δε απασχολούμενοι στις διοικητικές υπηρεσίες είναι 27% και στον Καναδά 16%.
Κατά συνέπεια παρʼ ότι το σύστημα του Καναδά δεν είναι «ιδανικό», δείχνει ωστόσο την κατεύθυνση της εναλλακτικής πολιτικής στις νεοφιλελεύθερες «συνταγές», που έχουν ως πρότυπο το «μοντέλο αγοράς» των ΗΠΑ. Φυσικά υπάρχουν και καλύτερα παραδείγματα, κάτω φυσικά από διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις, όπως πχ της Κούβας, που σε πρόσφατη Έκθεση του Παναμερικανικού Οργανισμού Υγείας (PAHO, 2003) επισημαίνεται ότι το σύστημα υγείας της είναι από τα καλύτερα στον κόσμο!
Με βάση τα παραπάνω, οι άξονες ενός εναλλακτικού μοντέλου υγείας θα πρέπει να έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
α) η υγεία δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα αλλά δημόσιο κοινωνικό αγαθό και να προσφέρεται σε όλους τους πολίτες,
β) στόχος του δημόσιου συστήματος υγείας είναι η εξασφάλιση δωρεάν και επαρκούς κάλυψης υγειονομικής φροντίδας σε όσους έχουν ανάγκη,
γ) ανάπτυξη δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με ελεύθερη πρόσβαση για όλους τους πολίτες,
δ) χρηματοδοτική στήριξη του συστήματος από το δημόσιο (είτε από τη φορολογία, είτε από φορολογία και ασφαλιστικούς οργανισμούς),
ε) οργάνωση του συστήματος σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο με διακριτά όρια ευθύνης και τους αναγκαίους πόρους,
στ) εξασφάλιση υψηλής ποιότητας υπηρεσιών, επαρκής στελέχωση των μονάδων σε ιατρικό και νοσοκομειακό προσωπικό και με ικανοποιητικές αμοιβές,
ζ) εξασφάλιση εκπροσώπων των εργαζομένων και χρηστών υγείας στις διοικήσεις των μονάδων,
η) άμεση ένταξη των μεγάλων ιδιωτικών μονάδων υγείας στο δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο, όπως επίσης των νοσοκομειακών μονάδων ΣΔΙΤ και ιδιωτικοποιημένων υπηρεσιών, καθορισμός αυστηρού πλαισίου λειτουργίας και ελέγχου των υπόλοιπων ιδιωτικών θεραπευτηρίων και διαγνωστικών κέντρων και ένταξή τους σε βάθος χρόνου, στο ενιαίο δημόσιο σύστημα υγείας-πρόνοιας.
θ) έλεγχος στις τιμές των φαρμάκων και καταπολέμηση των ολιγοπωλιακών δομών στην παραγωγή και εμπορία τους, καθώς ενίσχυση του ρόλου των δημοσίων φορέων (ΕΟΦ, ΙΦΕΤ).
ι) συστηματικός έλεγχος και πάταξη των φαινομένων διαφθοράς στο δημόσιο, στις προμήθειες των νοσοκομείων, κά.
Τέλος, η συνολική απόδοση του πιο πάνω πλαισίου, προϋποθέτει αντίστοιχες αλλαγές στο χαρακτήρα της μακροοικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, με προτεραιότητα την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, όλων εκείνων που δημιουργούν τον οικονομικό και πνευματικό πλούτο της κοινωνίας. Ωστόσο το ζήτημα της υγείας δεν εξαρτάται μόνο από την πρόληψη και την καταστολή των ασθενειών, αλλά και από γενικότερες παραμέτρους και πολιτικές, όπως υγιεινά τρόφιμα, υγιεινό περιβάλλον, υγιεινή κατοικία, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και πολλά άλλα, τα οποία πρέπει να απορρέουν από αντίστοιχες πολιτικές.
Κατά συνέπεια το κίνημα υγείας και η Αριστερά, προβάλλει και διεκδικεί, τόσο τα ειδικά όσο και τα γενικότερα αιτήματα, που συμπυκνώνονται στο στόχο «Υγεία για όλους τώρα», και ο οποίος αποτελεί κεντρικό σύνθημα του διεθνούς δικτύου οργανώσεων «κίνημα των λαών για την υγεία» (ΡΗΜ), στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.