Η πρόσφατη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων επισφράγισε την κρίση που δυσφημεί το Πάντειο Πανεπιστήμιο από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990. Η υπόθεση αυτή αναδείχθηκε και έφθασε στη δικαιοσύνη από τα ίδια τα συλλογικά όργανα του Ιδρύματος, μέσα σε κλίμα απειλών, ξυλοδαρμών και έντασης που κόστισε τη ζωή στον τότε πρύτανη Ηλία Σιδηρόπουλο. Η ακροαματική διαδικασία διήρκησε δέκα εννέα (19) μήνες. Αυτό το ασυνήθιστα μεγάλο διάστημα βοήθησε το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη αντίληψη για τις αποδιδόμενες κατηγορίες και να καταλήξει ομόφωνα στις επιβληθείσες ποινές. Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι στον πρώτο βαθμό της δίκης και, βάσει των αποδεδειγμένων κατά το δικαστήριο εγκλημάτων, επιμερίστηκαν οι κατά νόμο ποινές. Οι καταδίκες αυτές δεν αφορούν διοικητικές παραλήψεις και κακοδιαχείριση αλλά βαρύτατα οικονομικά εγκλήματα που είχαν ως συνέπεια την απώλεια οκτώ εκατομμυρίων ευρώ εις βάρος του ελληνικού δημοσίου.
Η σημερινή φιλολογία περί υπερβολικών ποινών που δεν συνάδουν με το κύρος και την προσωπικότητα των καταδικασθέντων, παραβλέπει τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπʼ όψη το δικαστήριο. Η αποδεδειγμένη και εκτεταμένη διαφθορά στη διοίκηση ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος δεν αφήνει περιθώρια επιείκειας εν ονόματι της προσωπικότητας και του κύρους των υπαιτίων.
Η υπόθεση του Παντείου Πανεπιστημίου αποδεικνύει ότι τα συλλογικά όργανα διοίκησης των ΑΕΙ είναι θεσμοί που μπορούν να λειτουργούν πολύ αποτελεσματικά με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και να εγγυώνται τις αρχές στις οποίες εδράζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Αντίθετα, η μεταφορά αρμοδιοτήτων των συλλογικών οργάνων σε ολιγοπρόσωπα κέντρα ή σε μάνατζερ όχι μόνο δεν θεραπεύει αλλά εντείνει το καθεστώς της αδιαφάνειας και της αυθαιρεσίας. Δεν απαιτούνται μάνατζερ για τη λειτουργία των ΑΕΙ αλλά χρηστή διοίκηση με βάση τις αρχές της δημοσιότητας και την τήρηση των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων.
Η Πολιτική Κίνηση Πανεπιστημιακών Αθήνας του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ