Η κυβέρνηση δεν προχώρησε μέχρι τώρα στην εφαρμογή της "αξιολόγησης" - χειραγώγησης. Προτίμησε να μην ανοίξει προς το παρόν άλλο ένα μέτωπο στο χώρο της εκπαίδευσης. Η προσπάθειά της για σταδιακή εφαρμογή της αξιολόγησης μέσω των επιτροπών αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας δεν πέρασε. Μετά τις πρόσφατες "βελτιωτικές" παρεμβάσεις, που αναγκάστηκε να κάνει η ηγεσία του ΥΠΕΠΘ στη χρεοκοπημένη και αποδυναμωμένη λόγω των εκπαιδευτικών αγώνων μεταρρύθμιση - απορύθμιση, ήρθε η ώρα της προώθησης και εφαρμογής του "νέου συστήματος αξιολόγησης". Το νομοσχέδιο βρίσκεται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας και θα κατατεθεί στη Βουλή το επόμενο διάστημα.
Οι καθολικές αντιδράσεις των εκπαιδευτικών ως προς την "αξιολόγηση" - χειραγώγηση και ειδικότερα προς το Σώμα Μόνιμων Αξιολογητών (Σ.Μ.Α.) ανάγκασαν την ηγεσία του ΥΠΕΠΘ "να κάνει ένα βήμα πίσω" προκειμένου να μπορέσει να κάνει στη συνέχεια "δυο βήματα μπροστά". Έτσι, προσανατολίζεται στην κατάργηση των διατάξεων για τη συγκρότηση του Σ.Μ.Α., χωρίς όμως να αναιρούνται η φιλοσοφία και οι στόχοι της "αξιολόγησης". Αυτό που φαίνεται είναι ότι παραμένει άθικτο το θεσμικό πλαίσιο της εσωτερικής αξιολόγησης, σύμφωνα με το οποίο ο έλεγχος των εκπαιδευτικών εξαρτάται από τις "αξιολογικές" εκθέσεις μονομελών οργάνων (διευθυντών και σχολικών συμβούλων).
Το τελευταίο διάστημα το ΥΠΕΠΘ προωθεί προς ψήφιση Π.Δ. για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης με το οποίο διευκολύνονται οι κομματικές επιλογές στελεχών και μέσω αυτών ο κομματικός και κυβερνητικός έλεγχος όλων των δραστηριοτήτων της εκπαίδευσης.
Στο όνομα της "αποκέντρωσης" επιδιώκεται η αποσυγκέντρωση ενός αυστηρά ιεραρχικού και συγκεντρωτικού συστήματος ελέγχου των εκπαιδευτικών με τη μεταφορά μέρους των ελεγκτικών διαδικασιών στο επίπεδο της περιφέρειας, με τους Περιφερειακούς Διευθυντές σε ρόλο Γενικών Επιθεωρητών. Οι επιχειρούμενες αλλαγές στη διοικητική πυραμίδα δεν αλλάζουν τον ιεραρχικό και αυταρχικό της χαρακτήρα. Ο κρατικός, κυβερνητικός και κομματικός έλεγχός της είναι διασφαλισμένος, αφού οι Προϊστάμενοι Περιφερειακής Διεύθυνσης θα επιλέγονται από "ειδικό συλλογικό όργανο" χωρίς αντικειμενικά κριτήρια.
Αυτή η "αποσυγκέντρωση" της διοικητικής πυραμίδας μπορεί να διασφαλίσει τον αποτελεσματικότερο διοικητικό έλεγχο των εκπαιδευτικών.
Γενικότερα, η συνολικότερη πολιτική του ΥΠΕΠΘ ως προς την αξιολόγηση συνίσταται στα εξής:
Α. Διατήρηση του ευρύτερου πολιτικού του στόχου, σύμφωνα με τον οποίο η έννοια της "αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου" -ήδη συρρικνωμένη αντίληψη της αξιολόγησης της εκπαίδευσης- συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο σε αξιολόγηση και διοικητικό έλεγχο αποκλειστικά του εκπαιδευτικού. Δηλαδή, στην επιδίωξη να ενοχοποιηθεί ο εκπαιδευτικός για το σύνολο των εκπαιδευτικών προβλημάτων και να προωθηθεί το ιδεολόγημα ότι αυτός είναι υπεύθυνος αποκλειστικά για την κατάσταση του δημόσιου σχολείου και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Β. Σύνδεση της αξιολόγησης με την υπηρεσιακή εξέλιξη του εκπαιδευτικού (ο υπαλληλικός βαθμός αποτέλεσμα αξιολόγησης), κατακερματισμός του εκπαιδευτικού σώματος σε αναγνωρίσιμες κατηγορίες (ευπειθείς-υποψήφια στελέχη και μη) και ανάδειξη στελεχών με συγκεκριμένο επιστημονικό και εκπαιδευτικό προφίλ κάτω από τον έλεγχο του διοικητικού μηχανισμού και της γραφειοκρατίας του ΥΠΕΠΘ, που, ως πρόσωπα, με τη σειρά τους, θα ενισχύουν τους παραπάνω μηχανισμούς και θα προέρχονται αποκλειστικά από το χώρο της συνδικαλιστικής παράταξης του κυβερνώντος κόμματος.
Γ. Ανάδειξη και προώθηση εννοιών και διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται μονοδιάστατα αντιληπτή ως διαδικασία "υλικής παραγωγής" και το σχολείο αποβάλλει σταδιακά το όποιο μορφωτικό του περιεχόμενο. Άρα είναι εφικτή, επιτρέπεται και επιβάλλεται η "μέτρηση της δράσης ενός εκ των παραγόντων (εκπαιδευτικός) σε σχέση με τη διαμόρφωση του τελικού "προϊόντος" (μαθητής) και ως εκ τούτου ο παράγοντας αυτός οφείλει να έχει συγκεκριμένα και προαποφασισμένα χαρακτηριστικά (τεχνολόγος διδασκαλίας). Δηλαδή, παρά όσα γενικόλογα και "φιλελεύθερα" υποστηρίζουν τα κείμενα, ο εκπαιδευτικός επιδιώκεται να συμμορφώνεται προς ένα μοντέλο εκτελεστή προγραμμάτων αποβάλλοντας τα ελάχιστα στοιχεία ελεύθερα σκεπτόμενου δημιουργού και επιστήμονα που ενδεχομένως διατηρεί.
Δ. Εγκατάλειψη, και δια μέσου της αξιολόγησης, των διαδικασιών εκείνων που θέλουν να συνδέσουν την έννοια της "ποιότητας" της εκπαίδευσης με αυτές των ίσων ευκαιριών, της εκπαίδευσης για όλους και της παροχής της για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε ενιαίας μορφής σχολείο. Ο επιτηρούμενος, κατατασσόμενος και βαθμολογούμενος εκπαιδευτικός μετατρέπεται ευκολότερα σε επιτηρητή, αξιολογητή και βαθμολογητή της "κοινωνικής προίκας" των μαθητών, επιδιώκοντας, διαμέσου της ανάδειξης των δήθεν "αρίστων" τη δική του προώθηση και ανάδειξη σε διοικητικό στέλεχος, ενώ παράλληλα συμβάλλει στο να οδηγηθεί η μεγάλη μάζα των μαθητών αρκετά νωρίς εκτός της γενικής εκπαίδευσης.
Ε. Τέλος, και διαμέσου των περιεχομένων που αποκτά η συζήτηση για την αξιολόγηση, όλο και περισσότερο διαχωρίζονται όσα συμβαίνουν στο δημόσιο σχολείο από αυτά που συμβαίνουν στο ιδιωτικό σχολείο, αφού το τελευταίο θεωρείται ότι κανονίζει ως επιχείρηση αυτόνομα τη "διαχείριση" του προσωπικού και της προσφερόμενης μορφής εκπαίδευσης με βάση τους επιχειρησιακούς του σκοπούς. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ απορρίπτει το αυταρχικό πλαίσιο "αξιολόγησης των εκπαιδευτικών" που έχει θεσμοθετηθεί για τους παρακάτω λόγους.
Το πλαίσιο αυτό :
Επιβάλλει ασφυκτικό διοικητικό έλεγχο με πρόσχημα την "Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου", οδηγώντας στην ένταση του αυταρχισμού, τη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης και υποταγής στο χώρο του σχολείου με την υποκειμενική και αυθαίρετη αξιολόγηση από μονοπρόσωπα όργανα.
Επιδιώκει τον περιορισμό της παιδαγωγικής ελευθερίας και την απόλυτη υποταγή του εκπαιδευτικού σε μια επίσημη, διατεταγμένη, διδακτική πρακτική που υλοποιεί τις αποφάσεις της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Επιδιώκει να προκαλέσει ανταγωνισμούς και συγκρούσεις στον εκπαιδευτικό χώρο διαιρώντας και κατανέμοντάς τους εκπαιδευτικούς σε κατηγορίες: ανεπαρκείς - επαρκείς - πολύ επαρκείς.
Περιορίζει την παιδαγωγική ελευθερία και αυτονομία στην εκτέλεση του εκπαιδευτικού έργου και επιδιώκει να εξασφαλίσει την πιστή εκτέλεση της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Για πρώτη φορά δημιουργείται ένα τεράστιο πλέγμα αστυνόμευσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα από τη συγκρότηση σώματος μονίμων αξιολογητών και Επιτροπής Αξιολόγησης Σχολικής Μονάδας από προσωπικότητες κύρους (;;;) που θα διορίζει ο ίδιος ο Υπουργός.
Επιβάλλει έναν ασφυκτικό, διοικητικό έλεγχο και με τη δημιουργία του Σώματος των Μονίμων Εξωτερικών Αξιολογητών, επειδή προφανώς δεν εμπνέουν πάντα απόλυτη εμπιστοσύνη οι "εσωτερικοί αξιολογητές".
Αλλοιώνει καθ' ολοκληρία το θεσμό του Σχολικού Συμβούλου, αφού ουσιαστικά τον απογυμνώνει από τον παιδαγωγικό και Συμβουλευτικό του ρόλο και τον μετατρέπει σε μηχανισμό ελέγχου.
Δεν προβλέπει ΚΑΝΕΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ για την αναβάθμιση της σχολικής ζωής. Ο ψευδεπίγραφος τίτλος περί "αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου" αναιρείται από το ίδιο το περιεχόμενο του Προεδρικού Διατάγματος, που εξαντλείται με απόλυτα επιμελή τρόπο στο πώς θα ελεγχθεί ο εκπαιδευτικός.
Μετατρέπει τον εκπαιδευτικό από επιστήμονα και παιδαγωγό σε υποταγμένο υπάλληλο. Ακυρώνει το ρόλο του Συλλόγου των Διδασκόντων, θεωρώντας τον τυπικό διεκπεραιωτή των "κεντρικών επιλογών" και υποτάσσοντάς τον στον πανίσχυρο Διευθυντή.
Ανατρέπει τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Θεσμοθετεί τη σύνδεση της μονιμοποίησης και βαθμολογικής εξέλιξής τους με την αξιολόγηση και την αποδοτικότητα. Καθιστά επισφαλή την εργασία και θέτει τις βάσεις για την άρση της μονιμότητας.
Για το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου πρέπει να στοχεύει στην ανατροφοδότηση και ποιοτική βελτίωση της σχολικής ζωής, στον περαιτέρω εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, στη μορφωτική - παιδαγωγική ενίσχυση της εκπαιδευτικής πράξης, στη διαρκή επιστημονική ανανέωση του γνωστικού περιεχομένου. Η αξιολόγηση πρέπει να αφορά όλους τους συντελεστές της σχολικής λειτουργίας, να πραγματοποιείται με ανοιχτές, συμμετοχικές, δημοκρατικές, διαφανείς διαδικασίες και να αποσκοπεί στη διαρκή ενίσχυση της εκπαιδευτικής πράξης με τρόπο υπεύθυνο και συγκροτημένο.
Εκείνο το οποίο χρειάζεται για να λειτουργήσει το σχολείο πιο αποτελεσματικά είναι να δοθεί ουσιαστικός χαρακτήρας στις συνεδριάσεις των Συλλόγων Διδασκόντων καθώς και οι απαιτούμενοι πόροι, ώστε κατά την έναρξη της πορείας και τη λήξη του σχολικού έτους να προγραμματίζουν τη δραστηριότητά τους και να εντοπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με το παιδαγωγικό περιβάλλον, την υποδομή, τις δυσκολίες, ιδιαίτερα των μαθητών από ασθενέστερες τάξεις και να παρεμβαίνουν διορθωτικά και αντισταθμιστικά, αναδεικνύοντας την ευθύνη του ιδίου του σχολείου για την καλή του λειτουργία. Γιατί χωρίς αρμοδιότητες και πόρους κανένα όργανο ή θεσμός δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει και να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες πολιτικές, τις οποίες θα αξιολογήσει στη συνέχεια το ίδιο ή άλλο προς τούτο επιφορτισμένο.
1. Σκοπός της αξιολόγησης είναι η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και όχι ο διοικητικός έλεγχος και η πειθάρχηση των καθηγητών. Ως ποιότητα της εκπαίδευσης θεωρούμε τη λήψη εκείνων των μέτρων εκπαιδευτικής πολιτικής, που επιδιώκουν από τη μια παροχή ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών, άρα ενίσχυση όσων δε διαθέτουν "κοινωνική προίκα", συνεχή βελτίωση των γνωστικών περιεχομένων της διδασκαλίας και αναβάθμιση του μορφωτικού εκπολιτιστικού περιεχομένου του σχολείου.
2. Ο Σύλλογος Διδασκόντων αποκτά ουσιαστικό ρόλο στην εκπαιδευτική λειτουργία με την ανάληψη αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στην αξιολόγηση, καθώς και στην κατάρτιση ερευνητικών και επιμορφωτικών προγραμμάτων.
3. Η αξιολόγηση συνδέεται με την υποβοήθηση και την ανάπτυξη ερευνητικών και πειραματικών δραστηριοτήτων στα σχολεία. Συνδέεται επίσης με την ευελιξία των αναλυτικών προγραμμάτων, ώστε να παρέχεται στον εκπαιδευτικό η δυνατότητα να οργανώνει κατάλληλα τις παιδαγωγικές και διδακτικές του παρεμβάσεις. Καθώς και με την πρόβλεψη κινήτρων (δημοσίευση εργασιών κ.λπ.).
4. Η αυτοαξιολόγηση είναι βασικός συντελεστής της όλης διαδικασίας. Οι εκπαιδευτικοί, τόσο στη βασική τους κατάρτιση όσο και στην επιμόρφωσή τους, πρέπει να ενημερώνονται και στις πρακτικές της συλλογικής αξιολόγησης και της αυτοαξιολόγησης.
5. Ο ρόλος του σχολικού συμβούλου στη διαδικασία της αξιολόγησης είναι καθοδηγητικός, συμβουλευτικός και παιδαγωγικός. Επιπλέον, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, τους Συλλόγους Διδασκόντων και τους Συνδικαλιστικούς Συλλόγους κατά περιοχή αναλαμβάνει και επιμορφωτικό ρόλο, αφού τα περιεχόμενα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών οφείλουν να συνδέονται με τη ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία και τα προβλήματα που εντοπίζονται από την ουσιαστική αξιολόγησή της.
6. Οι έννοιες "αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου" και "υπηρεσιακή κρίση" πρέπει να διαχωριστούν. Η υπηρεσιακή κρίση γίνεται μόνο για τη στελέχωση της εκπαίδευσης και δε συνδέεται με τη μισθολογική εξέλιξη.
Από τη μέχρι τώρα εμπειρία έχουμε πεισθεί ότι χρειάζεται συνεχής συλλογική κρίση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου από τους εκπαιδευτικούς της ίδιας ειδικότητας κατά σχολείο, τάξη και μάθημα με την ευθύνη εκπαιδευτικών αυξημένων προσόντων και εμπειρίας που θα επιλέγονται από τα υπηρεσιακά συμβούλια αξιοκρατικά και μετά από προτάσεις εκπαιδευτικών κατά ειδικότητα.
Γι' αυτό προτείνουμε :
1. Για κάθε 2 ή 3 το πολύ σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ξεχωριστά για το Γυμνάσιο ή το Λύκειο, καθώς και για κάθε έξι το πολύ Δημοτικά Σχολεία και Νηπιαγωγεία για την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, θα επιλέγονται εκπαιδευτικοί συντονιστές - σύμβουλοι. Ευθύνη των συντονιστών θα είναι ο προγραμματισμός και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, η βοήθεια και ο συντονισμός των εκπαιδευτικών της ίδιας ειδικότητας ή/και βαθμίδας, με στόχο τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου.
2. Οι επιμέρους επιτροπές κατά βαθμίδα και ειδικότητα ανταλλάσσουν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο (αρχή και λήξη του διδακτικού έτους) τις εμπειρίες και τον προγραμματισμό τους σε κοινές συνεδριάσεις σεμιναριακής μορφής κατά περιοχή, με στόχο τη βελτίωση της ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των εκπαιδευτικών βαθμίδων και τον εντοπισμό των εκπαιδευτικών ιδιαιτεροτήτων κάθε εκπαιδευτικής περιφέρειας της χώρας. Στις συνεδριάσεις περευρίσκονται και οι σχολικού σύμβουλοι, που σε συνεργασία με τους συντονιστές συμβούλους συντάσσουν αντίστοιχου περιεχομένου εκθέσεις.
3. Οι συντονιστές θα επιλέγονται κατά ειδικότητα, θα έχουν στην ευθύνη τους τις αντίστοιχες σχολικές μονάδες, θα έχουν μειωμένο ωράριο (7 - 9 ώρες την εβδομάδα) και ειδικό επίδομα (ισχυρό κίνητρο για την ενίσχυση του θεσμού).
4. Σε κάθε σχολική μονάδα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ανά τάξη στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση θα γίνονται τακτικές συνεδριάσεις (μία φορά το μήνα) του συντονιστή με τους εκπαιδευτικούς ειδικότητας για απολογισμό, προγραμματισμό, κριτική της πορείας του εκπαιδευτικού έργου αλλά και για τη δυνατότητα ανάληψης επιμορφωτικών πρωτοβουλιών.
5. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, 3 - 5 φορές κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, θα γίνονται συναντήσεις - συνεδριάσεις όλων των εκπαιδευτικών ειδικότητας της ομάδας των σχολείων του συντονιστή.
6. Στο τέλος κάθε τριμήνου ή τετραμήνου θα ζητείται η άποψη των μαθητών για βασικές πλευρές του μαθήματος (ανώνυμα). Τα σημειώματα των μαθητών θα είναι στη διάθεση του συντονιστή και και των μελών της ομάδας ειδικότητας, ώστε να τα επεξεργάζονται και θα εισηγούνται αλλαγές και παρεμβάσεις εκεί όπου υπάρχουν σοβαρά προβλήματα.
7. Οι σχολικοί σύμβουλοι θα συνεργάζονται με τους συντονιστές - συμβούλους για γενικότερες κατευθύνσεις και άλλες επιμορφωτικές πρωτοβουλίες (έκτακτα σεμινάρια κ.λπ.).
8. Οι συντονιστές σύμβουλοι θα ενθαρρύνουν τη συνεργασία των εκπαιδευτικών ειδικότητας των σχολείων ευθύνης τους, με παρακολουθήσεις διδασκαλίας συναδέλφων προαιρετικά και με την προετοιμασία εισηγήσεων για ειδικά θέματα στα πλαίσια της ομάδας.
9. Στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς από κάθε τέτοια ομάδα εκπαιδευτικών θα συντάσσονται εκθέσεις αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου με την ευθύνη των συντονιστών και μέσα από τα σημειώματα αξιολόγησης της δουλειάς της ομάδας και αυτοαξιολόγησης κάθε εκπαιδευτικού στα πλαίσια της ομάδας. Οι εκθέσεις αυτές υποβάλλονται στους συλλόγους διδασκόντων για την τελική κρίση πάνω στο εκπαιδευτικό έργο και θα ενημερώνονται οι σχολικοί σύμβουλοι για να προκύπτουν τα γενικά συμπεράσματα και να προτείνονται οι αλλαγές που επιβάλλονται σε βιβλία - αναλυτικά προγράμματα - εξετάσεις κ.λπ.
10. Οι εκθέσεις αυτές θα μπαίνουν στον υπηρεσιακό φάκελο κάθε εκπαιδευτικού για αξιοποίηση μόνο για την ανάδειξη εκπαιδευτικών στελεχών (υπηρεσιακή κρίση).
11. Οι συντονιστές - σύμβουλοι θα επιλέγονται για δύο (2) χρόνια και όχι για περισσότερες από δύο (2) συνεχείς θητείες, προκειμένου να επιτυγχάνεται η συνεχής ανανέωση των προσώπων.
Η υπηρεσιακή κρίση γίνεται από συμβούλια επιλογής μη ελεγχόμενα από την κυβερνητική εξουσία. Στα συμβούλια επιλογής μετέχουν αιρετοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών. Δεν μπορούν να μετέχουν σχολικοί σύμβουλοι.
Τα κριτήρια με τα οποία θα κρίνει το συμβούλιο επιλογής πρέπει να είναι αυστηρά αξιοκρατικά και αντικειμενικά, και να συνδυάζουν την επιστημονική κατάρτιση με τη διοικητική και οργανωτική ικανότητα, την εμπειρία στα ζητήματα της εκπαίδευσης και την ενεργό συμμετοχή στις σχολικές διαδικασίες.
Ανάμεσα στα στοιχεία που μπορεί να συνεκτιμά το συμβούλιο επιλογής βλέπουμε να συμπεριλαμβάνονται :
Το υπηρεσιακό μητρώο του υποψηφίου (επιμορφώσεις - μετεκπαιδεύσεις - συγγραφικό έργο, δημοσιεύσεις κ.λπ.).
Οι ετήσιοι απολογισμοί των σχολείων, όπου συμπεριλαμβάνονται σημειώματα αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού, οι παρατηρήσεις του Δ/ντή του σχολείου και του σχολικού συμβούλου, οι εκθέσεις αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου που συντάσσονται από τις ομάδες καθηγητών των διαφόρων ειδικοτήτων.
Σε κάθε περίπτωση, ο υποψήφιος έχει το δικαίωμα ένστασης και προσφυγής σε δευτεροβάθμια κρίση.
Οι παραπάνω θέσεις συνδέονται με τη συνολική επανεξέταση και διαπραγμάτευση του πλαισίου που ρυθμίζει το περιεχόμενο, την οργάνωση και τη διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Στα πλαίσια αυτής της συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης, αντιλαμβανόμαστε την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού ως μια διαδικασία αποκεντρωμένη και συλλογική, στα πλαίσια της σχολικής μονάδας. Κάθε σχολείο αποτελεί ιδιαίτερη εκπαιδευτική μονάδα με ιδιαιτερότητες υποδομής, με τους δικούς της κοινωνικούς και πολιτισμικούς προσδιορισμούς και με τους δικούς της φορείς, που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Σε μια τέτοια περίπτωση υιοθετείται η αξιολόγηση "από τα κάτω" και "από τα μέσα". Το συγκεκριμένο πλαίσιο οργάνωσης αυτής της αξιολόγησης είναι υπόθεση της κάθε σχολικής μονάδας στα πλαίσια της εκπαιδευτικής της περιφέρειας.
Μάρτιος, 2001
Τμήμα Παιδείας