Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου
16/05/1998

Απόφαση της Πανελλαδικής Συνέλευσης των συνδικαλιστών του Συνασπισμού

1. Οι εξελίξεις στον κόσμο και στην Ευρώπη.

Στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο από την κυριαρχία των πολυεθνικών εταιρειών, και από την θεοποίηση των επιδιώξεών τους για μεγαλύτερα κέρδη, και για επέκτασή τους σε νέες αγορές, που γίνεται προσπάθεια να αποτυπωθούν και με την υπογραφή “πολυμερούς συμφωνίας για τις επενδύσεις”, η οποία φιλοδοξούν να αποτελέσει το “παγκόσμιο σύνταγμα των πολυεθνικών”, γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία η κοινή δράση των συνδικάτων των εργαζομένων , των άλλων κοινωνικών κινημάτων και των προοδευτικών δυνάμεων του πλανήτη μας μέσα αλλά και έξω από τους Διεθνείς Οργανισμούς για την αμφισβήτηση αυτής της “νέας τάξης πραγμάτων” και για την επιβολή πολιτικών, δημοκρατικών και κοινωνικών ελέγχων στην πορεία και στο περιεχόμενο του συνόλου των διεθνών σχέσεων και των οικονομικών και εμπορικών ανταλλαγών.

Πρέπει ακόμα να τεθούν πιο επίμονα τα αιτήματα για ειδική φορολογία στην κερδοσκοπική κίνηση κεφαλαίων και για την θέσπιση “κοινωνικής ρήτρας” στο παγκόσμιο εμπόριο.

Στην Ευρώπη η συνθήκη του Αμστερνταμ, παρά τη διευρυνόμενη απαίτηση για αλλαγή πορείας και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στη συνθήκη του Μάαστριχ, εντάσσεται στα πλαίσια των ίδιων κατευθύνσεων μονεταριστικής λογικής . Η ΟΝΕ προωθείται απαρέγκλιτα ενισχυμένη επιπρόσθετα με το σύμφωνο σταθερότητας και την θεσμοποίηση των πολλών ταχυτήτων, ενώ η κοινωνική συνοχή και η πραγματική σύγκλιση δεν είναι στις προτεραιότητές της. Η εισαγωγή του ΕΥΡΩ επιχειρείται να παρουσιαστεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις ως ένα νέο όραμα, πίσω όμως από το οποίο προσπαθούν επιμελώς να κρύψουν τις μεγάλες κοινωνικές και εθνικές ανισότητες που προκαλεί ο συγκεκριμένος δρόμος Ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Το συμβούλιο κορυφής για την απασχόληση στο Λουξεμβούργο, παρά το γεγονός ότι για πρώτη φορά έθεσε με τόση μεγάλη έμφαση το θέμα της ανεργίας, δυστυχώς απέτυχε να πάρει ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επί πλέον είναι πιο εμφανής πλέον ο προσανατολισμός να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας με το μοίρασμα των θέσεων εργασίας, με την μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας, την διεύρυνση της φτώχειας και των ανισοτήτων και την αποδυνάμωση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Ο προσανατολισμός για την “Αμερικανοποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου” είναι πια πολύ ισχυρός και το μείγμα πολιτικής στην αγορά εργασίας πιο κοντά στις νεοφιλελεύθερες απόψεις.

Τα κρίσιμα ζητήματα που έθεσε το σ.κ, που έχουν σχέση με την συγκεκριμενοποίηση ποσοτικών στόχων, την εφαρμογή πολιτικής ενίσχυσης της απασχόλησης μέσω της δραστικής μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών και της εξεύρεσης νέων πόρων σε κοινοτικό επίπεδο, αγνοήθηκαν από τους ισχυρούς της Ευρώπης.

Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών, που αποφασίστηκε ποιες χώρες θα συμμετέχουν από την αρχή στο ΕΥΡΩ διαμορφώθηκε μία νέα δύσκολη πραγματικότητα για τους εργαζόμενους της Ευρώπης. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση για ακόμα πιο σφικτή πολιτική λιτότητας και για πιο γενικευμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων για τα δύο επόμενα χρόνια, ως προϋπόθεση για την συμμετοχή της δραχμής στην ΟΝΕ με δύο χρόνια καθυστέρηση, θα έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους.

Το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό και μαζικό κίνημα είχε μια αξιόλογη όσο και αντιφατική δραστηριότητα. Ένα νέο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι, ότι δυνάμωσε το “κίνημα των κάτω” και “των χωρίς” με τις ευρωδιαδηλώσεις, που κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής στο Αμστερνταμ και αποτέλεσαν σημαντική παρακαταθήκη για το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα, και ενισχύθηκε ο κριτικός λόγος προς τον τρόπο οικοδόμησης της Ευρώπης αλλά και τα εθνικά κινήματα εργαζομένων και ανέργων.

Η Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, (CES) υποχρεώθηκε και πραγματοποίησε μια πετυχημένη ευρωπαϊκή κινητοποίηση στο Λουξεμβούργο με κεντρικό αίτημα το 35ωρο. ʽΌμως η συμβιβαστική στάση και η λογική των επί μέρους διορθωτικών κινήσεων χωρίς να αμφισβητείται το μείζον, που είναι ο χαρακτήρας της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, συνεχίστηκε από την CES.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η προσπάθεια πρέπει να είναι διπλής κατεύθυνσης. Από την μια πλευρά να παρεμβαίνουμε μέσα από τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, επιχειρώντας να ενισχύσουμε τον κριτικό της λόγο και τα διεκδικητικά της χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα να συμβάλλουμε στην αύξηση του ειδικού βάρους της κοινωνικής αντίδρασης μέσα από συνδικάτα, επιτροπές και κινήματα για μια άλλη Ευρώπη των εργαζομένων και των ανέργων και μέσα από άλλες διμερείς ή πολυμερείς πρωτοβουλίες.

Ο ΣΥΝ θα πρέπει να προωθήσει επίσης τον συντονισμό των τμημάτων εργατικής και κοινωνικής πολιτικής των δυνάμεων της Αριστεράς που συμμετέχουν στο φόρουμ της Νέας Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επίσης θα πρέπει να ενισχύσει ουσιαστικά το δίκτυο των Ευρωπορειών και της επιτροπής για μία άλλη Ευρώπη καθώς και την επιτροπή που συγκροτήθηκε για την προώθηση του Δημοψηφίσματος για τη συνθήκη του Αμστερνταμ στη χώρα μας.

Αγωνιζόμαστε για την Ευρώπη των εργαζομένων και όχι των πολυεθνικών. Συνεχίζουμε τον αγώνα για την μη επικύρωση των συνθηκών του Αμστερνταμ - Λουξεμβούργου και για ριζοσπαστική αναθεώρησή τους. Ταυτόχρονα δυναμώνουμε την πάλη μας για το 35ωρο, για την αντιμετώπιση της ανεργίας ,για την καλύτερη αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, για την κοινωνική συνοχή και για την αποτροπή κάθε αρνητικής συνέπειας που χειροτερεύει την θέση των εργαζομένων. Διεκδικούμε την διεξαγωγή Δημοψηφίσματος στη χώρα μας για την συνθήκη του Αμστερνταμ.

2. Οι συνέπειες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Η κυβέρνηση στα πλαίσια των γενικότερων πολιτικών επιλογών της και των δεσμεύσεων που ανέλαβε προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ένταξη της δραχμής κατʼ αρχή στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών και από την 1-1-2001 στο ΕΥΡΩ ακολουθεί μία πολιτική με σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους στους άνεργους, στους συνταξιούχους και στους δημοσίους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα επιχειρεί να εφαρμόσει ως δήθεν διαρθρωτικά μέτρα συνοδευτικά της υποτίμησης της δραχμής ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων, πλήρους απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων, χειροτέρευσης των όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης και κοινωνικής ασφάλισης και νέας λιτότητας στα εισοδήματα και στα δικαιώματα των εργαζομένων.

Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής η κυβέρνηση έχει κηρύξει μία Θατσερικού τύπου επίθεση στο συνδικαλιστικό κίνημα με στόχο την στρατηγική του ήττα και τη δημιουργία καλού κλίματος για τις “αγορές”, αγνοώντας τα πραγματικά συμφέροντα της κοινωνίας.

Από κοντά και ασθμαίνουσα η Ν.Δ. πιέζει για την πιο γρήγορη και αποτελεσματική προώθηση αυτών των πολιτικών, ενώ οι δυνάμεις του κεφαλαίου και “οι αγορές” τις επικροτούν δημόσια .

Το καινούργιο στοιχείο στην κυβερνητική επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας είναι αφενός η οξύτητα, η αποφασιστικότητα και ο αυταρχισμός της συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό και έκταση των μετώπων αντιπαράθεσης που ανοίγει και με το μακροπρόθεσμο χαρακτήρα της. Επιπλέον το γεγονός, ότι, η κυβέρνηση για να προωθήσει αυτή την πολιτική της, έρχεται πλέον σε ρήξη συνολικά με το σ. κ. , ακόμα και με δικές της δυνάμεις, ειδικά στις ΔΕΚΟ, όπου - λόγω της καθοριστικής επίδρασης που ασκούν τα συνδικάτα των εργαζομένων σʼ αυτές στο ελληνικό σ.κ. - η έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης έχει στρατηγική σημασία για όλες τις πλευρές.

Εάν προωθηθούν οι αντεργατικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, τότε θα μπει σε διακινδύνευση η ίδια η βάση του συνδικαλιστικού δικαιώματος και θα υποσκάψουν την ήδη διαταραγμένη ενότητα, συνοχή και μαζικότητα του σ.κ., όπως έχει ήδη συμβεί σε ορισμένους κλάδους του ιδιωτικού τομέα.

Η Κυβέρνηση, για να το αντιμετωπίσει και να εκτονώσει τις κοινωνικές αντιστάσεις και τους μαζικούς αγώνες, που προκαλεί η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτική της, προσπάθησε να αξιοποιήσει τον “Κοινωνικό Διάλογο”. Αποδείχθηκε όμως στην πράξη αυτό που είχαμε ήδη εκτιμήσει από την περσινή μας συνδιάσκεψη, ότι ήθελε να τον χρησιμοποιήσει για να προωθήσει προαποφασισμένες πολιτικές της και γιʼ αυτό η διαδικασία αυτή έχει καταστεί πλέον αφερέγγυα στη συνείδηση όλων των εργαζομένων.

Οι ήδη εκρηκτικές κοινωνικές συνέπειες αυτών των επιλογών παίρνουν όλο και πιο δραματικές διαστάσεις για τους εργαζόμενους, όπως φαίνεται και από τα επίσημα στοιχεία:

Ανεργία : 10,6% του ενεργού πληθυσμού

Φτώχεια : 20% των νοικοκυριών κάτω από το όριο.

Εισόδημα: 20% απώλειες των εργαζομένων σε 12 χρόνια.

Κέρδη: αυξημένα κατά 54% την ίδια περίοδο και απʼ αυτά επενδύθηκε μόνο το 15%

Κοινωνικά Αποκλεισμένοι : Πάνω από 1.000.000 πολίτες.

Κοινωνικές δαπάνες : οι χαμηλότερες σ΄ όλη την Ευρώπη.

Μετανάστες χωρίς κοινωνική προστασία: 500.000.

Δημοκρατικά δικαιώματα: αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων με αυταρχισμό.

Αυτοί είναι οι δείκτες της πραγματικής ζωής των εργαζομένων για τη χώρα μας και τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόζονται στη χώρα μας.

Η Κυβέρνηση της χώρας με την ανοχή και συνενοχή της Ν.Δ ξετυλίγει μία ολομέτωπη επίθεση στην εργατική τάξη.

Η θέση των εργαζομένων έχει χειροτερέψει. Η νέα φτώχεια εξαπλώνεται, ενώ τα φαινόμενα ύφεσης, απόκλισης της ελληνικής οικονομίας και παραγωγικής αποδιάρθρωσης της χώρας έχουν ενταθεί υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο τη θέση των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Η ανεργία διογκώνεται με τις κυβερνητικές πολιτικές και την εργοδοτική ασυδοσία παρά τις γενναίες επιδοτήσεις που καρπώνονται οι εργοδότες, γιατί η ίδια η πολιτική που εφαρμόζεται γεννά περισσότερη ανεργία. Οι νέοι και οι γυναίκες είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο. Το εισόδημα συρρικνώνεται είτε με τις εισοδηματικές πολιτικές λιτότητας είτε με ποικίλους φορομπηκτικούς μηχανισμούς. Οι εργασιακές σχέσεις απορυθμίζονται μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου άτυπων ελαστικοτήτων, ενώ σχεδιάζονται και προωθούνται μέτρα που θα διαμορφώσουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις (ελαστικό ωράριο, μερική απασχόληση κ.α.) Οι άσχημες συνθήκες εργασίας και η εντατικοποίηση δημιουργούν εργατικά ατυχήματα, ενώ η ανασφάλεια και η ωμή παραβίαση συμβάσεων δημιουργούν όρους έντονης εκμετάλλευσης των εργαζομένων Το ήδη ασθενές κοινωνικό κράτος και η κοινωνική ασφάλιση, αφού δέχτηκαν ισχυρά πλήγματα από την κυβέρνηση της Ν.Δ. με τους ασφαλιστικούς νόμους, τώρα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγορεύει αυτούς τους νόμους σε επίσημη πολιτική της, ενώ προετοιμάζει νέο γύρο αποδόμησης της κοινωνικής ασφάλισης.

Τα προβλήματα αυτά παρουσιάζονται πιο οξυμένα στους εργαζόμενους του καθαρά ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, όπου δεν εφαρμόζεται ούτε η ισχύουσα εργατική νομοθεσία, λόγω της μεγάλης ανεργίας, της κυβερνητικής πολιτικής που ενισχύει την εργοδοσία και της ίδιας της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και ασυδοσίας. Για το λόγο αυτό χρειάζεται ειδική βοήθεια και μέτρα στήριξης των επιχειρησιακών και κλαδικών σωματείων που καλύπτουν τον ιδιωτικό τομέα και τους εργαζόμενους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις , όπου είναι πολύ χαμηλή η συνδικαλιστική πυκνότητα, και πιο αποφασιστική προώθηση αιτημάτων για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, για την εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και για την αναβάθμιση της μισθωτής εργασίας σʼ αυτόν τον τομέα της οικονομίας.

Από την άλλη πλευρά οι εργοδότες βιώνουν μία από τις καλύτερες γιʼ αυτούς περιόδους υψηλότατης κερδοφορίας (το μεγαλύτερο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ), ενώ επιχειρήσεις με μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή συγκρότηση δημιουργούν δεσμούς διακλαδικούς και διεθνείς, δικτυώνονται με τα ΜΜΕ και σταθεροποιούν τα συμφέροντα τους και το καθεστώς άσκησης της οικονομική τους εξουσίας. Η υψηλή αυτή κερδοφορία βασίζεται κυρίως στις συνθήκες μεγαλύτερης εκμετάλλευσης των εργαζομένων με παραβίαση της νομοθεσίας, με τη διεύρυνση της ελαστικής εργασίας με αυταρχική αξιοποίηση του Διευθυντικού δικαιώματος, με νέα σχήματα οργάνωσης της εργασίας (υπεργολαβίες, συγχωνεύσεις, δανεισμός εργαζομένων), φαινόμενα που διογκώνονται και προκαλούν ολοένα και μεγαλύτερη ανασφάλεια στους εργαζόμενους. Παρά το εξαιρετικά γιʼ αυτούς ευνοϊκό καθεστώς πρόσθετης εκμετάλλευσης των εργαζομένων οι εργοδότες απολαμβάνουν πρόσθετα προνόμια με γενναίες επιδοτήσεις είτε μέσω των επενδυτικών κινήτρων είτε μέσω της επιδότησης της εργασίας.

Η κυβερνητική πολιτική αποτελεί ένα μείγμα απόψεων, που όλο και περισσότερο στρέφεται στις νεοφιλελεύθερες επιλογές.

Ο “εκσυγχρονισμός” που εξαγγέλλεται αποτελεί το προκάλυμμα. μίας αντιλαϊκής πολιτικής.

Η επιμονή στη μονόπλευρη και αδιέξοδη εκδοχή της ΟΝΕ με τους όρους που τέθηκαν στο Μάαστριχ αντιμετωπίζεται σχεδόν ως η νέα μεγάλη ιδέα.

Η παγκοσμιοποίηση απολυτοποιείται, μυθοποιείται και παρουσιάζεται σαν μια διαδικασία στην οποία πρέπει να υποταγούν οι εργαζόμενοι. Η ανταγωνιστικότητα μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας παρουσιάζεται ως ο μόνος δρόμος ένταξης μας στον ευρωπαϊκό και διεθνή κατακερματισμό, ενώ οι εργαζόμενοι καλούνται ουσιαστικά να αποδεχτούν συρρίκνωση των δικαιωμάτων τους για να σώσουν τάχα θέσεις εργασίας.

Οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και των κρατικών τραπεζών εμφανίζονται σαν μονόδρομος, ενώ αποκρύβεται συστηματικά ο ρόλος των οικονομικά ισχυρών και όσον αφορά τον ρόλο τους στην απομύζηση αυτών των επιχειρήσεων καθώς και στα κέρδη που θα αποκομίσουν από τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις. Αποσιωπάται επίσης ο ρόλος της εκάστοτε κυβέρνησης με τις ρουσφετολογικές πρακτικές της, ενώ φορτώνονται οι εργαζόμενοι ευθύνες που δεν τους αναλογούν. Όλα τα πιο πάνω αποτελούν πλευρές μίας εκτεταμένης ιδεολογικής, πολιτικής, οικονομικής επίθεσης που δέχεται η εργατική τάξη με στόχο να συμβιβαστεί με λογικές αντίθετες με τα συμφέροντά της.

Το συνδικαλιστικό κίνημα έχει την υποχρέωση να αποκαλύψει αυτή την επίθεση . Να προβάλλει ένα εναλλακτικό σχέδιο ανάπτυξης της χώρας που θα κινείται σε άλλη κατεύθυνση με κεντρικό θέμα την ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.

Ο ΣΥΝ απέναντι σ΄ αυτή την πολιτική ασκεί αριστερή προγραμματική αντιπολίτευση στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Ο ΣΥΝ ενθαρρύνει και ενισχύει τις κοινωνικές αντιστάσεις και τους κοινωνικούς αγώνες για την προάσπιση και τη βελτίωση του βιοτικού επίπεδου και των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Επιχειρεί να εκφράσει τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που πλήττεται από την κρίση και από τις ασκούμενες πολιτικές από τη σκοπιά ενός νέου ανορθωτικού προοδευτικού προγράμματος ανάπτυξης, κοινωνικής, οικολογικής προστασίας και πραγματικής σύγκλισης με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

3. Η κατάσταση στο ελληνικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα: 

Οι εκτιμήσεις μας για τους αγώνες των εργαζομένων.

Κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την προηγούμενη πανελλαδική μας συνέλευση πραγματοποιήθηκαν σημαντικοί αγώνες των εργαζομένων και των συνταξιούχων της χώρας μας που εξαγγέλθηκαν και συντονίστηκαν απ΄ όλες τις βαθμίδες του σ.κ.

Στους πρόσφατους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια - με αιχμή την Ολυμπιακή - μία μαζική και έντονη αμφισβήτηση από τους ίδιους τους εργαζόμενους των συνδικαλιστικών ηγεσιών και κυρίως αυτών που πρόσκεινται στον κυβερνητικό συνδικαλισμό. Ταυτόχρονα υπήρξαν σημαντικές πρωτοβουλίες μέσα και έξω από το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως το κείμενο που συνυπέγραψαν πάνω από 600 συνδικαλιστές και κοινωνικοί παράγοντες από το χώρο του ΣΥΝ, διαφωνούντων στελεχών του ΠΑΣΟΚ, ανένταχτων αριστερών και του ΔΗΚΚΙ και καλούσαν τους πολίτες να αντισταθούν στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ή όπως η κοινή πρωτοβουλία συνδικαλιστών του ΣΥΝ και του ΚΚΕ για τη συγκρότηση επιτροπής πρωτοβουλίας για τη σωτηρία της Ολυμπιακής και των ΔΕΚΟ.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να συντονίσει τους αγώνες του σε μακροχρόνια βάση με στρατηγική ρήξης σε όλα τα επίπεδα με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική, να κάνει κίνηση σημαντικής πολιτικής εμβέλειας αποχωρώντας από τον διάτρητο πλέον “κοινωνικό διάλογο” και να συντονίσει τον αγώνα των εργαζομένων σε όλες τις ΔΕΚΟ.

Εάν το οργανωμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν ανταποκριθεί σε αυτές τις ανάγκες των καιρών, τότε είναι σίγουρο, ότι φαινόμενα συλλογικής αμφισβήτησης των ηγεσιών του, όπως έγινε στην Ολυμπιακή, θα γενικευτούν και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα βρουν οι ίδιοι τις μορφές και τους τρόπους, ώστε οι αγώνες τους να είναι συντονισμένοι και αποτελεσματικοί, για να υπερασπίσουν τη δουλειά και την αξιοπρέπειά τους.

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο λοιπόν της περιόδου, που διανύουμε, είναι η διαμόρφωση δυνατοτήτων για την ανάπτυξη ενός αγωνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη, το οποίο πρέπει να ενισχυθεί και να αποκτήσει ποιοτικά χαρακτηριστικά συμβάλλοντας και στο ξεπέρασμα της κρίσης του εργατοϋπαλληλικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ στήριξε και στηρίζει αυτούς τους αγώνες και θεωρεί, ότι χρειάζεται να ενισχυθούν, για να συμβάλουν και στην αλλαγή των σημερινών πολιτικών αλλά και στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των δυνάμεων της Εργασίας και της Αριστεράς.

O ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ θεωρεί, ότι δεν αποτελούν μονόδρομο οι σκληρές αντεργατικές και αντικοινωνικές πολιτικές της κυβέρνησης και ότι μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί μία άλλη οικονομική πολιτική με βασικό πυρήνα της ένα πρόγραμμα ανόρθωσης της οικονομίας και της κοινωνίας με προτεραιότητες την ανάπτυξη, την απασχόληση , την κοινωνική προστασία και την προστασία του περιβάλλοντος.

Οι αγώνες των εργαζομένων αυτό το διάστημα και ιδιαίτερα οι κλαδικοί αγώνες των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, παρά την ύπαρξη των συνδικαλιστικών κυβερνητικών πλειοψηφιών στο σ.κ., και παρά το ότι οι συσχετισμοί δύναμης παραμένουν αρνητικοί για τις δυνάμεις της εργασίας και της Αριστεράς, παρουσίασαν θετικά χαρακτηριστικά. Ήταν ενωτικοί, είχαν διάρκεια, μαζικότητα και μαχητικότητα, και αμφισβήτησαν έμπρακτα τη “νεοφιλελεύθερη συναίνεση” και το λεγόμενο από το δικομματισμό “μονόδρομο” των κοινωνικά ανάλγητων εφαρμοζόμενων πολιτικών. Ωστόσο οι αγώνες αυτοί είχαν αμυντικό χαρακτήρα και αναδεικνύεται η ανάγκη για πιο σταθερή προβολή από τα συνδικάτα των εναλλακτικών τους προτάσεων σε αντιπαράθεση με τις ασκούμενες κυβερνητικές και εργοδοτικές πολιτικές. Παραμένει το πρόβλημα της κοινωνικής αποδοχής των αγώνων που εκδηλώνονται στο χώρο των ΔΕΚΟ, λόγω κυρίως της συκοφάντησής τους από την κυβέρνηση από τους εργοδοτικούς φορείς και από τα διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα που κυριαρχούν σήμερα στα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Επίσης η αμφισβήτηση στο κοινωνικό πεδίο δεν αρκεί στο βαθμό που η πολιτική Αριστερά δεν κατορθώνει να την μετατρέπει σε αμφισβήτηση του σημερινού τρόπου ανάπτυξης και δεν προωθεί τη δική της εναλλακτική πρόταση.

Οι πανελλαδικές πανεργατικές απεργίες που κηρύχθηκαν από τη ΓΣΕΕ και από την ΑΔΕΔΥ τον Οκτώβρη και πρόσφατα στις 9 του Απρίλη είχαν μία σχετική επιτυχία και οι εργαζόμενοι με τη συμμετοχή τους σʼ αυτές έδειξαν ότι είναι σε ετοιμότητα για κλιμάκωση και συντονισμό των αγώνων. Η συμμετοχή όμως μέχρι τέλους στον “κοινωνικό διάλογο” και η υπογραφή από τις πλειοψηφίες των τριτοβάθμιων οργανώσεων του “συμφώνου εμπιστοσύνης” με την προαποφασισμένη κυβερνητική πολιτική, για την ανατροπή της οποίας υποτίθεται ότι καλούσαν τους εργαζόμενους σε κινητοποιήσεις, είχε ως αποτέλεσμα να δεχθεί νέα πλήγματα η αξιοπιστία τους.

Οι πρόσφατες αγωνιστικές κινητοποιήσεις δίνουν μία αισιόδοξη νότα για τις δυνατότητες του σ.κ., που δεν αναιρεί όμως την εκτίμηση για την κρίση του, η οποία έχει βαθύτερες αντικειμενικές και πολιτικές αιτίες. Το 29ο συνέδριο της ΓΣΕΕ δεν συνέβαλε, ώστε να αρχίσουν να αντιμετωπίζονται οι αιτίες που γεννούν τα κρισιακά προβλήματα της απομαζικοποίησης, της αναξιοπιστίας και της αναποτελεσματικότητας στο ελληνικό εργατικό σ. κ.

Η κρίση μαζικοποίησης και αντιπροσωπευτικότητας των συνδικάτων συνεχίζεται. Η αποχή των μελών των σωματείων , και ιδιαίτερα των νεώτερων, από την καθημερινή λειτουργία και δράση τους, αλλά ακόμα και από τις εκλογικές διαδικασίες, αυξάνεται και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εντυπωσιακή. Τα φαινόμενα της γραφειοκρατίας γενικεύτηκαν και διαπερνούν πλέον όλη την κλίμακα του συνδικαλιστικού κινήματος και διαπλέκονται με φαινόμενα κυβερνητισμού. Είναι πολιτικά απαράδεκτο κορυφαία στελέχη του σ.κ. να ανταλλάσσουν με συνοπτικές διαδικασίες ενεργές θέσεις συνδικαλιστικής ευθύνης με θέσεις εργοδοτικής ευθύνης σε δημόσιες κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις. Η συγκεκριμένη στάση των συνδικαλιστών που εκλέχθηκαν βουλευτές ή και διορίστηκαν υπουργοί και μετά έλεγαν και έπρατταν τα άκρως αντίθετα και μάλιστα η αξιοποίησή τους για την ευκολότερη προώθηση της κυβερνητικής πολιτικής έδωσαν ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα στην αξιοπιστία του συνδικαλιστικού κινήματος. Η οργανωτική πολυδιάσπαση του σ.κ. δεν ανακόπηκε. Οι αποφάσεις του οργανωτικού συνεδρίου της ΓΣΕΕ από το Δεκέμβρη του 1989 για ενοποιήσεις σε επιχειρησιακό, κλαδικό και νομαρχιακό επίπεδο παρέμειναν στα χαρτιά . Ο στόχος της ενοποίησης ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν προωθήθηκε. Η κατάσταση όμως αυτή δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη μαζικών και ενωτικών αγώνων, αδυνατίζει την διαπραγματευτική δύναμη του σ.κ. και υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών του.

Ο ΣΥΝ αναδεικνύει την ανάγκη ενός Αυτόνομου, μαζικού διεκδικητικού κινήματος της εργατικής τάξης, το οποίο θα ξεπερνά ενωτικά την κρίση αξιοπιστίας των συνδικαλιστικών θεσμών με μεγαλύτερη ικανότητα απόκρουσης του κυβερνητικού και κομματικού συνδικαλισμού, της γραφειοκρατίας, των συμβιβαστικών λογικών αλλά και του σεχταρισμού με την ενίσχυση της δημοκρατίας στο εσωτερικό του και με την αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων. Η προσπάθεια αυτή του ΣΥΝ πρέπει να αναπτύσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη της δράσης του για την οργάνωση των αγώνων των εργαζομένων.

Για να διασφαλισθεί αυτός ο χαρακτήρας του κινήματος, χρειάζεται η ριζική αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος των δυνάμεων του κυβερνητικού και κομματικού συνδικαλισμού και σε όφελος των αυτόνομων - ταξικών - ριζοσπαστικών δυνάμεων στα συνδικάτα. Ο προσανατολισμός του ελληνικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος πρέπει να είναι ενωτικός, ταξικός, διεκδικητικός, να αποκαλύπτει τις κυβερνητικές ευθύνες, την ασυδοσία των δυνάμεων του κεφαλαίου και την αντίθεση του κινήματος στην συγκεκριμένη πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης ,η οποία με τον τρόπο που σήμερα προωθείται δημιουργεί “κοινωνική έρημο”.

Η κατάσταση και οι πολιτικές των συνδικαλιστικών ρευμάτων. Η δράση των δικών μας δυνάμεων.

Στην ηγεσία της ΠΑΣΚΕ συνεχίζεται η κυριαρχία των δυνάμεων του νέου τύπου κυβερνητικού συνδικαλισμού, που χωρίς να στηρίζουν ανοικτά τις πολιτικές της κυβέρνησης, επιδιώκουν να εκτονώνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια με κάποιας μορφής κινητοποιήσεις, που όμως δεν έχουν συνέχεια . Οι θετικές θέσεις που διαμορφώνονται πολλές φορές στη ΓΣΕΕ και στην ΑΔΕΔΥ με την ουσιαστική παρέμβαση των δικών μας δυνάμεων δεν συνοδεύονται από μία αντίστοιχη και με συνέχεια δραστηριότητα. Ήδη στη ΓΣΕΕ και στην ΑΔΕΔΥ αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει αφενός παραλυτικά φαινόμενα και αφετέρου διαδικασίες αμφισβήτησης της ηγετικής ομάδας της ΠΑΣΚΕ, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τις δυνάμεις μας στην κατεύθυνση της ανάπτυξης των αγώνων. Η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως δεδομένη και παγιωμένη. Η οξύτητα της κυβερνητικής πολιτικής θα αναγκάζει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να παίρνουν πιο μεγάλες αποστάσεις από αυτή. Συνεπώς χρειάζεται μία πιο αποφασιστική δική μας παρέμβαση σε αυτή την κατεύθυνση.

Τώρα πλέον στη βάση της ΠΑΣΚΕ και στα μεσαία αλλά και στα ανώτερα πλέον στελέχη υπάρχουν σε εξέλιξη και αναπτύσσονται διεργασίες αμφισβήτησης αυτής της κατάστασης και μεταφοράς προς τα πάνω της μεγάλης δυσαρέσκειας και αγανάκτησης των εργαζόμενων για τις κυβερνητικές πολιτικές αλλά και για τη συμβιβαστική στάση των ηγεσίας της ΠΑΣΚΕ, η οποία παίρνει σαφώς τα μηνύματα της βάσης αλλά δεν αντιστέκεται στις πιέσεις της κυβέρνησης και του κόμματος. Οι διαφοροποιήσεις αυτές εκφράστηκαν δημόσια με υπογραφές κειμένων των διαφωνούντων συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ από κοινού με συνδικαλιστές του ΣΥΝ, με συσκέψεις Εργατικών Κέντρων για το συντονισμό των αγώνων σε τοπικό επίπεδο, με δηλώσεις που καλούσαν τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ να αποχωρήσουν από τον κοινωνικό διάλογο κλπ.

Εμείς θα πρέπει να ενισχύσουμε την κοινή δράση στη βάση και να εντείνουμε την κριτική μας στην ηγεσία της ΠΑΣΚΕ, στις εκφράσεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, για να βοηθήσουμε την ανάπτυξη του κινήματος από τους ίδιους τους εργαζόμενους . Η απόφασή μας να ακολουθούμε μία ισόρροπη τακτική παρέμβασης και από τα κάτω και από τα πάνω παραμένει ως η πιο ενδεδειγμένη στις σημερινές συνθήκες. Η εμπειρία αυτής της χρονιάς έδειξε, ότι και τον κόσμο που επηρεάζεται από την ΠΑΣΚΕ μπορούμε να τον συσπειρώνουμε στους αγώνες και τους συσχετισμούς δύναμης να βελτιώνουμε σε όφελός μας, όταν είναι διακριτό το στίγμα μας, όταν αποκαλύπτουμε με σαφήνεια το ρόλο του κυβερνητικού συνδικαλισμού ως βραχίονα στήριξης των αντεργατικών πολιτικών και όταν δεν κάνουμε εκπτώσεις στην κριτική μας απέναντι στην ηγεσία τους και κυρίως στην ουσία των ασκούμενων πολιτικών.

Η ΔΑΚΕ, λόγω της επικάλυψης της πολιτικής της Ν.Δ. από την νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική, αλλά κυρίως λόγω της δικής της φυσιογνωμίας και του πολιτικοιδεολογικού προσανατολισμού της, συμμετέχει με το δικό της τρόπο - πιο ευδιάκριτα πλέον μετά την ανάληψη της ευθύνης του Γενικού Γραμματέα από στέλεχός της στη ΓΣΕΕ - στη “νεοφιλελεύθερη συναίνεση” .

Η ΕΣΑΚ-Σ παραμένει ακόμα δέσμια της μεταφοράς από την ηγεσία της μέσα στα συνδικάτα της ήδη αποτυχημένης και δογματικής γραμμής του ΚΚΕ “πέντε κόμματα - δυο οι πολιτικές”. Έτσι θεωρεί πρωταρχικό της μέλημα το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα με τις δικές μας δυνάμεις εμποδίζοντας την κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων και κατʼ επέκταση όλων των εργαζομένων. Η στάση της και στη φετινή Πρωτομαγιά αποδεικνύει την αντιφατική πολιτική της αλλά και τη στενή κομματική λογική της, η οποία , παρά τα επιφαινόμενα, στην ουσία διευκολύνει την κυβέρνηση, αφού δυσκολεύει τη δημιουργία πλατειού μετώπου αντίστασης των εργαζομένων. Ωστόσο πρόσφατα, κάτω από την πίεση των ίδιων των προβλημάτων, εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά μέσα στις γραμμές της πρωτοβουλίες κοινής δράσης με τις δικές μας δυνάμεις που εκφράστηκαν ακόμα και με την υπογραφή κοινού κειμένου για τη σωτηρία της Ολυμπιακής και των ΔΕΚΟ. Εμείς θα στηρίξουμε και θα ενισχύσουμε τέτοιες πρωτοβουλίες κοινής δράσης της Αριστεράς, γιατί θεωρούμε, ότι θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων.

Οι κινήσεις και τα ψηφοδέλτια στα οποία συμμετέχουν κατά κύριο λόγο οι συνδικαλιστές που πρόσκεινται στο ΔΗΚΚΙ ή στην ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ εκπέμπουν σήμερα αδύναμο στίγμα και δεν επηρεάζουν τις εξελίξεις στο σ.κ.

Στο 29ο συνέδριο της ΓΣΕΕ καταγράφηκαν οι συσχετισμοί , που είχαν διαμορφωθεί κάτω από διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες τα τρία τελευταία χρόνια. Το πιο σημαντικό είναι ότι η ΠΑΣΚΕ έχασε την αυτοδυναμία που ουσιαστικά διέθετε. Η ΔΑΚΕ κατόρθωσε να ανέβει στη δεύτερη θέση αλλά λόγω της ιδεολογικής επικάλυψης της Ν.Δ. από την σημερινή πολιτική του ΠΑΣΟΚ είχε διαρροές ορισμένων ψήφων της προς την ΠΑΣΚΕ. Η ΕΣΑΚ-Σ παρέμεινε στάσιμη σε ποσοστά και έδρες αλλά υποχώρησε στην τρίτη θέση, ενώ η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ σταθεροποίησε και αύξησε ελαφρά τις δυνάμεις της.

Η απώλεια της αυτοδυναμίας της ΠΑΣΚΕ και η συγκρότηση του νέου προεδρείου της ΓΣΕΕ σε αντιπροσωπευτική, λειτουργική, αναλογική βάση με τη συμμετοχή όλων των παρατάξεων μπορεί να συμβάλλει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να αποκτήσει μια πιο διεκδικητική κατεύθυνση σε αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές και εργοδοτικές επιδιώξεις για υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας.

Οι δυνάμεις του ΣΥΝ δραστηριοποιήθηκαν στην ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ και μέσα από ευρύτερα σχήματα και συσπειρώσεις. Κάναμε σοβαρές προσπάθειες να εκφραστούν και να δώσουν τη μάχη της παρέμβασης και της εκπροσώπησης από το επίπεδο του πρωτοβάθμιου σωματείου μέχρι το επίπεδο των τριτοβάθμιων οργανώσεων. Ωστόσο απουσιάζουμε ακόμα από πολλούς χώρους και κλάδους, όπου είτε δεν έχουμε οργανωτική πρόσβαση είτε δεν μπορέσαμε να πείσουμε τις δυνάμεις μας να δώσουν αυτή τη μάχη.

Από την άποψη των ποσοστών αυτών των σχημάτων , φαίνεται από τα αποτελέσματα της τελευταίας χρονιάς, ότι έχουν πλέον σταθεροποιηθεί σε επίπεδα επιρροής μεγαλύτερα από την εκλογικά καταγραμμένη κομματική επιρροή μας αλλά αρκετά μικρότερα από τις πραγματικές μας δυνατότητες και ότι αρχίζει να διασφαλίζεται η ύπαρξη και η παρουσία τους και σε νέους κλάδους και χώρους. Ο συντονισμός και η κάθετη και οριζόντια επικοινωνία αυτών των σχημάτων απέχει ακόμα πολύ από τις σημερινές ανάγκες.

Θα πρέπει να επιμείνουμε να αναπτυχθεί η λειτουργία και η δράση των αυτόνομων σχημάτων ,στα οποία συμμετέχουμε, στη ΓΣΕΕ, στην ΑΔΕΔΥ ,στις δευτεροβάθμιες ομοσπονδίες και στα Εργατικά Κέντρα καθώς και στα πρωτοβάθμια σωματεία και να συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός σταθερού δικτύου συντονισμού και αλληλοενημέρωσής τους σε πανελλαδικό , νομαρχιακό, τοπικό και κλαδικό επίπεδο.

Στόχος μας πρέπει να είναι μέσα στη χρονιά που διανύουμε να δημιουργηθούν τέτοια σχήματα σε όσο το δυνατόν περισσότερους κλάδους και κυρίως στα πρωτοβάθμια σωματεία (επιχειρησιακά και κλαδικά), όπου πρέπει να ρίξουμε και το κύριο βάρος μας , ώστε από εκεί να ξεκινήσουμε την αντεπίθεσή μας για νʼ αλλάξουμε τους συσχετισμούς δύναμης υπέρ μας αλλά και τον προσανατολισμό δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Μεγάλες αδυναμίες εξακολουθεί να έχει η δουλειά μας στους συνταξιούχους , στη νεολαία και στον ιδιωτικό τομέα και θα πρέπει να πάρουμε επειγόντως μέτρα αντιστροφής αυτής της κατάστασης.

Θα πρέπει πάντως πιο έντονα να προβάλουμε τις προτάσεις μας για την ανασυγκρότηση και την αναγέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος, σε αντιπαράθεση με το νέου τύπου κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό , που αντικειμενικά στηρίζει τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση , αλλά και με τις γραφειοκρατικές, δογματικές και σεχταριστικές αντιλήψεις του κομματικού συνδικαλισμού, που διευκολύνει τη διάσπαση και τον κατακερματισμό του εργατικού κινήματος. Εμείς αγωνιζόμαστε για ένα συνδικαλισμό αυτόνομο, με δημοκρατικές εσωτερικές λειτουργίες, με διεκδικητικό αγωνιστικό προσανατολισμό, με ταξική αντίληψη, με σύγχρονο ριζοσπαστικό λόγο, διεθνιστικό, που η λειτουργία και η δράση του να διαπερνιέται από τις συλλογικές αξίες του εργατικού κινήματος.

Οι δυνάμεις του ΣΥΝ , που δραστηριοποιούνται μέσα από την Αυτόνομη Παρέμβαση και μέσα από πλατειά σχήματα και συσπειρώσεις εργάζονται συστηματικά για την διαμόρφωση μίας νέας σκέψης και στρατηγικής πρότασης του σ.κ. σʼ αυτή την κατεύθυνση με βάση τους εξής άξονες:

Την Αυτονομία από κυβέρνηση, εργοδοσία και κόμματα.

Την ενίσχυση του ταξικού και διεκδικητικού χαρακτήρα του.

Την αναβάθμιση της Δημοκρατίας με την λειτουργία των οργάνων του, με το χτύπημα της γραφειοκρατίας, την προώθηση θεσμών και μορφών, που θα επιτρέπουν την έκφραση των εργαζομένων για τα κρίσιμα ζητήματα μέσα από συνελεύσεις και μαζικές ψηφοφορίες.

Την μαζικοποίηση των συνδικάτων. Την κάλυψη και οργάνωση των “εκτός των τειχών” στρωμάτων που πλήττονται περισσότερο από την κρίση και σπρώχνονται στο περιθώριο (ελαστικά απασχολούμενοι, άνεργοι, γυναίκες, ξένοι εργάτες). Ειδικά για τους ανέργους είναι άμεση ανάγκη αυτοτελούς οργάνωσης τους με εκλογή επιτροπών ανέργων δίπλα σε κάθε Εργατικό Κέντρο και συμβουλευτική εκπροσώπησή τους στις Διοικήσεις τους. Με την πανελλαδική δικτύωσή τους και την συμβουλευτική εκπροσώπησή τους στην ΓΣΕΕ. Χρειάζεται επίσης η τροποποίηση του Ν.1264 με στόχο να αποτραπούν τα όποια νομικά κωλύματα συμμετοχής των ελαστικά απασχολούμενων στα συνδικάτα. Ειδικές προσπάθειες χρειάζονται για την ένταξη στα συνδικάτα νέων και γυναικών, που πρακτικά σημαίνει και λήψη οργανωτικών μέτρων αλλά και προσπάθεια διατύπωσης αιτημάτων, μέσα από τα οποία θα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους αυτά τα τμήματα των εργαζομένων.

Την αλλαγή της δομής του συνδικαλιστικού κινήματος στη βάση της οργάνωσης κατά κλάδο παραγωγής και κατά τομέα υπηρεσιών με την προώθηση των αναγκαίων ενοποιήσεων, που πρέπει να φτάσουν μέχρι το επίπεδο της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, ώστε να έχουμε μία συνομοσπονδία εργαζομένων στη χώρα μας, ένα εργατικό κέντρο σε κάθε νομό, μία ομοσπονδία σε κάθε κλάδο ή τομέα της οικονομίας και ένα συνδικάτο στην επιχείρηση, στον κλάδο ή στον τομέα της οικονομίας και των υπηρεσιών. Την συνδικαλιστική κάλυψη των υπαλλήλων της νεοσύστατης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης από το δημοσιοϋπαλληλικό σ.κ. μέσα από ενιαίους συλλόγους Νομαρχιών και Περιφερειών και από αντίστοιχες Ομοσπονδίες.

Την οικονομική αυτοδυναμία των συνδικάτων. Επιμερισμός των κονδυλίων της εργατικής εστίας, ώστε να χρηματοδοτούνται και τα πρωτοβάθμια σωματεία ανάλογα με τα μέλη τους.

Την επαναξιολόγηση των μορφών πάλης, ώστε να αξιοποιούνται όλες οι μορφές μαζικής πολιτικής πίεσης, με σωστό σχεδιασμό ολοκληρωμένων προγραμμάτων κινητοποιήσεων, χωρίς απολυτοποίηση του απεργιακού όπλου, που παίρνει ορισμένες φορές επετειακό και τυπικό χαρακτήρα και αποδυναμώνει την μορφή αυτής της πάλης.

Την στήριξη των συνδικάτων πάνω στις αρχές και στις αξίες του εργατικού κινήματος. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια ώστε οι αρχές της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς προσφοράς, της ενότητας να κυριαρχήσουν και να ενισχύσουν την αξιοπιστία συνδικαλιστών και συνδικάτων.

Την απόκρουση εκφυλιστικών φαινομένων στα συνδικάτα, την κατάργηση του “Ταμείου των Εργατοπατέρων”, την διαμόρφωση ενός Κώδικα δεοντολογίας μέσα από τον οποίο το ίδιο το σ.κ. θα βάλει φραγμό σε εκφυλιστικά φαινόμενα, όπως είναι αυτά της συμμετοχής συνδικαλιστών σε διοικήσεις δημόσιων επιχειρήσεων ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης, των υψηλών αμοιβών για συμμετοχή σε Διοικητικά Συμβούλια και επιτροπές, της συμμετοχής συνδικαλιστών σε ρουσφετολογικές πρακτικές και στην νομή της κρατικής εξουσίας ακόμα και με την απευθείας μετάβασή τους από θέσεις υψηλής συνδικαλιστικής ευθύνης σε θέσεις υψηλής εργοδοτικής ή και κυβερνητικής ευθύνης.

Ταυτόχρονα θα επιδιώξουμε το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα να επανασυγκροτήσει σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο τις συμμαχίες τους με άλλους κοινωνικούς φορείς και κινήματα κοινωνικών στρωμάτων, που χτυπιούνται από την κρίση και από τις νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτικές της Ε.Ε. και των ελληνικών κυβερνήσεων και που, εάν αυτές οι πολιτικές δεν αλλάξουν , θα πυκνώσουν τις στρατιές των ανέργων (φτωχοί και μεσαίοι αγρότες και επαγγελματίες κλπ) καθώς και με τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικά, οικολογικά, ειρηνιστικά, καταναλωτικά, πολιτιστικά, παιδείας, δίκτυα για τους μετανάστες, δίκτυα για τις ευρωπορείες, κινήματα ανέργων κλπ).

Ιδιαίτερα σοβαρή προτεραιότητα είναι η επαναθεμελίωση της αξίας της κοινωνικής αλληλεγγύης με τα αγωνιζόμενα τμήματα των εργαζομένων και η αντιμετώπιση των επικίνδυνων αντιλήψεων και πρακτικών του “κοινωνικού αυτοματισμού”. Πρωταρχικό βεβαίως ζήτημα είναι και η εξασφάλιση της ενότητας και της κοινής δράσης των εργαζομένων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Στην κατεύθυνση αυτή καθώς και στη συνολική ανάκαμψη του σ.κ. θα μπορούσε να συμβάλλει η κοινή δράση των αριστερών ριζοσπαστικών και προοδευτικών δυνάμεων μέσα στα συνδικάτα.

4. Οι στόχοι του σ.κ. για το επόμενο διάστημα.

Οι δύο κεντρικοί μας στόχοι για το επόμενο διάστημα είναι α) η ανάπτυξη των αγώνων για τα μεγάλα και μικρά προβλήματα των εργαζομένων, που σχετίζονται κυρίως με την ανεργία, τις εργασιακές σχέσεις, το εισόδημα την κοινωνική ασφάλιση και τις ιδιωτικοποιήσεις και β)μέσα απ΄ αυτούς η αλλαγή συσχετισμών μέσα στα συνδικάτα και η ενίσχυση του αυτόνομου ριζοσπαστικού ρεύματος που υπάρχει και δρα μέσα σ΄ αυτά.

Προτεραιότητές μας είναι:

1. Η καταδίκη των σημερινών κοινωνικά αδικών και αδιέξοδων κυβερνητικών πολιτικών, η απόκρουση των αρνητικών συνεπειών της υποτίμησης της δραχμής και η προβολή μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής με έμφαση στην ανάπτυξη με απασχόληση, με κοινωνική προστασία, με προστασία του περιβάλλοντος και με αναβάθμιση της μισθωτής εργασίας.

2. Η καταγγελία του ψευδεπίγραφου κοινωνικού διαλόγου, που αξιοποιείται από την κυβέρνηση για την προώθηση προαποφασισμένων πολιτικών της, και η ένταση της πίεσης προς τη ΓΣΕΕ και προς την ΔΕΔΥ για άμεση αποχώρηση από τις διαδικασίες του και για μετατροπή του σε απευθείας διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση και τους εργοδοτικούς φορείς για τα ανοιχτά προβλήματα των εργαζομένων με την ταυτόχρονη ενίσχυση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων.

3. Η αντιπαράθεση με την σημερινή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, όπως αυτή προσδιορίζεται και από τη νέα συνθήκη του Άμστερνταμ - Λουξεμβούργου και η προβολή ενός Εναλλακτικού δρόμου για την Ευρώπη με όρους κοινωνικής και πραγματικής οικονομικής σύγκλισης, οικολογικής προστασίας και Δημοκρατίας. Η στήριξη κινητοποιήσεων και πρωτοβουλιών για τη μη επικύρωση αυτής της συνθήκης, για τη ριζική αναθεώρησή της σε προοδευτική κατεύθυνση και για διενέργεια δημοψηφίσματος σ΄ όλη την Ευρώπη και σε κάθε περίπτωση στη χώρα μας για να κριθούν από τους πολίτες και από τους εργαζόμενους οι αποφάσεις της Διακυβερνητικής.του Άμστερνταμ - Λουξεμβούργου.

4. Η αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των ΔΕΚΟ και των τραπεζών, η κατάργηση της τροπολογίας για την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων σε αυτές και η προώθηση μέτρων για την ανάπτυξη και για τον εκσυγχρονισμό τους με διασφάλιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα τους και της ποιότητας των υπηρεσιών τους, ώστε να αξιοποιηθούν ως βασικός μοχλός για την ανάπτυξη της χώρας. Η αντιμετώπιση της μετατροπής πολλών ΝΠΔΔ σε Ανώνυμες Εταιρείες και της ιδιωτικοποίησής τους, που καταστρατηγεί ακόμα και το δικαίωμα της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων.

5. Η αντιμετώπιση της ανεργίας με πολιτικές ανάπτυξης, με αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και με την προώθηση του 35ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών και η προστασία των ανέργων και η αντιπαράθεση με την πολιτική της Κυβέρνησης, που επιχειρεί μέσα από τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης να αποδυναμώσει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις και να μοιράσει την ανεργία.

6. Η οικοδόμηση κράτους πρόνοιας και η ενίσχυση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης με την προστασία των αρχών της κοινωνικής ασφάλισης, την εξεύρεση νέων πόρων, την αξιοποίηση των αποθεματικών της, σε αντίθεση με τα σχέδια αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους και της ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης.

7. Η προώθηση μιας νέας χάρτας εργασιακών σχέσεων μέσω της ισχυροποίησης του μοντέλου σταθερής και πλήρους απασχόλησης και η απόκρουση των επιδιώξεων της κυβέρνησης και των δυνάμεων του κεφαλαίου για απορύθμιση της αγοράς εργασίας. Η προστασία και η διεύρυνση των συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και η άμεση θεσμοθέτηση του δικαιώματος υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των Δημοσίων υπαλλήλων.

8. Η υπεράσπιση του οκτάωρου, που κατέκτησαν οι εργαζόμενοι μετά από σκληρούς αγώνες στις αρχές του αιώνα μας και που σήμερα αμφισβητείται με την προσπάθεια της κυβέρνησης να θεσπίσει τη “συνολική διευθέτηση του χρόνου εργασίας”.

9. Η ριζική αναδιανομή εισοδημάτων σε όφελος της μισθωτής εργασίας μέσω της ουσιαστικής αύξησης των μισθών και της φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία μεταξύ άλλων θα πρέπει να περιλαμβάνει την πλήρη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και του αφορολόγητου ορίου.

10. Η πραγματική και πλήρης νομιμοποίηση των αλλοδαπών εργαζομένων στη χώρα μας με χορήγηση σ΄ αυτούς πλήρως των εργασιακών , ασφαλιστικών , κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και η καταπολέμηση των φαινομένων ξενοφοβίας και ρατσισμού.

11. Η αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του μιλιταρισμού και η ανάπτυξη φιλειρηνικών κινημάτων και πρωτοβουλιών με στόχο τη μείωση των πολεμικών δαπανών και την εξοικονόμηση πόρων για παραγωγικές δραστηριότητες και για κοινωνικές πολιτικές.

12. Η προστασία της υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων και του περιβάλλοντος, η στήριξη και η βελτίωση της δημόσιας υγείας και η αναγκαία στροφή στην πρόληψη σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και στην ανάπτυξη δικτύων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.

13. Η αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και η στήριξη του αγώνα των εκπαιδευτικών κατά της συντηρητικής αντιμεταρρύθμισης που συντελείται στις μέρες μας.

14. Η αναβάθμιση των Δημοσίων Υπηρεσιών, ώστε να εγγυώνται τα στοιχειώδη δικαιώματα των πολιτών και να εξυπηρετούν τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας. Ο εκσυγχρονισμός και ο εκδημοκρατισμός της Δημόσιας Διοίκησης, η ουσιαστική αποκέντρωση και οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων σε κάθε επίπεδο Διοίκησης (κεντρική, Νομαρχιακή, τοπική), η θεσμοθέτηση αντικειμενικών κριτηρίων και διαδικασιών για την αξιοκρατική στελέχωση των υπηρεσιών και για τις υπηρεσιακές μεταβολές του προσωπικού, ώστε να περιοριστούν οι πελατειακές σχέσεις στο Δημόσιο. Στα πλαίσια αυτά χρειάζεται η παρέμβαση του σ.κ των Δημοσίων Υπαλλήλων , για να μη περάσουν οι ρυθμίσεις του νέου Υπαλληλικού Κώδικα και ιδιαίτερα αυτές που αναφέρονται στα Υπηρεσιακά Συμβούλια και στο νέο βαθμολόγιο και διαιωνίζουν την σημερινή απαράδεκτη κατάσταση.

Οι κεντρικές μας αυτές προτεραιότητες είναι φανερό, ότι εκ του περιεχομένου και του προσανατολισμού τους έρχονται σε αντίθεση με τις πολιτικές που απορρέουν από το κυβερνητικό πρόγραμμα σύγκλισης. Θέτουν στην ημερήσια διάταξη των κοινωνικών αγώνων την ανάγκη προώθησης ενός ανορθωτικού προγράμματος δράσης για τη χώρα μας στην κατεύθυνση του προοδευτικού εκσυγχρονισμού, που να αξιοποιεί ως βασικό μοχλό τον δημόσιο και κοινωνικό τομέα, να παίρνει υπόψη αυτές τις προτεραιότητες των εργαζομένων και να έχει ως βασικό του στόχο την αναβάθμιση της μισθωτής εργασίας με την αύξηση της απασχόλησης και το χτύπημα της ανεργίας, με τη ριζική αναδιανομή των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων υπέρ των εργαζομένων, με την προστασία και την αναβάθμιση των εργασιακών σχέσεων, του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης.

5. Το Tμήμα Εργατικής Πολιτικής.

Το τμήμα εργατικής πολιτικής του ΣΥΝ βοήθησε την ΚΠΕ του ΣΥΝ καθώς και την κοινοβουλευτική του ομάδα να έχουν συγκεκριμένες επεξεργασίες και παρεμβάσεις για τα προβλήματα των εργαζομένων (απασχόληση, ανεργία, κοινωνική πολιτική , κοινωνική ασφάλιση, βιομηχανική πολιτική , ΔΕΚΟ, εισοδηματική πολιτική, εργασιακές σχέσεις κλπ). Παρακολούθησε συστηματικά τους αγώνες των εργαζομένων και συνέβαλε, παρά τις αδυναμίες του, στην καλύτερη προετοιμασία των δυνάμεών μας και στη διαμόρφωση μιας συνολικά θετικής στάσης του ΣΥΝ απέναντι σ΄ αυτούς τους αγώνες.

Ωστόσο χρειάζεται να βελτιώσει τη δουλειά του σʼ αυτό τον τομέα, να έχει καλύτερη επαφή με τις μαχόμενες δυνάμεις μας, σʼ όλους τους κλάδους και σ΄ όλους τους Νομούς της χώρας, να διαχέει σʼ όλο το κόμμα και να δημοσιοποιεί έγκαιρα τις επεξεργασίες του και τα πολιτικά συμπεράσματά του από τους κοινωνικούς αγώνες και να μπορεί να τους συνδέει με τη δουλειά της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΝ.

Οι συνεδριάσεις του τμήματος ήταν τακτικές και με συγκεκριμένη κάθε φορά θεματολογία και κατέληγαν πάντα σε συγκεκριμένες αποφάσεις, για τις οποίες ενημερωνόταν αμφίδρομα το κόμμα. Συνεδρίαζε σχεδόν με διαφορετική σύνθεση κάθε φορά λόγω του πολυμελούς (22 μέλη) και δυσκίνητου χαρακτήρα του και λόγω απουσίας κάθε φορά ορισμένων συντρόφων. Αυτό θα πρέπει να το πάρουμε υπόψη κατά την παρούσα συγκρότηση του νέου τμήματος, ώστε να είναι πιο ολιγάριθμο, πιο ευέλικτο και πιο αποτελεσματικό στη λειτουργία και στη δράση του.

Οι επαφές του τμήματος με τις εκτός Αττικής δυνάμεις μας ήταν χαλαρές και θα πρέπει να βελτιωθεί το δίκτυο συνεννόησης, το οποίο έχουμε οικοδομήσει. Μετά την πανελλαδική συνέλευσή μας, στο δίμηνο Μάη - Ιούνη, θα πρέπει να κάνουμε εξόρμηση με συγκεκριμένο σχέδιο συγκρότησης τμημάτων εργατικής πολιτικής στις Ν.Ε. ,στις οποίες δεν υπάρχουν, και αναζωογόνησής τους εκεί που ήδη έχουν συγκροτηθεί με τη διοργάνωση και δημόσιων εκδηλώσεων για τα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων, της ανεργίας και της κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης θα πρέπει να συγκροτήσουμε δίπλα και κάτω από το τμήμα ένα δίκτυο ομάδων συντρόφων και συνεργατών που θα έχουν την ευθύνη για τους τομείς της δουλειάς του τμήματος.

Θα πρέπει επίσης άμεσα να προετοιμάσουμε ένα σχέδιο για την διάταξη των δυνάμεών μας, για να συγκροτήσουμε αυτόνομα ριζοσπαστικά ψηφοδέλτια και συσπειρώσεις εργαζομένων, ώστε να δώσουμε με τις καλύτερες δυνατόν προϋποθέσεις τη μάχη των συνεδρίων σε δεκάδες δευτεροβάθμιες και πρωτοβάθμιες οργανώσεις, που εκ των πραγμάτων διαμορφώνουν από τώρα τους συσχετισμούς δύναμης για τα επόμενα συνέδρια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Η ελάχιστη βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτού του στόχου είναι η διοργάνωση καμπάνιας για την εγγραφή των μελών και των φίλων του ΣΥΝ στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης ή του κλάδου ή του τομέα που εργάζονται.

Η δουλειά του τμήματος θα βελτιωθεί σημαντικά, εφόσον ο ΣΥΝ έχει με σταθερότητα, συνέχεια και συνέπεια στραμμένη την προσοχή του στα προβλήματα των εργαζομένων και στους κοινωνικούς αγώνες συνολικά ως κόμμα και όχι μόνο σε επίπεδο ηγεσίας του. Τα συνδικαλιστικά μας στελέχη μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε μία τέτοια κατεύθυνση συζήτησης της εργατικής και κοινωνικής πολιτικής του ΣΥΝ σε όλα τα επίπεδα του κόμματος από την ΚΠΕ και τις Ν.Ε. μέχρι και όλες τις πολιτικές κινήσεις του.

Εάν εξασφαλίσουμε τις παραπάνω προϋποθέσεις, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι , ότι θα βελτιώσουμε τη δουλειά μας.