Λίγο πριν τον 21ο αιώνα, σοβαρές ανακατατάξεις συγκλονίζουν τον κόσμο. Τελειώνει ο αιώνας "μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας αταξίας που η φύση της είναι ασαφής, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποιος μηχανισμός ο οποίος θα μπορούσε να την τερματίσει, ή να τη θέσει υπό έλεγχο". Η Ελλάδα -χώρα Ευρωπαϊκή, Βαλκανική και Μεσογειακή- ζει έντονα τις διεθνείς εξελίξεις, που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ρευστότητα, αναπότρεπτη τάση υπερεθνικών ολοκληρώσεων, απαίτηση για περισσότερη δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα αλλά και ανασφάλεια, νέους ανταγωνισμούς και περιφερειακές κρίσεις. Η πορεία του αφοπλισμού έχει ανακοπεί και η τάση στρατιωτικοποίησης στη διεθνή ζωή παραμένει ισχυρή. Το τέλος του ψυχρού πολέμου, του διπολισμού, δε συνοδεύτηκε από ένα νέο σύστημα διεθνών σχέσεων και από μια δίκαιη, ειρηνική και οικολογική παγκόσμια τάξη με εγγυητή της έναν εκδημοκρατισμένο ΟΗΕ. Η τάση των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία στο όνομα της "νέας τάξης πραγμάτων", αντιστρατεύεται αυτή τη δημοκρατική επιδίωξη. Ταυτόχρονα, μαζί με τους κινδύνους και τα προβλήματα στη νέα μεταβατική εποχή, συνυπάρχουν δυνατότητες για την εδραίωση της δικαιοσύνης, της γενικής ασφάλειας και της διεθνούς νομιμότητας. Πρόκειται για μία προσπάθεια δύσκολη, αλλά οι σημερινοί διεθνείς συσχετισμοί δεν είναι αναλλοίωτοι. Οι αντιλήψεις που κηρύσσουν το αναπόφευκτο της υποταγής στα κελεύσματα των ισχυρών πρέπει να αποκρουστούν. Η Αριστερά υπάρχει όχι μόνο για να εξηγεί τον κόσμο, αλλά και για να τον αλλάξει. Απαιτείται λοιπόν η τολμηρή της παρέμβαση, που θα συνδέει ακόμα πιό οργανικά και αποτελεσματικά την εθνική της στρατηγική με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τον οικουμενικό ορίζοντα.
Στο κατώφλι του 2000, τεράστιες δυνατότητες για την ανθρώπινη ανάπτυξη ακινητοποιούνται ή καταστρέφονται. Η διεθνοποίηση, που αποτελεί αντικειμενική τάση, συντελείται με όρους λειτουργίας μιας ανεξέλεγκτης αγοράς, χωρίς την αντίστοιχη προώθηση δημοκρατικών κοινωνικών ελέγχων και παρεμβάσεων, με αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, τη διεύρυνση των διεθνών και κοινωνικών ανισοτήτων, τη συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος και του πλούτου στα χέρια μιας μικρής ομάδας χωρών του αναπτυγμένου καπιταλισμού, καθώς και των πολυεθνικών. Η βαθειά οικονομική και κοινωνική κρίση, η εξάπλωση της φτώχειας και της ανεργίας, η ένταση του κοινωνικού αποκλεισμού, συντελούν στην αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού. Δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την έξαρση του ρατσισμού, του εθνικισμού και του θρησκευτικού φανατισμού.
Ενας νέος, διαφορετικός κόσμος έχει προκύψει από:
Προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιάς αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής είναι η ορθή εκτίμηση της ιστορικής φάσης που διανύουμε και των τάσεων που διαφαίνονται ως προς τη διαμόρφωση των συσχετισμών δυνάμεων.
Ο ΣΥΝ, σύμφωνα και με την απόφαση του πρόσφατου Συνεδρίου του, αντιστρατεύεται την τάση των Ηνωμένων Πολιτειών για παγκόσμια κυριαρχία στο όνομα "της νέας τάξης πραγμάτων". Υποστηρίζει την ανάγκη για ένα νέο, ενισχυμένο, δημοκρατικό ρόλο του ΟΗΕ και του ΟΑΣΕ, ικανό να εξασφαλίζει την παγκόσμια ειρήνη μέσα από την ισότιμη συνεργασία. Η Ευρώπη της Ειρήνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ανάπτυξης με οικολογική προστασία για την οποία αγωνιζόμαστε, έχει ανάγκη από ένα πανευρωπαϊκό, πολυδιάστατο σύστημα ασφάλειας που μπορεί να οικοδομηθεί μέσα από την αναβάθμιση και την ενίσχυση του ΟΑΣΕ. Στην προοπτική αυτή ο ΣΥΝ τάσσεται κατά της διεύρυνσης των ορίων δράσης του ΝΑΤΟ και υπέρ του στρατηγικού στόχου της κατάργησής του.
Με ευθύνη των κυβερνήσεων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, που κυβέρνησαν τη χώρα την εικοσαετία που πέρασε, δεν υπήρξε ριζική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά συνέχιση του εγκλωβισμού στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Πέραν αυτής της διαπίστωσης, κυρίως μετά το 1989, με ευθύνη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. και κάτω από την πίεση της ΠΟΛ.ΑΝ. η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν παρακολουθεί το μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός συνεκτικού σχεδίου που θα της επιτρέψει μιά ουσιαστική, στο μέτρο των δυνατοτήτων της παρέμβαση, στο μεταδιπολικό κόσμο. Η απουσία μιάς τέτοιας προοπτικής, είχε ως φυσιολογική συνέπεια τον ελληνοκεντρισμό, τον αμυντισμό, τον απομονωτισμό, τον περιορισμό της εξωτερικής μας πολιτικής σε μιά πολιτική προσπάθεια προάσπισης του ελάχιστα αναγκαίου, δηλαδή, της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας, χωρίς επεξεργασία σύγχρονων μεθόδων εξασφάλισης αυτών των δύο αυταπόδεικτων αξιών, χωρίς περαιτέρω στόχους που να επεκτείνονται πέραν της στοιχειώδους ανάγκης επιβίωσης.
Ο ΣΥΝ πιστεύει ότι η χώρα μας, αν ασκούσε μιά δυναμική πολιτική ενεργού συμμετοχής στο διεθνές γίνεσθαι, θα είχε πολλαπλά ευεργετήματα και στο θέμα της απομάκρυνσης των απειλών κατά της ακεραιότητάς της. Μιά Ελλάδα με ισχυρά διεθνή ερείσματα, είναι πιό δύσκολα αμφισβητούμενη και λιγότερο ευάλωτη από μια Ελλάδα απομονωμένη και εσωστρεφή.
Σ'αυτή τη λογική πιστεύουμε ότι η χώρα μας οφείλει να προβάλλει και να εμμείνει και με τη δική της πρακτική σ΄ένα σύνολο αρχών για την αντιμετώπιση των διεθνών προβλημάτων:
Η θέση των μειονοτήτων σε ένα κράτος παύει πλέον στις μέρες μας να θεωρείται "εσωτερική του υπόθεση" και οι μειονότητες τίθενται υπό την προστασία διεθνών οργανισμών. Η διεθνής θέση κάθε κράτους επηρεάζεται πιά σημαντικά από τον τρόπο και το βαθμό προστασίας των ανθρωπίνων και ιδιαίτερα των μειονοτικών δικαιωμάτων. Ταυτοχρόνως είναι σύνηθες φαινόμενο, η αξιοποίηση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μειονότητες για αποσταθεροποίηση χωρών και περιοχών. Γι΄αυτό, το δικαίωμα έκφρασης όλων των ιδιαιτεροτήτων και απόλαυσης όλου του φάσματος των εκπαιδευτικών, πολιτισμικών κ.α. δικαιωμάτων, η προστασία γλωσσών, διαλέκτων, ηθών και εθίμων κ.α. αυτών των κατηγοριών πληθυσμού, θεωρείται σήμερα, πέραν όλων των άλλων, και συμβολή στη σταθερότητα κάθε περιοχής.
Η συνολική οπτική που έχουμε και τα προφανή αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε η εξωτερική πολιτική της χώρας, μάς οδήγησαν στο πρόσφατο Συνέδριο του ΣΥΝ στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της. Να εγκαταλείψει την επιλογή που τώρα ακολουθείται με τρόπο μάλιστα αποσπασματικό και συχνά αντιφατικό, χωρίς ολοκληρωμένη θεώρηση των διεθνών σχέσεων, συνέχεια και συνέπεια. Αυτή η πολιτική επιχειρεί να στηρίξει μονόπλευρα την προάσπιση και προώθηση των εθνικών συμφερόντων στην ανάπτυξη της στρατιωτικής ισχύος της Ελλάδας μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον (Βαλκάνια - Νοτιοανατολική Μεσόγειος) που θεωρείται εκ προοιμίου και εις το διηνεκές ως αναρχούμενο και ανταγωνιστικό. Η επιλογή αυτή περιλαμβάνει άλλοτε επιλεκτικά και άλλοτε αθροιστικά στοιχεία όπως: Η εδραίωση μέσα στο λαό της αίσθησης του ανάδελφου, περικυκλωμένου έθνους. Η απολυτοποίηση της ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας ως μόνης διεξόδου. Η διαμόρφωση πολιτικής αξόνων. Η στρατιωτική διπλωματία. Η οικονομική, ηγεμονικού τύπου διείσδυση της χώρας μας στις Βαλκανικές χώρες. Η επιδίωξη της ανάδειξής της σε περιφερειακή δύναμη με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Ο ΣΥΝ εισηγείται μιά ριζικά διαφορετική επιλογή που θα αποβλέπει στη συνολική αναβάθμιση της χώρας μας στη διεθνή σκηνή και θα δημιουργεί ευνοϊκότερους συσχετισμούς για τα εθνικά μας ζητήματα. Στοιχείο αυτής της πολιτικής: η ενεργός συμμετοχή της χώρας στα ευρωπαϊκά και βαλκανικά δρώμενα. Η βελτίωση του ρόλου της στο διεθνή καταμερισμό έργων. Παράλληλα με την εξασφάλιση από ελληνικής πλευράς ενός υψηλού επιπέδου αποτρεπτικής ικανότητας σε στρατιωτικό πεδίο - που δε συνεπάγεται αύξηση των κοινωνικών δαπανών, αλλά ορθολογικότερη προσέγγιση - πολύπλευρη ισχυροποίηση της χώρας στο διπλωματικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό πεδίο. Η προώθηση της ανάπτυξής της και η κατοχύρωση της ασφάλειάς της στα πλαίσια διεθνούς συνεργασίας που θα επιδιώκουν τη διαμόρφωση μιάς δημοκρατικής, δίκαιης παγκόσμιας τάξης, στην εποχή της αλληλεξάρτησης.
Κατά τη γνώμη του Κόμματός μας η Ευρωπαϊκή επιλογή αποτελεί τη βασική κατεύθυνση της εθνικής μας στρατηγικής και μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Η πολιτικά ενοποιούμενη Ευρώπη, που θέλουμε να προωθήσει και την ευρισκόμενη σε εμβρυώδη κατάσταση κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας της Ε.Ε., αποτελεί το ευνοϊκότερο έδαφος για την Ελλάδα. Αυτή η σταθερή ευρωπαϊκή επιλογή, συνοδεύεται με την εξίσου σοβαρή αντιπαράθεση προς τις κυρίαρχες σήμερα συντηρητικές επιλογές στη διαδικασία της ενοποίησης. Χρειάζεται ταυτοχρόνως κατανόηση του γεγονότος ότι η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν επιλύει αυτομάτως προβλήματα, ότι αποτελεί ένα ισχυρό εφαλτήριο για την ανάπτυξη εποικοδομητικών σχέσεων, την ενεργό συμμετοχή σ΄ένα πλαίσιο ισοτιμίας και αμοιβαίας αλληλεγγύης. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ έχουν διαμορφωθεί ιστορικά από τη λογική της εξάρτησης. Σήμερα η Ελλάδα πρέπει να επιδιώκει και να διεκδικεί ομαλές σχέσεις με τις ΗΠΑ που διαδραματίζουν αντικειμενικά σοβαρό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις και στην περιοχή μας. Αλλά η εξέλιξη των σχέσεων της χώρας μας με τις ΗΠΑ δεν πρέπει να οδηγεί σε νέες εξαρτήσεις, σε έλλειψη σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και σε υποβάθμιση της ευρωπαϊκής επιλογής της χώρας.
Τέλος, η αργή, αλλά αναπότρεπτη επανεμφάνιση της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή και στην περιοχή μας, πρέπει να αξιοποιηθεί από την Ελλάδα για μιά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Η Ανατολική Μεσόγειος παραμένει μία από τις πιό ευαίσθητες και στρατιωτικοποιημένες περιοχές της γης. Η Ελλάδα πρέπει, τερματίζοντας την απραξία της, να αναλάβει πρωτοβουλίες για στενότερες σχέσεις με τις χώρες της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής.
Ο ριζικός αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής που επιδιώκουμε δεν μπορεί να επιτευχθεί ανεξάρτητα από τη γενικότερη κυβερνητική πολιτική. Στην εποχή μας η εξωτερική πολιτική και η εσωτερική κατάσταση της χώρας συνδέονται όλο και πιό στενά. Γι'αυτό, η αλλαγή συσχετισμών στην πολιτική μας ζωή, η αποφασιστική ενίσχυση του ΣΥΝ και μία νέα κοινωνική δυναμική, αποτελούν προϋποθέσεις όχι μόνο για να ανακοπεί η πορεία παρακμής στο εσωτερικό, αλλά και για μία νέα, δυναμική, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Οι ευθύνες των κυβερνήσεων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ δεν περιορίζονται στο γεγονός ότι δεν κατενόησαν το μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, ότι δεν αξιοποίησαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας στην περιοχή, ότι δεν πήραν τις αναγκαίες πρωτοβουλίες μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε., ότι προσέβλεπαν με αυταπάτες στο ρόλο του αμερικάνικου παράγοντα. Το πιό σημαντικό είναι ότι, αρνούμενες να αναλάβουν το περίφημο πολιτικό κόστος, αντιμετωπίζοντας από εσωτερική και μάλιστα μικροκομματική οπτική τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, πολλές φορές επέμειναν συνειδητά, λαθεμένες επιλογές.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι αμέσως η ελληνική πολιτική πρέπει να κινηθεί προς τρείς κατευθύνσεις:
Το Κυπριακό πρόβλημα βρίσκεται σε νέα κρίσιμη φάση για την εξέλιξή του. Σχεδιάζονται και προαναγγέλονται άμεσα ή έμμεσα πρωτοβουλίες για την προώθησή του. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα πρέπει να κριθούν από το κατά πόσο προωθούν μία δίκαιη και βιώσιμη λύση σύμφωνα με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και την προοπτική ένταξης της Κύπρου συνολικά σαν ισότιμου μέλους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Από την πλευρά μας υποστηρίζουμε ενέργειες που βοηθούν να ξεπεραστεί το πολυετές αδιέξοδο και να προληφθούν οι συνέπειες της αποτελμάτωσης. Οσο περνά ο χρόνος κινδυνεύουν να παγιοποιηθούν τα αποτελέσματα της κατοχής. Αλλοιώνεται η δημογραφική σύνθεση της Κύπρου με την παράνομη εγκατάσταση στα κατεχόμενα Τούρκων εποίκων και τη μείωση του ποσοστού των Τουρκοκυπρίων έναντι αυτών, διατηρείται ο κίνδυνος διεθνούς αναγνώρισης του ψευδοκράτους και τα ενδεχόμενα διχοτόμησης ή απόσχισης. Για την πρόληψή τους είναι αναγκαία η συνεχής κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας, ώστε να διατηρείται το κυπριακό στις άμεσες προτεραιότητές της, μεταξύ των προβλημάτων που έχουν προκληθεί από τη χρήση βίας, τις στρατιωτικές εισβολές, την κατοχή ξένων εδαφών και την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ο ΣΥΝ είναι ριζικά αντίθετος με απόψεις κύκλων στην Ελλάδα και Κύπρο που υποστηρίζουν τη θεωρία της "μη λύσης". Αυτή θα οδηγούσε στη διαιώνιση της σημερινής απαράδεκτης κατάστασης. Απορρίπτουμε εξίσου κατηγορηματικά την ιδέα της "διπλής ένωσης", που καλλιεργείται από υπόπτων προθέσεων εθνικιστικούς και άλλους "πατριωτικούς" κύκλους, οι οποίοι στοχεύουν στην κατάργηση της ανεξαρτησίας και του σκοπού της ενότητας της Κύπρου, ευνοώντας έτσι, όπως και η προηγούμενη τάση, τη μονιμοποίηση της διχοτόμησης.
Από την πλευρά των Ηνωμένων Εθνών, το ψήφισμα 939 του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ιούλιος 1994) αναφέρεται στα αίτια του αδιεξόδου των διακοινοτικών συνομιλιών και στις ευθύνες που ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ επιρρίπτει στην τουρκική πλευρά. Επαναλαμβάνει ότι η διατήρηση του σημερινού status quo είναι απαράδεκτη και καταγράφει τους ορισμούς ενός γενικού πλαισίου λύσης με βάση τη συγκρότηση ενιαίου κράτους στην Κύπρο, που θα διαθέτει μία και μοναδική κυραρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια, θα περιλαμβάνει δύο πολιτικά (θεσμικά) ισότιμες κοινότητες, στα πλαίσια μίας δικοινοτικής - διζωνικής ομοσπονδίας. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο μιάς τέτοιας λύσης πρωταρχικής σημασίας ζήτημα αποτελεί η κατοχύρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών και η αρχή της ισονομίας των πολιτών.
Επίσης δεν μπορούν να αγνοηθούν τα δικαιώματα των προφύγων και το ανθρωπιστικό ζήτημα της εξακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων. Οι απαράδεκτοι περιορισμοί στα δικαιώματα εκπαίδευσης και μετακίνησης των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα, καθώς και η συνεχιζόμενη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στη Β. Κύπρο κάθε άλλο παρά βοηθούν στη διαμόρφωση του αναγκαίου κλίματος εμπιστοσύνης. Αντίθετα σε μιά τέτοια κατεύθυνση συμβάλλει θετικά η διαδικασία επαναπροσέγγισης ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων στην προοπτική της ειρηνικής συμβίωσης σε μιά ανεξάρτητη, ομοσπονδιακή Κύπρο.
Ο ΟΗΕ παρέχει με τα ψηφίσματά του τους ευνοϊκούς για την Κύπρο ορισμούς λύσης του Κυπριακού σύμφωνα με το Δειθνές Δίκαιο, όπως και το διαπραγματευτικό πλαίσιο του διακοινοτικού διαλόγου, ο οποίος όμως θα είναι ατέρμονος, όσο απουσιάζει ένα καταλυτικό στοιχείο ικανό να διαμορφώσει νέες συνθήκες ικανές να οδηγήσουν σε αποδεκτή λύση. Σημαντικό εν προκειμένω ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, της οποίας η ξεκάθαρη αντιδιχοτομική προσέγγιση πρέπει συνεχώς να επιβεβαιώνεται, καθώς είναι βέβαιο, ότι όταν αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Κύπρου, η Ε.Ε. θα παρέμβει και σε μείζονες πολιτικές πτυχές του Κυπριακού τις οποίες ρητά εντοπίζει η "γνωμοδότηση" της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει υιοθετηθεί από το σύνολο των κρατών-μελών. Αυτές είναι, σύμφωνα με τις επίσημες διατυπώσεις της Ε.Ε., το απαράδεκτο του de facto διαχωρισμού της χώρας, η τουρκική στρατιωτική κατοχή μέρους του εδάφους της, η έλλειψη ασφάλειας και συνθηκών ευημερίας όπως και η κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο μιας συνταγματικής τάξης σύμφωνης με τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πρότυπα που θα ισχύει στο σύνολο της Κύπρου.
Αυτά τα προβλήματα είναι φανερό, ότι δεν είναι δυνατόν πλέον να επιλυθούν μόνο μέσω του ΟΗΕ, αλλά μέσα στη φορά μιας δεύτερης παράλληλης διαπραγματευτικής διαδικασίας για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.
Η Ε.Ε. διακηρύσσει ότι θα διαπραγματευθεί την ένταξη με τη μόνη, διεθνώς αναγνωριζόμενη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία εκπροσωπεί έγκυρα το σύνολο της χώρας. Ταυτόχρονα υποδηλώνει ότι οι πολιτικές αρχές και οι κανόνες δικαίου που αποτελούν το θεμέλιο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα διαχέονται στους τομείς που αποτελούν τη συνταγματική πτυχή και τα κεφάλαια του Κυπριακού για τις πολιτικές ελευθερίες και την ασφάλεια.
Η απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της Ε.Ε. της 6ης Μαρτίου 1995 μπορεί να αποδειχθεί σημαντική στην πορεία ανάκτησης της πραγματικής ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η διακηρυγμένη προοπτική ένταξης του συνόλου της χώρας ευνοεί - και προϋποθέτει - τη δημιουργία συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, που θα αποτελέσουν τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία. Αυτό θα γίνει με την εφαρμογή ενός συστήματος κεντρικής διακυβέρνησης του νησιού συμβατού με την αναγκαιότητα αποτελεσματικής συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων από την Ε.Ε., όπου και η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα απολαμβάνει συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, τις οποίες μόνο η Ε.Ε. μπορεί να ενισχύσει αποτελεσματικά. Μπορούμε ρεαλιστικά να προσβλέπουμε σε μια Κύπρο αποστρατικοποιημένη, όπου είναι φανερό, ότι η ιδέα εφαρμογής στρατιωτικών ή άλλων εγγυήσεων κατάλοιπων του αποικιακού συστηματος, θα είναι ασυμβίβαστη με τους όρους εφαρμογής της Συνθήκης του Μάαστριχτ σε κράτος-μέλος της Ενωσης.
Η ελλαδική και κυπριακή εξωτερική πολιτική πρέπει να αναπτυχθούν σε νέα πεδία, έτσι ώστε να μετατεθεί η ουσία του Κυπριακού προβλήματος στο πολιτικό και θεσμικό πεδίο της Ε.Ε. Θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να αποδυναμωθεί αυτή η προοπτική για να προωθηθεί το λεγόμενο δόγμα του "ενιαίου αμυντικού χώρου" Ελλάδας-Κύπρου, για το οποίο ο ΣΥΝ έχει εκφράσει την αντίθεσή του. Χωρίς κανείς να παραβλέπει τις ανάγκες και δυνατότητες άμυνας της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, αμφισβητείται σοβαρά η πρακτική αποτελεσματικότητα του "δόγματος", ακόμη και από τους ίδιους τους υποστηρικτές του, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ελληνο-τουρκική κρίση. Η εφαρμογή του τείνει να προκαλέσει εξομοίωση της "πράσινης γραμμής" αντιπαράθεσης στην Κύπρο με την ελληνοτουρκική μεθόριο στον Εβρο. Να παγιοποιήσει τη διχοτόμηση. Να καταστήσει το Κυπριακό έδαφος πεδίο τριβής και ανάφλεξης ακόμα και για αιτίες που ενδεχόμενα θα αφορούσαν αποκλειστικά ελλαδο-τουρκικές διαφορές και όχι την ίδια την Κύπρο. Παγιδεύει την ελληνική πλευρά στην αδιέξοδη λογική της στρατιωτικής επιθετικότητας και κλιμάκωσης των εξοπλισμών που ακολουθεί η Τουρκία και αντιφάσκει με το διακηρυγμένο από την Κυπριακή Κυβέρνηση στόχο της αποστρατικοποίησης. Διακυβεύεται έτσι η επίτευξη του μείζονος πολιτικού στόχου της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε., κάτω από το βάρος των εντυπώσεων που προκαλεί το ενδεχόμενο της προαναγγελόμενης από το δόγμα ελληνο-τουρκικής σύρραξης στην περιοχή.
Οι υποστηρικτές του "ενιαίου αμυντικού δόγματος" προσκολλώνται σε μια αντίληψη στρατιωτικής κατά κύριο λόγο αντίδρασης. Αγνοούν ή υποβαθμίζουν την λογική μιας δυναμικής εξωτερικής πολιτικής η οποία έχει πολλές δυνατότητες να επιτύχει τους στόχους της αν απαλλαγεί από τα σύνδρομα μιας ανεύθυνης εθνικιστικής ρητορικής. Οι υποστηρικτές του δόγματος αυτού δημόσια επικαλούνται τη Συνθήκη Εγγύησης που περιλαμβάνεται στις Συμφωνίες της Ζυρίχης. Η επίκληση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη νομιμοποίηση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας ως εγγύηση του τουρκικού πληθυσμού. Εξάλλου η Ελλάδα είναι αδιανόητο να θεμελιώνει την πολιτική της σε συμβατικά κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, αντίθετα με τις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ, όπως είναι η Συνθήκη Εγγύησης που αντιβαίνει στην αρχή της κυρίαρχης ισότητας των κρατών αφού προβλέπει δικαίωμα μονομερούς επέμβασης τρίτης χώρας σε άλλο κυρίαρχο κράτος.
Το "ενιαίο αμυντικό δόγμα" καθώς και η αναχρονιστική ιδέα της "πανεθνικής διάσκεψης" επαναφέρουν την επικίνδυνη θεωρία του "εθνικού κέντρου", απειλούν να μετατρέψουν το Κυπριακό από διεθνές πρόβλημα σε διμερή ελλαδο-τουρκική διαφορά και να υποβαθμίσουν τη διεθνή προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το Κυπριακό πρέπει να ξαναπάρει τη θέση του ως πρώτο και κύριο θέμα στην ιεράρχηση των προβλημάτων της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, απ΄όπου είχε περιθωριοποιηθεί λόγω των βαλκανικών αδιέξοδων περιπλανήσεών της. Η διαπλοκή του με τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις δεν πρέπει να εμποδίζει την εξομάλυνση των σχέσεων αυτών. Διότι η εξομάλυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει σε μια δίκαιη, σταθερή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Το πρόβλημα της Κύπρου και των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι δυνατό να ακολουθήσουν μια παράλληλη πορεία προς τη λύση τους, χωρίς η επίλυση του ενός να γίνεται αναγκαστική προϋπόθεση για την επίλυση του άλλου.
Στην κρίσιμη μεταβατική φάση που διέρχονται τα Βαλκάνια μετά το τέρμα του διπολισμού, συσσωρεύτηκαν οξύτατα προβλήματα που δημιούργησαν επικίνδυνες καταστάσεις και έναν εμφύλιο πόλεμο. Οι εκρήξεις του εθνικισμού και οι επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης για τη δημιουργία "καθαρών" εθνικών κρατών, η δύσκολη πορεία του εκδημοκρατισμού στις χώρες του Βαλκανικού Βορρά, η επεκτατική πολιτική του τουρκικού κατεστημένου, συμπλέκονται με την επιδίωξη των ΗΠΑ και άλλων εξωβαλκανικών κέντρων για τη διαμόρφωση σφαιρών πολιτικής και οικονομικής επιρροής.
Η συνολική σχετική βελτίωση του κλίματος στα Βαλκάνια, η εύθραυση ειρήνη στη Βοσνία, προσφέρουν γόνιμο έδαφος για τη χώρα μας, για μία αποτελεσματική παρέμβαση, που θα αναβαθμίζει τη θέση της σαν παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας. Αρκεί να υπάρξει άμεσος αναπροσανατολισμός γιατί η βαλκανική πολιτική είναι ο τομέας όπου οι αδιέξοδες κυρίαρχες επιλογές οδήγησαν την εξωτερική πολιτική σε χρεωκοπία. Ολόκληρη η εξωτερική μας πολιτική δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία 4 χρόνια πάνω στις ξέρες του προβλήματος με τη FYROM, με αποτελέσμα πλήρη αποπροσανατολισμό, διεθνή απομόνωση, απώλεια ιστορικής ευκαιρίας για ένα προωθητικό ρόλο στη Βαλκανική με αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας, εσφαλμένη και μονομερής τοποθέτηση για τον πόλεμο στη Βοσνία, απουσία της Ελλάδας από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οι χειρισμοί που έγιναν στα Βαλκανικά θέματα - με αιχμή την αδιαλλαξία περί το όνομα του γειτονικού κράτους και την άσκηση εμπάργκο ως μέσου πίεσης - οδήγησαν τη χώρα σε μιά ήττα στο πεδίο των αρχών και αξιών και διαμόρφωσαν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη την εικόνα μιάς δύναμης που είναι έτοιμη να ασκήσει έναντι των πιό αδύναμων γειτόνων της την πολιτική της πυγμής και του στενώς εννοούμενου κρατικού συμφέροντος. Στο εσωτερικό της χώρας η πολιτική αυτή τροφοδότησε και ανατροφοδοτήθηκε από ένα επικίνδυνο εθνικιστικό κύμα, που ενίσχυσε την πατριδοκαπηλεία, την ξενοφοβία, την αντίληψη του ανάδελφου έθνους και του περιούσιου και ως εκ τούτου υπερήφανα απομονωμένου λαού.
Με τη Βουλγαρία οι σχέσεις παρέμειναν σε αδικαιολόγητη ψυχρότητα και στασιμότητα. Με τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση στη Βουλγαρία και με τη διαφαινόμενη διευθέτηση του προβλήματος των υδάτων του Νέστου διαμορφώνεται καλλίτερο κλίμα.
Με την Αλβανία, οι διακρίσεις σε βάρος των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας από την κυβέρνηση Μπερίσα, μπορούσαν και έπρεπε να αντιμετωπιστούν με ένα συνδυασμό αποφασιστικών πρωτοβουλιών της ελληνικής κυβέρνησης σε διπλωματικό επίπεδο, με παράλληλη στήριξη των πιό μετριοπαθών δυνάμεων της ελληνικής μειονότητας. Η χρησιμοποίηση της απέλασης χιλιάδων Αλβανών λαθρομεταναστών ως εργαλείου άσκησης εξωτερικής πολιτικής, ήταν ηθικά και πολιτικά κατακριτέα. Η απουσία δε συγκεκριμένων πρωτοβουλιών από μέρους της επίσημης Ελλάδας, έδωσε έδαφος για μιά οιονεί "ιδιωτικοποίηση" της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Τον τόνο έδωσαν οι πιό μισαλλόδοξοι εθνικιστικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι που παρείχαν ηθική και πολιτική κάλυψη στη ΜΑΒΗ, οι ενέργειες της οποίας έβλαψαν τελικά σοβαρά τα συμφέροντα της ελληνικής μειονότητας. Η ανάληψη πρωτοβουλιών προς τη σωστή κατεύθυνση οδήγησαν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις σε αποκλιμάκωση. Ο ΣΥΝ πιστεύει ότι ο δρόμος της συνεννόησης και της συνεργασίας πρέπει και είναι δυνατόν να ακολουθηθεί και από τις δυό πλευρές και σ'αυτό το κλίμα μπορούν να βρουν λύση τα προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας και τις συνθήκες παραμονής των Αλβανών οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας.
Η αλυσίδα των λαθών που οδήγησε σε πλήρες ναυάγιο την πολιτική της χώρας μας στο πρόβλημα με τη FYROM, είναι γνωστή και το κόμμα μας κατ΄επανάληψη έχει αναφερθεί σ΄αυτήν. Η δουλεία των κομματικών σκοπιμοτήτων και η ευάλωτη στην έννοια του πολιτικού κόστους πολιτική ηγεσία των δύο μεγάλων κομμάτων, δεν επέτρεψε στη χώρα μας να αποδεχθεί ένα επωφελή συμβιβασμό και για το όνομα της γείτονος όπως προσδιορίστηκε στις προτάσεις Πινέϊρο. Εγκαταλείφθηκε το ευνοϊκό έδαφος της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας και προωθήθηκε ως προσφορότερο το έδαφος της αμερικάνικης παρέμβασης. Τα αποτελέσματα σήμερα μιλούν από μόνα τους. Η όποια λύση θα είναι σαφώς χειρότερη από αυτή του πακέτου Πινέϊρο του 1992, όπως και η ενδιάμεση συμφωνία είναι σαφώς υποδεέστερη του σχεδίου συμφωνίας Βανς-Οουεν του 1993, πράγμα που αντανακλά τον εξώφθαλμο επιδεινόμενο συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της Ελλάδας. Φτάνουμε δε σε αυτή τη λύση αφού αναπόφευκτα απομονωθήκαμε μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όχι μόνο από τις κυβερνήσεις αλλά και από το σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και των προοδευτικών δυνάμεων.
Η εμπλοκή μας με την FYROM έπαιξε επίσης σημαντικό, αλλά όχι αποκλειστικό ρόλο στην εσφαλμένη προσέγγιση και τοποθέτηση της χώρας μας στην εμφύλια σύγκρουση στη Βοσνία. Ταχθήκαμε μονομερώς υπέρ της Σερβικής πλευράς, αγνοώντας τις μεγάλες ευθύνες της για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και την έναρξη της εγκληματικής πολιτικής της εθνοκάθαρσης κάτω από το ιδεολόγημα της Μεγάλης Σερβίας. Η παρέμβαση ισχυρών δυνάμεων της Δύσης που παρόξυναν την κρίση, τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα Τούτσμαν και Ιζετμπέκοβιτς, τα εγκλήματα Κροατών και Μουσουλμάνων, δεν αναιρούν την αφετηριακή ευθύνη της Σερβικής πλευράς. Με μιά πιό νηφάλια προσέγγιση, θα μπορούσαμε μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της διεθνούς κοινότητας, να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά μιά αντίστροφη μονομέρεια που ευνοούσε πρωτίστως την Κροατική και δευτερευόντως την Μουσουλμανική πλευρά, υποβαθμίζοντας τις δικές τους ευθύνες.
Σ΄αυτήν την πολιτική οδηγήθηκε η χώρα και από το φόβο για ένα αδύνατο να συγκροτηθεί - όπως αποδείχθηκε - μουσουλμανικό τόξο και από τη φαντασίωση ότι είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί από ένα αντίστοιχο ορθόδοξο, στο οποίο οι Σέρβοι θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Η αναγνώριση από το Μιλόσεβιτς της FYROM με το όνομα μάλιστα Μακεδονία - σε αντίθεση με τους ευρωπαίους εταίρους μας - έδωσε τη χαριστική βολή στις ψευδαισθήσεις πάνω στις οποίες δυστυχώς οικοδομήθηκε μια ολόκληρη πολιτική.
Η συμφωνία για τη Βοσνία, που τερματίζει τον πόλεμο, επιτρέπει την εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες και δημιουργεί δυνατότητες για ειρήνη και σταθερότητα στη Βαλκανική. Οι αρνητικές πλευρές της, που είναι η μερική επισφράγιση των εθνικών εκκαθαρίσεων, μπορούν να αντισταθμιστούν μόνο με τη δημιουργία προϋποθέσεων για την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Ο ΣΥΝ για λόγους αρχής, αλλά και για λόγους εθνικού συμφέροντος (Κυπριακό) τάσσεται υπέρ της όσο το δυνατόν ενίσχυσης του ενιαίου, πολυεθνικού και πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της Δημοκρατίας της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης.
Η τρομερή εμπειρία της Βοσνίας επιβάλλει στους πάντες νηφαλιότερη προσέγγιση στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου. Η Σερβική πλευρά οφείλει να κατοχυρώσει πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου σε θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και κυρίως πολιτικό επίπεδο, όπως τουλάχιστον τα διασφάλιζε το τελευταίο Σύνταγμα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Ταυτοχρόνως πρέπει να απομονωθούν και να μην ενθαρρύνονται από την Αλβανική πλευρά και να καταδικαστούν από τη διεθνή κοινότητα οι ακραίοι εθνικιστές Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου που θέτουν θέμα απόσχισης της περιοχής από τη Νέα Γιουγκοσλαβία.
Υπάρχουν σοβαρές ευθύνες για το συνολικό αδιέξοδο της Βαλκανικής πολιτικής. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης έπαιξε και παίζει ακόμα ένα "εθνικιστικό τόξο" μιά συσπείρωση εθνικιστών διεθνολόγων, αναλυτών, δημοσιογράφων, εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών κύκλων, νεοορθόδοξων διανοουμένων και πολιτικών, που είναι σταθερά προσκολημμένοι στα δόγματα της στρατιωτικής ισχύος και της αποτροπής και σπεύδουν να κλείσουν κάθε χαραμάδα λογικής και σύγχρονης προσέγγισης.
Ενισχύθηκαν έτσι οι φυλετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες αποτελούν το υπόβαθρο όλων των αντιδραστικών κινημάτων και εκτροπών που έχει γνωρίσει η ιστορία και τροφοδοτήθηκαν τα ιδεολογήματα της εθνικής καθαρότητας και της ομοιογένειας.
Ο ΣΥΝ θέλει να τιμήσει εκείνους του διανοούμενους και τους απλούς πολίτες οι οποίοι τις στιγμές της εθνικιστικής παραζάλης, ύψωσαν τη φωνή της λογικής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και συνέβαλαν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου.
Σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων οι ευθύνες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ είναι μεγάλες και απαράγραπτες. Ο φόβος ανάληψης του πολιτικού κόστους και η χρήση της εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση, εμπόδισαν την αναπροσαρμογή της ακολουθούμενης πορείας, ακόμα και όταν τα αδιέξοδα ήταν γνωστά σε όλους. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στο εσωτερικό των κομμάτων έχουν την αξία τους αλλά οι εκφραστές τους όταν είχαν τη δυνατότητα να πάρουν πρωτοβουλίες σε αντίθετη κατεύθυνση, ακολούθησαν την πεπατημένη, συναίνεσαν και συμβιβάστηκαν.
Η Πολιτική Ανοιξη συγκροτήθηκε ως κόμμα με βάση το Μακεδονικό, ως εκ τούτου η αρνητική της επίδραση στις εξελίξεις ήταν αναμενόμενη και καθοριστική γιατί λειτούργησε ως μοχλός πίεσης σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Το ΚΚΕ αντιτάχθηκε εξ΄αρχής στην ονοματολογία για τη FYROM, και αυτό αποτέλεσε θετική στάση. Ταυτόχρονα όμως η προσκόλλησή του σε στερεότυπα του διπολικού κόσμου και ο βαθύς αντιευρωπαϊσμός του, το περιόρισαν σε ρόλο αμήχανου παρατηρητή των εξελίξεων, χωρίς τη δυνατότητα διατύπωσης συνεκτικής πρότασης διεξόδου.
Ο ΣΥΝ προσέγγισε εσφαλμένα το πρόβλημα με τη FYROM στην πρώτη φάση και έδωσε για μικρό χρονικό διάστημα πίστωση χρόνου στην αδιέξοδη πολιτική των τριών όρων. Ταυτοχρόνως η ορθή προσέγγιση στελεχών του κόμματος, συνέβαλε καθοριστικά στην μετέπειτα αλλαγή πλεύσης. Η άμεση διόρθωση αυτού του σφάλματος με την πολιτική των 2 1/2 όρων, επέτρεψε στο ΣΥΝ να αναπτύξει πρωτοβουλίες που τον χαρακτήρισαν στη συνείδηση της κοινής γνώμης ως μια εθνική, δύναμη με σύγχρονο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, η οποία διατύπωσε ολοκληρωμένες προτάσεις. Προτάσεις αντίθετες στο "ρεύμα" που δικαιώθηκαν στο χρόνο. Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών της ανανεωτικής Αριστεράς στην πολύμορφη, αντισωβινιστική κινητοποίηση, οι πρωτοβουλίες του κόμματός μας, όπως τα ταξίδια του Προέδρου του Κόμματος σε Τίρανα και Σκόπια μεσούσης της κρίσης, συνέβαλαν στην αντιμετώπιση του εθνικιστικού παροξυσμού και στη διαμόρφωση ενός κλίματος αλληλοκατανόησης που αντικειμενικά διευκόλυνε την προσέγγιση που ακολούθησε.
Ενώ το κλίμα στη χώρα μας έχει κλίνει σαφώς υπέρ της μετριοπάθειας και η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων μας με το γειτονικό κράτος με αποδοχή σύνθετης ονομασίας επείγει, η κυβέρνηση Σημίτη, κάτω και από τις πιέσεις της εσωτερικής αντιπολίτευσης στο ΠΑΣΟΚ που ανέσυρε τον "πατριωτικό χαρακτήρα του κινήματος" ως ανάχωμα σε λύση κοινής αποδοχής, προσχωρεί στη λογική της αναμονής, του "δε βιαζόμαστε". Η τακτική αυτή διευκολύνει τη διαπραγματευτική θέση της FYROM που καθημερινά ισχυροποιείται στη διεθνή κοινότητα και πολλαπλασιάζει τους κινδύνους αναγνώρισης της γειτονικής χώρας με το όνομα Μακεδονία - σκέτο. Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι η εφαρμογή της ενδιάμεσης συμφωνίας, πρέπει σε κάθε περίπτωση να προχωρήσει και ολοκληρωθεί, αλλά η ελληνική κυβέρνηση σηκώνοντας το βλέμμα της από το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, αγνοώντας τις ποικίλες πιέσεις και το περίφημο πολιτικό κόστος, οφείλει να προωθήσει αμέσως συνολική λύση με σύνθετο όνομα κοινής αποδοχής. Γενικότερα ο ΣΥΝ θεωρεί ότι χρέος της Ελλάδας είναι να συντελέσει αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έχει, στη σταθεροποίηση της περιοχής με πολιτικές πρωτοβουλίες που θα προωθούν τις ιδέες για ένα Βαλκανικό Ελσίνκι και για τη δημιουργία δομών πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής περιφερειακής συνεργασίας στην προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Τάσσεται δε σταθερά υπέρ της ένταξης όλων των Βαλκανικών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και συνδέεται στενά με τη γενικότερη βαλκανική και ευρωπαϊκή πολιτική της Ελλάδας. Οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας χαρακτηρίζονται από την ίδια αναλλοίωτη αναπαραγόμενη ένταση και αντιπαράθεση, που φορτίζεται από το βάρος μιάς ιστορικής αντιπαλότητας. Θα αποτελούσε ασφαλώς ανεπίτρεπτη αφέλεια τόσο η άγνοια της Ιστορίας, όσο και η παραγνώριση των αιτιών της συνέχισης της έντασης, που τροφοδοτείται από την επιδίωξη της Τουρκίας να διαδραματίσει έναν ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, από την ισχυρή θέση που κατέχει η Τουρκία στους Αμερικάνικους σχεδιασμούς για την ίδια περιοχή. Εξάλλου οι διεθνείς αναζητήσεις για σταθερότητα στην περιοχή με την εξασφάλιση πρόσβασης των μεγάλων βιομηχανικών χωρών στα αποθέματα πετρελαίου της Μαύρης Θάλασσας και την ανάσχεση του Ισλαμικού φονταμενταλισμού, συναντώνται με την επιδίωξη της Τουρκίας για αναβαθμισμένο ρόλο της στην περιοχή.
Ούτε όμως η Ιστορία, ούτε οι τουρκικές ευθύνες μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για την ελληνική πλευρά, που οφείλει να αναζητεί και να επιδιώκει διεξόδους, που θα βγάλουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την επικίνδυνη και διαιωνιζόμενη ένταση και αντιπαράθεση. Η πραγματικότητα αυτή δεν αντιμετωπίζεται με την ενεργοποίηση του συνδρόμου του στείρου ιστορικισμού, ούτε με την πολιτική της ισχύος, την ένταση των εξοπλισμών, τη διαμόρφωση αξόνων και με σπασμωδική αναζήτηση συμμαχιών σε δυνητικούς εχθρούς της Τουρκίας.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι εφόσον αποκλείεται η δυναμική, μη ειρηνική από την πλευρά της χώρας μας εκκαθάριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι επιτακτική και επείγουσα η ανάγκη επανεξέτασης και επαναπροσδιορισμού της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Πραγματοποιώντας στροφή η ελληνική πολιτική πρέπει να κινηθεί με τόλμη και ευελιξία. Η Ελλάδα πρέπει να σχεδιάσει μιά συνολική στρατηγική που να στοχεύει στη διαμόρφωση ενός ευρύτερου πλαισίου που να υποχρεώνει την Τουρκία σε μιά ειρηνική πολιτική συνεργασίας και αποφυγής προκλήσεων. Στο τέλος μιάς μακράς διαδρομής, συνολικής αλλαγής κλίματος και εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών, πρέπει να βρίσκεται η επιδίωξη για σύναψη ενός συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας.
Κεντρικοί στόχοι αυτής της στρατηγικής προτείνουμε να είναι:
Μέχρι σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετώπιζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον τουρκικό επεκτατισμό με ένα παθητικό αμυντισμό, χωρίς πρωτοβουλίες - που αφήνονται συνήθως στην άλλη πλευρά - χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό και μακροπρόθεσμη προοπτική. Ταλαντεύονταν συνεχώς ανάμεσα σε μιά φραστική διακηρυκτική ακαμψία -Η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να συζητήσει με την Τουρκία εκτός της υφαλοκρηπίδας- και σε ατυχείς, απροετοίμαστες προσπάθειες, ενός "εφ΄όλης της ύλης" διαλόγου τύπου Νταβός, πολλές φορές δε εναπόθεσε μάταιες ελπίδες σε θετική για τα ελληνικά συμφέροντα παρέμβαση του αμερικάνικου παράγοντα.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι, άμεση συνέπεια της συνειδητοποίησης της ανάγκης στροφής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι η αποδοχή δύο σταθερών που η υλοποίησή τους δεν είναι εύκολη, δεν εξαρτάται μόνο από τη χώρα μας, αλλά που χωρίς και τη δική της συμβολή δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν.
Συμφέρον της Ελλάδας είναι να ακολουθήσει η Τουρκία ευρωπαϊκή κατεύθυνση και να μην παραμένει καθυστερημένη χώρα της Ανατολής, επιρρεπής στον Ισλαμικό φονταμενταλισμό και την αποδοχή ενός ρόλου στη Μ.Ανατολή που τη θέλει υπό πλήρη Αμερικάνικο έλεγχο. Η προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρώπη - η ένταξή της στην ΕΕ στο ορατό μέλλον, έχει αποκλεισθεί - είναι δυνατό να δημιουργήσει νέους όρους για την εξοικείωση της Αγκυρας με κανόνες πολιτικής συμπεριφοράς που σήμερα της είναι ξένοι (σεβασμός ατομικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ελευθερία του Τύπου, αποχή του στρατού από την πολιτική ζωή), καθώς και για τη συμμόρφωσή της με τις αρχές του διεθνούς δικαίου στις σχέσεις της με τις γειτονικές της χώρες. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της Τουρκίας μπορεί να συντελέσει μακροπρόθεσμα στην αποδυνάμωση της σημερινής επιβουλής της Αγκυρας κατά της χώρας μας. Υπό το πρίσμα αυτό, η Τελωνειακή Ενωση της Τουρκίας με την ΕΕ, ασχέτως "ανταλλαγμάτων", δεν συγκρούεται με τα μακροπρόθεσμα ελληνικά συμφέροντα.
Εξ΄άλλου η χώρα μας έχει συμφέρον να μετατεθεί το πρόβλημα από το πεδίο του τριγώνου Ουάσιγκτον-Αγκυρας-Αθήνας, στο πεδίο ενός πλέγματος διεθνών σχέσεων που είναι λιγότερο ευνοικό για την Τουρκία. Η αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας, είναι συνάρτηση της ικανότητας της να χρησιμοποιεί υπέρ των συμφερόντων αυτών την παρουσία της σ΄ένα πεδίο όπως η ΕΕ.
Η εκτίμηση αυτή δε στηρίζεται σε κανενός είδους "εξωραϊσμό" της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η συμμετοχή στην ΕΕ δεν εμποδίζει τους ισχυρότερους "εταίρους" να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη διεύρυνση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής τους στην ευρύτερη περιοχή, καλύπτοντας συχνά την επιδίωξη των επιμέρους συμφερόντων τους με υποκριτικούς ισχυρισμούς. Αλλά η ΕΕ αποτελεί ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να διευκολύνει την αλλαγή εσωτερικών συσχετισμών στη γειτονική χώρα προς όφελος των λαών της Τουρκίας - συμπεριλαμβανομένων και του Κουρδικού λαού - αλλαγή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του σεβασμού των αρχών του διεθνούς δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση ευθύνη της Τουρκίας είναι να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις της ΔΑΣΕ και εμπεριέχονται στις αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου και αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία, τα δικαιώματα του Κουρδικού λαού και βήματα για την επίλυση του Κυπριακού. Υποχρέωση δε της Ε.Ε. είναι να ασκήσει ουσιαστική και σταθερή πίεση προς αυτή την κατεύθυνση.
Μετά τα γεγονότα στα Ίμια, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε και πάλι στην απειλή χρήσης veto για τις χρηματοδοτήσεις της Τουρκίας στα πλαίσια της Τελωνειακής Ενωσης. Η αναγκαστική αυτή επιλογή, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης για το συγκεκριμένο θέμα και να μην χρησιμεύσει για υποτροπή της εξωτερικής μας πολιτικής στην αρνητική πρακτική των veto, πράγμα που πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη όσον αφορά τους χειρισμούς στο πρόγραμμα MEDA. Μιά τακτική επιλογή δεν πρέπει να υπονομεύσει ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό στόχο, που η επίτευξή του θα επενεργήσει θετικά στις ελληνοτουρκικές σχέεις, κατά συνέπεια και στην ασφάλεια της χώρας μας. Ο κίνδυνος απομόνωσης της χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η δημιουργία τριβών με Μεσογειακές χώρες, δεν πρέπει να υποτιμηθούν.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι θέση αρχής της χώρας μας, πρέπει να είναι ο διάλογος με τη γειτονική χώρα μέσα στο πλαίσιο των αρχών του διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Οι δυσκολίες είναι προφανείς και προσδιοριστικές ως προς τους ρυθμούς και το εύρος του διαλόγου, αλλά πρέπει να αντιστραφεί μιά παγιωμένη - με τη συνδρομή του εθνικιστικού τόξου - αντίληψη που ενοχοποιεί εξ αρχής ως ενδοτισμό, κάθε ιδέα διαλόγου. Ειρηνική επίλυση διαφορών σημαίνει διάλογος, διαβούλευση, διαπραγμάτευση. Ταυτόχρονα απαιτείται οριοθέτηση του διαλόγου (κατά συνέπεια συζήτηση για την ατζέντα),τμηματική και εξειδικευμένη προσέγγιση κατά τη διεξαγωγή του διαλόγου, προσέγγιση κατά κατηγορίες και κατά χρονικά στάδια των ζητημάτων που συγκροτούν την ελληνοτουρκική διένεξη.
Σ'αυτά τα πλαίσια ο ΣΥΝ θεωρεί ότι η χώρα μας πρέπει να αξιοποιήσει την πρόταση για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, - και όχι άλλου τύπου Διαιτησίες που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητες επιδιαιτησίες - με μαχητική διπλωματία, για την δίκαιη επίλυση των δύο ώριμων για διευθέτηση προβλημάτων (Ίμια, υφαλοκρηπίδα). Θεωρούμε δε ότι αποτελεσματικότερη πίεση προς την Τουρκία θα αποτελέσει η εκδήλωση της βούλησης της χώρας μας να προσφύγει από κοινού με την Τουρκία, μετά την υπογραφή σχετικού συνυποσχετικού, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μιά τέτοια πρωτοβουλία πέραν του προφανούς οφέλους σε διεθνές επίπεδο, όπου θα αναγνωριστεί η κινητικότητα και ευελιξία της ελληνικής πολιτικής, καθιστά συμμέτοχη τη χώρα μας στον επακριβή προσδιορισμό των υπό συζήτηση στη Χάγη θεμάτων. Παράλληλα πρέπει να προωθηθεί η προσέγγιση σε ζητήματα που εξ΄αντικειμένου αποτελούν ή θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημεία επαφής ανάμεσα στις δύο πλευρές. Τέτοια ζητήματα είναι μορφές οικονομικής συνεργασίας όπως η Παρευξείνια Ζώνη, οδικά δίκτυα και τουρισμός, η πρόταση για αποκλιμάκωση των εξοπλισμών υπό διεθνείς εγγυήσεις, η από κοινού αντιμετώπιση του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης, η συνεργασία στον μορφωτικό, πολιτιστικό και οικολογικό τομέα. Η βελτίωση με αυτή την τμηματική, και όχι εφ΄όλης της ύλης προσέγγιση του κλίματος, η δημιουργία προϋποθέσεων για να υπάρξει μιά σταθερή δυνατότητα επαφών ανάμεσα σε λαούς και κυβερνήσεις και η καλλιέργεια πνεύματος συνεργασίας και αμοιβαίας συνεννόησης, η διαμόρφωση τέλος, μετά από μιά δύσκολη πορεία, κλίματος φιλίας στο Αιγαίο, θα επιτρέψει εκλογικεύσεις των νομικών ρυθμίσεων που θα στηρίζονται όχι σε απειλές και φόβους, αλλά σε μιά ψύχραιμη εκτίμηση της γεωπολιτικής πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπιστεί η άσκηση από την Ελλάδα του διεθνώς αναγνωρισμένου δικαιώματος επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια.
Η κυβέρνηση Σημίτη, στις προγραμματικές της δηλώσεις, παρουσίασε ψήγματα μιάς διαφορετικής πιό σύγχρονης προσέγγισης στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η χρόνια απουσία όμως μιάς ολοκληρωμένης στρατηγικής, η εσωκομματική πίεση και κυρίως τα γεγονότα στην Ίμια όπου εκδηλώθηκε έμπρακτη αμφισβήτηση της εδαφικής μας ακεραιότητας, άφησαν μετέωρες και αυτές τις δειλές αναζητήσεις. Για τα γεγονότα στην Ίμια ο ΣΥΝ, σε αντίθεση με τις δυνάμεις της Δεξιάς αντιπολίτευσης, δεν ασκεί κριτική στην κυβέρνηση γιατί προχώρησε στην αναγκαία αποκλιμάκωση. Εστιάζει την κριτική του στο γεγονός ότι στην πρώτη φάση η Ελληνική κυβέρνηση αυτοπαγιδεύθηκε στη λογική της έντασης και απάντησε στην τουρκική πρόκληση με περαιτέρω κλιμάκωση.
Η αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία συνέπεσε με μιά αλλαγή τόνου από τουρκικής πλευράς. Αν αυτή η εξέλιξη συνοδευτεί και με ουσιαστικά βήματα αλλαγής πολιτικής η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει αναλόγως. Τα προβλήματα συνοχής που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Γκιλμάζ και η αρνητική στάση δυνάμεων του Τουρκικού γραφειοκρατικού - πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου καθιστούν εύθραυστη και ευάλωτη αυτή την προσπάθεια. Σε κάθε περίπτωση η χώρα μας οφείλει με προσοχή να ενθαρρύνει και να αξιοποιήσει κάθε κίνηση λογικής που διαμορφώνει ένα πιό θετικό κλίμα.
Οι συνθήκες διαβίωσης και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων είναι στοιχεία που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μειονότητες πρέπει να γίνονται όμηροι της εξωτερικής πολιτικής κάθε χώρας, πολιτική που αναμφισβήτητα προωθεί η Αγκυρα χρησιμοποιώντας και το Προξενείο. Αντί να χρησιμοποιούνται προς αντιπαράθεση, οι μειονότητες μπορούν να γίνουν γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών.
Τα θετικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας για την αποκατάσταση της ισονομίας και ισοπολιτείας της Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης (τουρκογενείς, πομάκοι και αθίγγανοι) είναι αποσπασματικά και δεν εντάσσονται σε μιά συνολική πολιτική, ικανή να αντιστρέψει το δυσμενές κλίμα που υπάρχει στη μειονότητα. Πρέπει να επιτυχυνθούν. Να καταργηθούν οι εναπομείνασες διοικητικές και ουσιαστικές διακρίσεις σε βάρος των μειονοτικών συμπολιτών μας και στα πλαίσια αυτά να καταργηθεί το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας. Να τους δοθεί η δυνατότητα άσκησης όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις σύγχρονες διεθνείς συμβάσεις συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος του εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού, σύμφωνα με τις αρχές της ΔΑΣΕ. Να δοθεί η δυνατότητα ενεργού συμμετοχής της μειονότητας στις υποθέσεις που την αφορούν όπως εκπαίδευση, θρησκευτικές υποθέσεις-μουφτείες, διαχείριση βακουφίων. Να σταματήσουν οι υποθέσεις της μειονότητας να είναι αντικείμενο του Υπουργείου Εξωτερικών ή μυστικών υπηρεσιών. Η ανάπτυξη της Θράκης πρέπει να γίνει σε όφελος όλων των πολιτών της περιοχής χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις.
Εξάλλου η Τουρκία οφείλει να προχωρήσει σε πλήρη άρση των διακρίσεων σε βάρος των Ελλήνων της Πόλης, της Ιμβρου και της Τενέδου. Οφείλει να αποκαταστήσει όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λωζάνης και τις σύγχρονες διεθνείς συμβάσεις για την εκεί ελληνική μειονότητα. Να δώσει τη δυνατότητα άσκησης των περιουσιακών δικαιωμάτων που στερούνται σήμερα, αξιοπρεπής και σύγχρονης εκπαίδευσης, ανεμπόδιστης άσκησης των θρησκευτικών της καθηκόντων, καλλιέργειας των ιδιαίτερων πολιτιστικών παραδόσεων της, ελεύθερης διαχείρισης των ιδρυμάτων της. Να δοθεί η δυνατότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να ασκήσει τον ευρύτερο διεθνή ρόλο του και στα πλαίσια αυτά να επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Oι υπέρογκες στρατιωτικές μας δαπάνες και η ανέλεγκτη κούρσα εξοπλισμών των δύο χωρών έχουν δημιουργήσει αδιέξοδο στις οικονομίες τους. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας που πρέπει να αξιοποιήσει και τον τελευταίο πόρο της για να μπορέσει να προχωρήσει στην πορεία της ευρωπαϊκής σύγκλισης και ενοποίησης, τα δυσβάστακτα αυτά ποσά μπορούν να αποτελέσουν τη "θηλειά στο λαιμό" της οικονομίας της και να ακυρώσουν οριστικά τις ύστατες δυνατότητές της για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό. Αλλά και για την εθνική μας ασφάλεια τα πραγματικά οφέλη αυτού του αέναου φαύλου κύκλου έχουν αρχίσει να αμφισβητούνται σοβαρά. Διότι, πρώτον, το κατεστημένο της Αγκυρας θα μπορεί πάντα να διαθέτει ποσά για να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά στην υπεροπλία του. Δεύτερον, διότι ενισχύεται ο ρόλος του τουρκικού στρατιωτικού συμπλέγματος, αλλά και συνεχίζεται η εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του τουρκικού λαού, δύο παράγοντες δηλ. όξυνσης και αστάθειας στην περιοχή. Για όλους αυτούς του λόγους ο ΣΥΝ υποστηρίζει μιά άλλη προσέγγιση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που θα επιτρέψει τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών.
Η Ελλάδα οφείλει να εκδηλώνει με αποτελεσματικό τρόπο την αλληλεγγύη της προς τις δυνάμεις της "άλλης Τουρκίας", που δεν υποστηρίζουν τον τουρκικό επεκτατισμό ή δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μαζί του: Ολο εκείνο το φάσμα, που περιλαμβάνει τους απλούς πολίτες που συμπεριφέρονται αδελφικά στους Ελληνες επισκέπτες της πόλης ή του χωριού τους, τους προοδευτικούς διανοούμενους, τους αγωνιστές των ατομικών δικαιωμάτων, τον Κουρδικό λαό, τους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς που θέλουν την ανάπτυξη των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με τη χώρα μας. Η αλληλεγγύη και ο διάλογος της Ελλάδας με τις δυνάμεις αυτές, η "διπλωματία των πολιτών", συντελεί στην αποδυνάμωση της επιβουλής του τουρκικού επεκτατισμού και συμβάλλει στην αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών στη γειτονική χώρα, εφ' όσον εντάσσεται σε συνεκτική, συνολική προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και δεν τροφοδοτεί τον εθνικισμό και την αδιαλλαξία της μιας ή της άλλης πλευράς. Ετσι θα αναβιώσουν οι μνήμες και για τα στοιχεία που ενώνουν τους δύο λαούς. Θα γίνει αντιληπτό ότι σωβινιστικές ή επεκτατικές διαθέσεις και βλέψεις δεν χαρακτηρίζουν το σύνολο της κοινωνίας και της πολιτικής κάθε χώρας. Μόνο έτσι θα υπάρξει αλληλογνωριμία μεταξύ των ποικίλων δυνάμεων και ρευμάτων της κοινωνίας και πολιτών κάθε χώρας, πράγμα που είναι απαράβατος όρος και προϋπόθεση για μιά σταθερή πορεία ειρήνης και φιλίας.
Η Αριστερά και οι προοδευτικές δυνάμεις και των δύο χωρών πρέπει να αντιταχθούν στην ιδέα της αμοιβαίας εχθρότητας, των ασυμβίβαστων συμφερόντων και της αναγκαστικής προσφυγής στη ξένη προστασία και διαιτησία. Οφείλουν να προβάλουν ως διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση την προοπτική της συνεργασίας και της ειρήνης, που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία επίμοχθων προσπαθειών σ΄όλα τα επίπεδα.