ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ακούσαμε χθες και τον κ. Γκαργκάνα να δέχεται ορισμένα αυτονόητα ζητήματα, τα οποία γνωρίζει καλά και ο ελληνικός πληθυσμός. Όταν αυτή τη στιγμή είναι αποδεκτό ότι το 20% του ελληνικού πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχιας, όταν ο πληθωρισμός ήδη κυμαίνεται στο 3% και έχει αυξηθεί -από ό,τι γνωρίζουμε- τους τελευταίους μήνες, όταν ξέρουμε ότι η βαρυχειμωνιά αυτές τις μέρες πλήττει τις ορεινές περιοχές της χώρας μας, τις περιοχές κυρίως της Μακεδονίας, αλλά και τους αγροτικούς πληθυσμούς σε όλες τις πυρόπληκτες περιοχές, θα θεωρούσαμε πραγματικά ότι είναι αυτονόητο να γίνει δεκτό αυτό το νομοσχέδιο, προκειμένου να υιοθετηθεί το επίδομα για το πετρέλαιο θέρμανσης. Πραγματικά, κάτι τέτοιο θα το θεωρούσαμε αυτονόητο.
Δυστυχώς, υπάρχει μια παράδοση στο ελληνικό Κοινοβούλιο και ιδιαίτερα από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, να μη δέχεται νομοσχέδια τα οποία προτείνονται από την Αντιπολίτευση. Αυτό εμείς δημοκρατικά και διαδικαστικά δεν το θεωρούμε σωστό, όταν ξέρουμε ότι συνταγματικά είναι κατοχυρωμένο ότι οι Βουλευτές έχουν το δικαίωμα να παίρνουν πρωτοβουλίες σε μια νομοθετική κατεύθυνση.
Από τη μεριά μας, εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει δεκτό αυτό το νομοσχέδιο και εμείς θα το ψηφίσουμε. Η χώρα μας είναι χωρίς εθνική ενεργειακή πολιτική και ξέρουμε ότι διατηρεί τη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση από το πετρέλαιο σε κοινοτικό επίπεδο, αφού καλύπτει με αυτό το 61% των ενεργειακών της αναγκών, έναντι 41% του κοινοτικού μέσου όρου.
Γιʼ αυτό και εμείς ήμασταν και είμαστε υπέρ του να υπάρξει ένα επίδομα θέρμανσης, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο όπως η σημερινή, με τις αυξήσεις που ήδη έχει πάρει το πετρέλαιο.
Έχουμε προτείνει στο παρελθόν και επαναλαμβάνουμε και σήμερα ότι πρέπει να υπάρξει ένα Ταμείο Καυσίμων, στο οποίο να μπαίνουν οι υπεραποδόσεις των φόρων που εισπράττει το κράτος όταν ανεβαίνουν οι τιμές των καυσίμων. Απʼ αυτό το Ταμείο μπορεί να χρηματοδοτείται ένα επίδομα θέρμανσης, όποτε αυτό είναι αναγκαίο.
Μπορούν, επίσης, από αυτό το Ταμείο να χρηματοδοτούνται και προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας ή και υποστήριξης εναλλακτικών μορφών ενέργειας, καθαρών μορφών ενέργειας, που δεν θα επιβαρύνουν δηλαδή το περιβάλλον. Προτείνουμε, δηλαδή, ένα διαρθρωτικό μηχανισμό αναδιανομής και πάρα πολλοί λόγοι καθιστούν αναγκαίο ένα τέτοιο εργαλείο.
Διαπιστώνοντας και προβλέποντας ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές των καυσίμων θα συνεχιστούν και στο μέλλον, αυτό το Ταμείο μπορεί να λειτουργεί ως ένας ρυθμιστικός θεσμός. Είναι αναγκαίο και σήμερα –και θα είναι και στο μέλλον- διότι θα μπορούσε να χρηματοδοτείται από μέρος της φορολογίας που υπάρχει στα καύσιμα και ως συμβολή θα μπορούσε να έχει αφʼ ενός μεν τη χρησιμοποίησή του για την ενίσχυση κοινωνικών ομάδων σε περιόδους έξαρσης των τιμών, αλλά και τη χρηματοδότηση γενικότερων δράσεων για την εξοικονόμηση ενέργειας, για την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου της χώρας από πετρέλαιο και άλλες σημαντικές μορφές ενέργειας, σε ανανεώσιμες και καθαρές μορφές.
Λέμε ξανά πως την υιοθέτηση από την Ελληνική Βουλή ενός τέτοιου μέτρου, εμείς τη θεωρούμε αυτονόητη. Εμείς ψηφίζουμε αυτή την πρόταση νόμου και καλούμε και την Κυβέρνηση να σταματήσει μια μικροκομματική αντιμετώπιση τέτοιου είδους προτάσεων και να δει ότι αυτή τη στιγμή είναι πραγματικά απαραίτητο για όλες τις περιοχές που πλήττονται, για όλους τους φτωχούς πληθυσμούς να ψηφίσουμε υπέρ μιας τέτοιας πρότασης νόμου.
Ευχαριστώ.
(Χειροκροτήματα από τις πτέρυγες του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.)
(Δευτερολογία)
ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να πω δυο λόγια ακόμη πριν κλείσει αυτή η συζήτηση. Είχα πει στην αγόρευσή μου στην αρχή ότι ήλπιζα ότι μια τέτοια αυτονόητη πρόταση νόμου θα γινόταν δεκτή. Δυστυχώς, αποδείχθηκε άλλη μια φορά ότι –όπως έχω μάθει από τη θητεία μου στην αυτοδιοίκηση- ενώ είναι αυτονόητο να ψηφίζουμε από κοινού ορισμένα πράγματα στα οποία συμφωνούμε για το κοινό καλό δυστυχώς δεν είναι αυτονόητα. Και δυστυχώς, στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι αυτονόητο για την Κυβέρνηση να ψηφίσει αυτήν την πρόταση νόμου για το πετρέλαιο θέρμανσης, γιατί ακολουθεί γενικά μια πραγματικά ανάλγητη πολιτική απέναντι στους μη έχοντες, απέναντι στο πρόβλημα της φτώχιας, απέναντι στους ανθρώπους ιδιαίτερα των ορεινών περιοχών που έχουν τεράστια προβλήματα τώρα το χειμώνα και ακόμη περισσότερο αυτήν την περίοδο που οι πυροπαθείς στις ορεινές περιοχές –να το πούμε και αυτό- υποφέρουν ακόμη περισσότερο απʼ ό,τι άλλες χρονιές. Αυτή η ανάλγητη πολιτική ακολουθεί όμως τα μεγάλα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου. Και δυστυχώς, στα δύο λεπτά που έχω ακόμα θα αναφερθώ και στο θέμα της Ολυμπιακής που προέκυψε και βλέπουμε αυτές τις ημέρες να συζητιέται ιδιαίτερα.
Χθες, κύριε Πρόεδρε, ήμουνα σε ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής γυρνώντας από τις Βρυξέλλες από μια αποστολή του Κοινοβουλίου και διαπίστωσα για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για μια εξαιρετική εταιρεία με ένα εξαιρετικό δυναμικό, με εξαιρετική εξυπηρέτηση σε όλους.
Λυπάμαι, αν δεν το βλέπει αυτό η Κυβέρνηση, λυπάμαι, αν δεν πληρώνει άμεσα το χρέος προς την Ολυμπιακή, ώστε να μπορέσει και η Ολυμπιακή να επιστρέψει τα χρήματα προς το δημόσιο και λυπάμαι, γιατί τα τελευταία χρόνια η Κυβέρνηση οδήγησε στο να είναι η Ολυμπιακή μία ζημιογόνα εταιρεία, ακριβώς με την πολιτική που ακολούθησε και με τα υψηλά ενοίκια που έκανε εκτάκτως την περίοδο του καλοκαιριού, απέναντι σε έκτακτα δρομολόγια.
Θα περίμενα, λοιπόν, αυτονόητα η Κυβέρνηση σε αυτό το νομοσχέδιο να ψήφιζε υπέρ των ανθρώπων που έχουν ανάγκη, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες και ορεινές μας περιοχές, τους χαμηλοσυνταξιούχους και όλο τον κόσμο που υποφέρει αυτήν την περίοδο. Θα ήταν αυτονόητη μία εύκολη πολιτική με ένα εύκολο μέτρο απέναντι σε όλους αυτούς που έχουν ανάγκη.