Κεντρική υπόσχεση του νεοφιλελευθερισμού είναι η μείωση της φορολογίας για όλους. Για τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους η φορολογία κατανοείται ως περιορισμός της ελευθερίας και της ατομικής επιλογής ως προς τη διάθεση των ατομικών εισοδημάτων. Αντίστροφα, η χαμηλή φορολογία θεωρείται παράγοντας ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης και ευημερίας.
Η Ν.Δ. έκανε κεντρική προεκλογική της υπόσχεση τη μείωση της φορολογίας, ήδη από τις εκλογές του 2004. Υιοθέτησε την πολιτική υπέρ του λεγόμενου «επίπεδου φόρου» (flat tax), την ύπαρξη, δηλαδή, ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, περιορίζοντας έτσι την προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος.
Πράγματι, ένα από τα πρώτα μέτρα, που πήρε αμέσως μετά τις εκλογές η κυβέρνηση, ήταν η μείωση των συντελεστών φορολόγησης των κερδών από 35% σε 25%. Ακολούθησαν μια σειρά από απλόχερες φοροαπαλλαγές διαφόρων κοινωνικών ομάδων με τις κυριότερες να είναι υπέρ της εκκλησίας. Στη συνέχεια, έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τα φυσικά πρόσωπα από 33% στο 25% (για εισοδήματα 12.000 έως 30.000 ?) που θα ολοκληρωθεί ως το 2009.
Για να αμβλύνει τις εντυπώσεις, αύξησε το αφορολόγητο όριο στις 12.000 ? από 10.000 ? που το παρέλαβε το 2004. Επίσης, κράτησε προς το παρόν τους φορολογικούς συντελεστές στο 35% για εισοδήματα από 33.000 μέχρι 75.000 ? και στο 40% από 70.000 ? και πάνω.
ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Με αυτές τις εξαιρέσεις πάντως το «όραμα» της Ν.Δ. για ένα ενιαίο και χαμηλό συντελεστή έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.
Είναι γεγονός ότι η πολιτική της Κυβέρνησης υλοποιήθηκε χωρίς αντιστάσεις. Άλλωστε ποτέ και πουθενά δεν υπήρξαν κοινωνικές αντιστάσεις στις μειώσεις φόρων.
Η φορολογική πολιτική της Ν.Δ. μπορεί να απέφυγε τις μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις, προσέκρουσε όμως στις «ξέρες» της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και στις δικές της ενδογενείς αντιφάσεις. Διότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική από τη μια θέλει να στηρίξει τα κοινωνικά στηρίγματά της, μειώνοντας τους φόρους στις επιχειρήσεις και τα ανώτερα μεσαία στρώματα. Από την άλλη, όμως, και το νεοφιλελεύθερο κράτος έχει ανάγκη από ανθηρά έσοδα.
Ειδικότερα, όμως, στη χώρα μας τα δημόσια οικονομικά πάσχουν από ένα τεράστιο δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με πολύ χαμηλά φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επίσης, το φορολογικό σύστημα χαρακτηρίζεται από μεγάλες ανισότητες, διάχυτη φοροδιαφυγή, αναποτελεσματικότητα και φαινόμενα διαφθοράς του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η πολιτική της Ν.Δ. δεν προσανατολίστηκε στην αντιμετώπιση κάποιου από αυτά τα χρόνια και διαρθρωτικά προβλήματα. Αντίθετα με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και τις απλόχερες φοροελαφρύνσεις ήρθε σύντομα σε σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Πράγματι, τον Απρίλιο του 2005 η κυβέρνηση, βλέποντας τα έσοδα να βουλιάζουν, προχώρησε στην αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μια ποσοστιαία μονάδα καθώς και άλλων έμμεσων φόρων. Η υπόσχεση της Ν.Δ. για φορολογική ελάφρυνση όλων αποδείχθηκε μια απάτη αφού, για να μη καταρρεύσουν τα έσοδα, μετά τη μείωση της φορολογίας στα κέρδη και τα μερίσματα, έπρεπε το έλλειμμα να καλυφθεί με αύξηση των έμμεσων φόρων.
Η μεγάλη όμως πρόσκρουση της κυβέρνησης της Ν.Δ. με την πραγματικότητα γίνεται με τον προϋπολογισμό του 2008. Το ιδιαίτερο γνώρισμα του προϋπολογισμού του 2008, η μοναδική καινοτομία του, είναι ότι αυτός για να «ισορροπήσει» απαιτεί αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 6,2 δις ευρώ ή 12,9% σε σχέση με το 2007.
Δεδομένου ότι το εθνικό εισόδημα αναμένεται να αυξηθεί κατά 7%, η απαίτηση για αύξηση των φόρων κατά σχεδόν 13% συνιστά μια τεράστια υπερφορολόγηση. Το γεγονός τέλος ότι όλη η αύξηση αυτή πλήττει τα ήδη υπερφορολογούμενα στρώματα της κοινωνίας, καθιστά την «πρόσκρουση» αυτή και επώδυνη και ηχηρή.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι με τον προϋπολογισμό του 2008 ολοκληρώνεται και η «φορολογική μεταρρύθμιση» της Ν.Δ., η στιγμή είναι κατάλληλη για να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση των αποτελεσμάτων της.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ Ν.Δ.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τη φορολογική πολιτική της επιτυγχάνεται η ανάπτυξη, βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα και 3 εκατομμύρια Έλληνες δεν πληρώνουν καθόλου φόρο.
Όμως, τα 3 αυτά εκατομμύρια, που δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος είναι αυτά που αναλογικά πλήττονται βαρύτερα από τους έμμεσους φόρους που η κυβέρνηση τους αυξάνει. Ακόμη και ένας χαμηλόμισθος ή χαμηλοσυνταξιούχος των 700 ?, πληρώνει (αφανώς) τουλάχιστον 100 - 140 ? το μήνα, με διάφορους έμμεσους φόρους. Σε ό,τι αφορά την αύξηση του ΑΕΠ, αυτή ήταν ισχυρή και μάλιστα ισχυρότερη και πριν τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Σε ό,τι αφορά, τέλος, την ανταγωνιστικότητα η επιδείνωσή της δεν ανακόπηκε, όπως πιστοποιεί η διεύρυνση του εμπορικού ισοζυγίου.
Η αλήθεια είναι ότι τα αποτελέσματα της πολιτικής της Ν.Δ. αποδεικνύονται αρνητικά τόσο στο επίπεδο των συνολικών εσόδων του κράτους όσο και στο επίπεδο της κατανομής των φορολογικών βαρών και σʼ εκείνο της προοπτικής
α) Υστέρηση φορολογικών εσόδων του κράτους
Το 2005, για το οποίο υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία, τα φορολογικά έσοδα στην Ε.Ε. ήταν το 27,2% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν το 21,2%. Σε απόλυτα μεγέθη αυτή η διαφορά αντιστοιχεί σε μια υστέρηση των φορολογικών εσόδων στη χώρα μας της τάξης των 15 δις ευρώ. Δεδομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, των υψηλών στρατιωτικών δαπανών, αλλά και του ελλείμματος σε υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες, η χώρα μας θα έπρεπε να διαθέτει υψηλότερα φορολογικά έσοδα σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. για να ανταποκριθεί σ' αυτές τις αυξημένες ανάγκες. Αλλά ισχύει το αντίθετο. Αυτό οφείλεται στην τεράστια φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, στη δομή δηλαδή και την αναποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος.
Η πολιτική της Ν.Δ. επιδείνωσε το πρόβλημα αυτό, αφού, παρά την αύξηση διάφορων φόρων καθώς και των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα και παρά τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν ανέκαμψαν. Αντίθετα έμειναν στάσιμα.
β) Διεύρυνση των φορολογικών ανισοτήτων
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα της φορολογικής μεταρρύθμισης της Ν.Δ. είναι η σοβαρή διεύρυνση των φορολογικών ανισοτήτων
Η σχέση έμμεσων-άμεσων φόρων επιδεινώθηκε υπέρ των έμμεσων φόρων. Το 2008 οι έμμεσοι φόροι διαμορφώνονται στο 59,7% του συνόλου των φόρων, όταν το 2004 ήταν 58,3%.
Μια άλλη όψη των αποτελεσμάτων της πολιτικής της κυβέρνησης είναι η αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στους φόρους από φυσικά πρόσωπα και τους φόρους από νομικά πρόσωπα. Μεταξύ 2004 και 2008 οι φόροι φυσικών προσώπων αυξάνουν από 7,6 δις σε 10,8 δις ευρώ ή 42%. Την ίδια περίοδο οι φόροι από νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) μένουν στάσιμοι (4.860 εκ. ευρώ το 2004, 4.865 εκ. ευρώ το 2008) παρά τη μεγάλη αύξηση των κερδών.
Με τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης διαιωνίζεται έτσι η διαχρονικά υψηλή φορολόγηση των εισοδημάτων από εργασία στη χώρα μας (σε σχέση με την Ε.Ε.) και η αντίστοιχα χαμηλή φορολόγηση των εισοδημάτων του κεφαλαίου. Χαρακτηριστική είναι επίσης η υποφορολόγηση της συσσωρευμένης περιουσίας στη χώρα μας. Οι φόροι επί της συσσωρευμένης περιουσίας όχι μόνο είναι πολύ χαμηλότεροι στη χώρα μας, αλλά και μειώνονται από το 2000 και μετά, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνουν. (Για μεγαλύτερη ανάλυση και τεκμηρίωση βλέπε Γραπτή Εισήγηση Γ. Δραγασάκη για Προϋπολογισμό έτους 2008 και ειδικότερα τους πίνακες Β1 -10, στην ηλεκτρονική Δ/νση: www.dragasakis.gr).
γ) Μοχλός συντηρητικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας
Η φορολογική μεταρρύθμιση της Νέας Δημοκρατίας δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον. Οι κίνδυνοι αυτοί θα γίνουν ασφυκτικοί σε περίπτωση κάμψης των ρυθμών ανάπτυξης ή και ύφεσης, προοπτική που θα ήταν ανεύθυνο να αποκλειστεί. Βεβαίως, η υστέρηση των εσόδων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) ασκεί πιέσεις ήδη από σήμερα, και ενδεικτική από την άποψη αυτή είναι η φοροεπιδρομή την οποία προδιαγράφει ο προϋπολογισμός για το 2008, όπως ήδη σημειώσαμε.
Επίσης, τα χαμηλά φορολογικά έσοδα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) δεν επιτρέπουν τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Έτσι, η εξυπηρέτηση του υψηλού δημόσιου χρέους απορροφά ένα μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων (4,3% του ΑΕΠ το 2008) που είναι το μεγαλύτερο σε όλη την Ε.Ε.
Τα αποτελέσματα της ακολουθούμενης πολιτικής, δηλαδή το υψηλό δημόσιο χρέος και τα χαμηλά κρατικά έσοδα, χρησιμοποιούνται στη συνέχεια ως άλλοθι για την υποχρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και για τη διεύρυνση των ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή για την εμβάθυνση και τη διεύρυνση των νεοφιλελεύθερων μετασχηματισμών στο κράτος και την κοινωνία. Το επιχείρημα «τόσα έχουμε τόσο δίνουμε» ή η συχνή επίκληση της «αντοχής της οικονομίας», δεν πρέπει να υποτιμάται. Είναι ανάγκη να αποκρουσθεί με όρους ιδεολογικούς, αλλά και πολιτικούς, στη βάση δηλαδή μιας εναλλακτικής πολιτικής.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
(i) Η αντίληψή μας για τα «έσοδα του κράτους»
Το ζήτημα των εσόδων του κράτους δεν είναι ένα εισπρακτικό ζήτημα αλλά ένας κόμβος μεγάλων αναδιαρθρώσεων, όπως ήδη σημειώσαμε.
Το ζήτημα των εσόδων του κράτους, στη δική μας αντίληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική ανταποδοτικότητα των εσόδων αυτών. Το θέμα δεν είναι απλά «πώς να αυξήσουμε τα έσοδα», αλλά πώς να στηρίξουμε το κοινωνικό κράτος, πώς να αυξήσουμε τη χρηματοδότηση της παιδείας και της υγείας, πώς να βελτιώσουμε άμεσα τις χαμηλές συντάξεις, πώς να ενισχύσουμε τα προκλητικά χαμηλά επιδόματα ανεργίας και την ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων, πώς να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης. Το ζήτημα των εσόδων συνδέεται, συνεπώς, με την ανασυγκρότηση συνολικά του κράτους και με την εφαρμογή μιας πολιτικής που θα διασφαλίζει αυτήν ακριβώς την κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Το ζήτημα των εσόδων επίσης, δεν είναι ο παθητικός κρίκος αυτής της σχέσης των εσόδων με το κοινωνικό αποτέλεσμα. Το αναδιαρθρωτικό στοιχείο δεν υπάρχει μόνο στο πού πηγαίνουν τα έσοδα. Η αναδιαρθρωτική σημασία των εσόδων ενυπάρχει και στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται αυτά τα έσοδα, στο ποιοι πληρώνουν γι' αυτά και στο από ποιες πηγές προέρχονται.
Και επειδή τα δυο κρίσιμα προβλήματα της εποχής μας είναι οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες και η καταστροφή του περιβάλλοντος, το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορεί μια πολιτική αύξησης των εσόδων να καθιστά ταυτόχρονα και την κατανομή τους δικαιότερη; Και δεύτερον, μπορεί μια πολιτική εσόδων να δρα «οικολογικά»; Μπορούμε δηλαδή να αυξήσουμε τα έσοδα με τρόπο ώστε να παράγουμε μια οικολογική προστιθέμενη αξία;
Τα διλήμματα αυτά πρέπει και, κατά τη γνώμη μας, μπορούν να επιλυθούν σε θετική κατεύθυνση.
Ναι, οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και την κοινωνική ασφάλιση μπορούν να αυξηθούν με τρόπο υγιή, χωρίς, δηλαδή, αυτό να οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους, με μια πολιτική που θα στηριχθεί στην αύξηση τόσο των φορολογικών όσο και των μη φορολογικών εσόδων.
Ναι, τα έσοδα μπορούν να αυξηθούν σημαντικά και ταυτόχρονα η κατανομή τους να γίνει δικαιότερη, αν διευρυνθεί η φορολογική βάση προς περιοχές πλούτου και πηγές εισοδημάτων που σήμερα αποφεύγουν τη φορολόγηση ή νομότυπα απαλλάσσονται απ' αυτήν.
Ναι, η οικολογική διάσταση μπορεί και πρέπει να μπει μέσα στο φορολογικό σύστημα με τρόπο όμως μελετημένο και διαφανή, έτσι ώστε οι πράσινοι φόροι να είναι και δίκαιοι φόροι.
(ii) Πολιτικές για την ανάκαμψη των μη φορολογικών εσόδων
Τα τελευταία χρόνια τα έσοδα του κράτους τείνουν να εξαρτώνται αποκλειστικά από τη φορολογία. Συγκεκριμένα τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό των τακτικών εσόδων, αυξάνουν από 92,5% το 2003 σε 94,1% το 2008.
Τα μη φορολογικά έσοδα μπορούν να αποτελούν μια ουσιαστική πηγή τακτικών εσόδων.
Μια πρώτη πηγή τέτοιων εσόδων μπορεί να είναι τα διανεμόμενα κέρδη (μερίσματα) κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων. Αυτό προϋποθέτει μια πολιτική που θα βάλει τέλος στην ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων, θα επιδιώξει την αναβάθμιση και την ανασυγκρότηση εισάγοντας νέα μοντέλα δημόσιας επιχειρηματικότητας. Αν και το θέμα δεν είναι στενά ταμειακό, πρέπει να σημειωθεί ότι σε μεσοπρόθεσμη βάση τα έσοδα από μερίσματα μπορούν και από ταμειακή άποψη να είναι πολύ μεγαλύτερα από το εφάπαξ έσοδο από ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση μιας κερδοφόρας επιχείρησης όπως ΟΠΑΠ, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΟΤΕ κλπ. Μέρος μάλιστα των εσόδων αυτών μπορεί να δεσμεύεται σε ειδικό λογαριασμό υπέρ ενός αποθεματικού για μελλοντικές ανάγκες της κοινωνικής ασφάλισης.
Δεύτερη πηγή αύξησης των μη φορολογικών εσόδων μπορεί να αποτελέσει μια πολιτική αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, κινητής και ακίνητης, καθώς και των δικαιωμάτων από διάφορες αδειοδοτήσεις. Μέρος μάλιστα των πόρων από την αξιοποίηση της ακίνητης, ειδικότερα, περιουσίας μπορεί να δεσμεύεται υπέρ μιας πολιτικής απαλλοτρίωσης ιδιωτικών εκτάσεων, αναπλάσεων και αναβάθμισης περιοχών, για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων, εστιών πρασίνου και δημόσιων υποδομών.
Τρίτη πηγή αύξησης των διαθέσιμων πόρων, σημαντική μάλιστα, μπορεί να αποτελέσει η αναδιάρθρωση των δαπανών, η περιστολή της σπατάλης και η βελτίωση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών.
Από τις ανωτέρω πηγές μπορούν να προκύψουν σημαντικά οφέλη και με την έννοια των ταμειακών εσόδων αλλά και με την έννοια της εξοικονόμησης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ικανοποίηση αναγκών της κοινωνίας.
(iii) Για ένα αποτελεσματικό, οικολογικό και κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα
Υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες για αύξηση των φορολογικών εσόδων, λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και της μεγάλης φοροαποφυγής. Συγκεκριμένα:
1) Πρώτα – πρώτα υπάρχουν μορφές κερδών και πλούτου στη χώρα μας που δε φορολογούνται καθόλου, όπως π.χ. τα κέρδη από τις επενδύσεις σε μετοχές και σε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όταν σε άλλες χώρες συνιστούν μια σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων (με τη μορφή του capital gain tax).
2) Διεθνώς τα μερίσματα υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος ο οποίος μάλιστα ανέρχεται από 15% (Βέλγιο) έως και 43% (Δανία). Στη χώρα μας ο αντίστοιχος φόρος είναι μηδέν.
3) Σημαντική υστέρηση, επίσης, παρουσιάζουν στη χώρα μας οι φόροι επί της συσσωρευμένης περιουσίας. Στη χώρα μας αποτελούν το 1,6% του ΑΕΠ όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσεγγίζουν το 3%.
4) Στη χώρα μας υπάρχουν ειδικά φορολογικά καθεστώτα τα οποία θεσπίστηκαν σε άλλες εποχές και τα οποία σήμερα πρέπει να επανεξεταστούν. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το ειδικό φορολογικό καθεστώς που διέπει τους εφοπλιστές και τα πλοία καθώς και το ειδικό φορολογικό καθεστώς που διέπει τις εμπορικού χαρακτήρα δραστηριότητες της εκκλησίας και των ιδρυμάτων της.
Η πρότασή μας είναι ότι τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα και γενικότερα όλες οι φοροαπαλλαγές πρέπει να επανεξεταστούν ως προς τη σκοπιμότητά τους από μηδενική βάση.
5) Τέλος, οι λεγόμενοι πράσινοι φόροι, πέρα και ανεξάρτητα από το εισπρακτικό τους αποτέλεσμα, αποτελούν ένα μέσο πολιτικής που η οικολογική κρίση καθιστά αναγκαίο, στο πλαίσιο βεβαίως ολοκληρωμένων πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος. Είμαστε αντίθετοι με προσπάθειες που επιδιώκουν την αξιοποίηση της οικολογικής διάστασης με τρόπο προσχηματικό για εισπρακτικούς και μόνο λόγους. Αποδεκτοί πράσινοι φόροι είναι εκείνοι που παράγουν ένα ορατό οικολογικό αποτέλεσμα και ταυτόχρονα καθιστούν το φορολογικό σύστημα κοινωνικά δικαιότερο.
6) Οι διαστάσεις της φοροδιαφυγής στη χώρα μας είναι τεράστιες. Όμως, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, ως μέρος μιας στρατηγικής που θα καθιστά το φορολογικό σύστημα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο. Ακριβώς γιʼ αυτό μια φορολογική μεταρρύθμιση στις παραπάνω γραμμές, καθιστώντας το σύστημα πιο δίκαιο, συνιστά μια θεμελιώδη προϋπόθεση και για τη χάραξη μιας πολιτικής που να αντιμετωπίζει αποφασιστικά και τη φοροδιαφυγή.
Εναλλακτικές, συνεπώς, προτάσεις και υπάρχουν και μάλιστα συγκροτούν μια συνολική πολιτική. Μια πολιτική που δίνει στήριξη και προοπτική σε πολλά από τα αιτήματα των εργαζομένων και των κινημάτων. Ταυτόχρονα, όμως, η δύναμη αυτής της εναλλακτικής πολιτικής είναι συνάρτηση του βαθμού στον οποίο η ίδια θα γίνει στόχος διεκδίκησης και πάλης των συνδικάτων και των κινημάτων.