Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
16/12/2007

Ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη, γενικού εισηγητή ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση της Ολομέλειας της Βουλής επί του Κρατικού Προϋπολογισμού έτους 2008

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πριν μπω στο θέμα, να ευχαριστήσω το συνάδελφο κ. Καραθανασόπουλο για τις παρατηρήσεις που έκανε για την πολιτική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Εμείς θέλουμε να γίνονται παρατηρήσεις στην πολιτική μας. Σε ορισμένα σημεία θα απαντήσω. Άλλα άπτονται γενικότερων συζητήσεων που δε νομίζω ότι προσφέρεται το αστικό Κοινοβούλιο για να τις κάνουμε. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξουν άλλοι χώροι διαλόγου, εκεί που είναι εργάτες, εκεί που είναι αριστεροί άνθρωποι, η νεολαία, να τα συζητήσουμε αυτά.

Σε ό,τι αφορά τον Προϋπολογισμό, νομίζω ότι το βασικό ερώτημα που εκκρεμεί να απαντηθεί, παρά τα όσα ακούστηκαν, είναι τελικά τι θέλει να κάνει η Κυβέρνηση με αυτό τον Προϋπολογισμό; Ποιες είναι οι προτεραιότητές της, οι κατευθύνσεις της και τι συνέπειες θα έχουν αυτές οι κατευθύνσεις για τα προβλήματα της κοινωνίας, αλλά και για όλους μας, για τους νέους, για τους συνταξιούχους, για τους ανέργους, για τους εργαζόμενους;

Σʼ αυτό το θέμα θα προσπαθήσω να απαντήσω και να διατυπώσω τις θέσεις μας, διότι εμείς πιστεύουμε ότι η Αριστερά πρέπει να αναζητά λύσεις και στο σήμερα.

Απʼ ό,τι λοιπόν προκύπτει, απʼ αυτά που αναφέρει ο Προϋπολογισμός, αλλά και από όσα αποσιωπά, η Κυβέρνηση μέσα στο 2008 επιδιώκει πρώτον να μη θιγούν τα συμφέροντα των ισχυρών. Δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο, ούτε ένας υπαινιγμός ότι υπάρχει περίπτωση να θιγούν απʼ αυτήν την Κυβέρνηση όσοι έχουν σωρεύσει πλούτο, όσοι είναι στα «ρετιρέ» της κοινωνίας. Ο κανόνας της είναι -το είχα πει και πέρσι- «ουκ αν λάβεις παρά του έχοντος». Ό,τι έχει να μαζέψει, θα ψάξει να το βρει παρακάτω, στους μη έχοντες.

Το δεύτερο, που φαίνεται να θέλει, είναι να επεκτείνει τις ιδιωτικοποιήσεις, όχι απλώς να τις αυξήσει, αλλά να τις επεκτείνει σε νέους τομείς, τομείς υποδομών, δικτύων και άλλων κοινωνικά ευαίσθητων αγαθών και υπηρεσιών.

Τρίτον, είναι εμφανές από τον Προϋπολογισμό ότι θέλει να υλοποιήσει μία πολιτική λιτότητας, όχι όμως λιτότητα στη σπατάλη, αλλά λιτότητα στους μισθούς, στις δημόσιες επενδύσεις, στη χρηματοδότηση της παιδείας, της έρευνας, του κοινωνικού κράτους.

Τέταρτον, είναι εμφανής η προσπάθεια της Κυβέρνησης, και μέσω του Προϋπολογισμού –αυτό θα το τεκμηριώσω μετά- να περιορίσει τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις του κράτους προς τα ασφαλιστικά ταμεία και να «βάλει χέρι» στα αποθεματικά των πλεονασματικών ταμείων, προκειμένου έτσι να εξοικονομήσει πόρους για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει κίνητρα για τη στροφή του κόσμου στην ιδιωτική ασφάλιση στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της Κυβέρνησης που επίσημα έχει διακηρύξει για σύστημα τριών πυλώνων.

Αυτές είναι βασικά οι κατευθύνσεις της. Προφανώς είμαστε αντίθετοι, Όμως, δεν είμαστε αντίθετοι επειδή απλώς επιβάλλουν θυσίες. Είμαστε αντίθετοι, διότι αυτά μας πάνε προς τα πίσω ως κοινωνία. Δε δημιουργούν προοπτική, είναι θυσίες χωρίς ελπίδα.

Η Κυβέρνηση λέει ότι όλα αυτά υποτάσσονται σʼ ένα γενικότερο σκοπό, σʼ ένα γενικότερο στόχο και ο στόχος είναι να επιτύχουμε ως χώρα ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, να μηδενίσουμε το έλλειμμα μέχρι το 2010, και, αν είναι δυνατό, να έχουμε και πλεονασματικούς προϋπολογισμούς από κει και πέρα. Έτσι –λέει η Κυβέρνηση- θα μειωθεί και το δημόσιο χρέος.

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο στόχος αυτός δε συνιστά νομική υποχρέωση έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνιστά πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης και μάλιστα μία επιλογή για την οποία δεν υπήρξε κανένας δημόσιος πολιτικός διάλογος. Απʼ ό,τι φαίνεται, δεν υπήρξε διάλογος ούτε και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, αν και αυτό εμάς δε μας αφορά ιδιαίτερα. Το ότι δε συνιστά νομική δέσμευση προκύπτει και από το γεγονός ότι άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, έχουν αρνηθεί το στόχο αυτό στο συγκεκριμένο χρόνο, δηλαδή μέχρι το 2010.

Η δική μας διαφωνία, όμως, δεν αφορά το χρόνο, το πότε θα γίνει αυτό. Η δική μας διαφωνία αφορά τον ίδιο το στόχο και τα μέσα προσέγγισής του. Για μας ο στόχος για μηδενισμό του δημόσιου ελλείμματος θα είχε κάποιο νόημα και θα είχε κοινωνικό αντίκρισμα, αν εντασσόταν σʼ ένα ευρύτερο σχέδιο το οποίο θα έθετε ως στόχο το μηδενισμό της ανεργίας ή, εν πάση περιπτώσει, την επιδίωξη συνθηκών πλήρους απασχόλησης, την καταπολέμηση της φτώχειας, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της κοινωνικής ασφάλισης. Αν μέσα σʼ ένα τέτοιο σχέδιο εντασσόταν και αυτός ο δημοσιονομικός στόχος, τότε θα είχε νόημα.

Αυτόνομος ο δημοσιονομικός στόχος για μηδενισμό του ελλείμματος, λειτουργεί απλώς ως άλλοθι για μονιμοποίηση πια της πολιτικής της μονόπλευρης λιτότητας.

Εδώ θα ήθελα να θέσω δύο ερωτήματα στη Κυβέρνηση. Εμείς διαφωνούμε. Εσείς θέλετε να θέσετε αυτό το στόχο. Γιατί δεν επιδιώκετε τη μείωση του ελλείμματος, διευρύνοντας τη φορολογική βάση σε μορφές πλούτου και εισοδημάτων που δε φορολογούνται ή υποφορολογούνται ή απαλλάσσονται; Γιατί επιδιώκετε αυτό το στόχο, αυξάνοντας τους έμμεσους φόρους κυρίως ή αυξάνοντας τους φόρους των μισθωτών, εξαιτίας του ότι δεν τιμαριθμοποιείτε τη φορολογική κλίμακα; Γιατί πρέπει, δηλαδή, να πληρώσουν πάλι οι ίδιοι και οι ίδιοι;

Δεύτερο ερώτημα: Γιατί δεν επιδιώκετε αυτό το στόχο μειώνοντας αυτό που εσείς ονομάζετε σπατάλη, αλλά στερείτε πόρους από την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση; Είναι, επομένως, σαφές ότι πάτε να κάνετε τη δεύτερη τετραετία ό,τι κάνατε και στην πρώτη με την απογραφή. Τώρα χρησιμοποιείτε το στόχο αυτό ως άλλοθι για τη δικαιολόγηση της πολιτικής σας.

Μάλιστα, ο κύριος Υπουργός είπε το εξής σε μια συνέντευξή του: «Εάν μέσα στο 2008 δεν επιτύχουμε το στόχο για μείωση του ελλείμματος, τότε θα στραφούμε και σε άλλα μέσα». Οι δημοσιογράφοι το ερμήνευσαν ότι δεν αποκλείει και την αύξηση του Φ.Π.Α. Εμένα με ενδιαφέρει ο συλλογισμός. Εάν η πολιτική μας αποτύχει δε θα αλλάξουμε την πολιτική μας, αλλά θα ενισχύσουμε τη δόση, περισσότερους φόρους έμμεσους σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Αυτή είναι η λογική. Και αυτή η λογική για εμάς είναι επικίνδυνη. Διότι, όταν μια πολιτική αποτυγχάνει, την αλλάζεις, δεν την κάνεις πιο εντατική.

Το πρόβλημα, βέβαια, για την Κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το τι λέει, είναι ότι η νομιμοποίηση των στόχων αυτών και των μέσων της πολιτικής της, δε νομίζω πια ότι μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Αυτό έδειξαν και οι εκδηλώσεις των εργαζομένων στις 12 του Δεκέμβρη που έγιναν για το ασφαλιστικό, αλλά δεν ήταν μόνο για το ασφαλιστικό.

Ο Προϋπολογισμός του 2008, όμως, δεν είναι μόνο προϋπολογισμός φόρων και λιτότητας. Είναι και ένας προϋπολογισμός-παγίδα, υπό την έννοια ότι θέλει να μας παγιδεύσει στη συγκυρία, στο να βλέπουμε τα πράγματα στατικά, να μη βλέπουμε ευρύτερα τις εξελίξεις, τις καταιγίδες που έρχονται, τις δυνατότητες που διαμορφώνονται. Ακριβώς, γιʼ αυτό έχει μεγάλη σημασία τι δε λέει ο Προϋπολογισμός.

Θα ήθελα επιγραμματικά να αναφερθώ σε ορισμένες τέτοιες εξελίξεις. Οι τιμές του πετρελαίου, στις οποίες αναφέρθηκε και ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας, έχουν ανατρέψει κάθε πρόβλεψη. Αλλά, ποιο είναι το πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την ανατροπή; Τι πρέπει να κάνουμε; Οι ανατροπές αυτές κάνουν επιτακτική την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων και για χορήγηση του επιδόματος θέρμανσης, ιδιαίτερα για τα φτωχά στρώματα και για τις ορεινές περιοχές, αλλά και για μέτρα καταπολέμησης της ακρίβειας.

Όμως, τι κάνει η Κυβέρνηση; Αρνείται το επίδομα θέρμανσης και, αντί να καταπολεμήσει την ακρίβεια, την πυροδοτεί με την ασυδοσία που επιτρέπει να υπάρχει στην αγορά και με την αύξηση των τιμολογίων επιχειρήσεων που η ίδια επηρεάζει, όπως τα τιμολόγια της Δ.Ε.Η. Εμείς δεν κατηγορούμε την Κυβέρνηση επειδή δεν αντιμετωπίζει την ακρίβεια. Την κατηγορούμε διότι δρα ως ενισχυτής της ακρίβειας.

Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, σε συνδυασμό με τις κλιματικές αλλαγές, θέτει και άλλα προβλήματα. Μας υποχρεώνει να υπερβούμε, με έναν τρόπο γρήγορο και εντατικό, την καθυστέρηση που έχουμε ως κοινωνία στους τομείς της εξοικονόμησης της ενέργειας, αλλά και να προχωρήσουμε αποφασιστικά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε ένα γενικότερο ενεργειακό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας. Στην κατεύθυνση αυτή, επιβάλλεται να αξιοποιήσουμε και τη Δ.Ε.Η. ως μοχλό αυτού του γενικότερου μετασχηματισμού.

Αλλά τι κάνει η Κυβέρνηση; Τη μια προσπαθεί να διασπάσει τη Δ.Ε.Η. σε έξι κομμάτια για να την πουλήσει ευκολότερα. Μετά τις αντιδράσεις, ανακαλεί αυτό το σχέδιο και προσπαθεί τώρα να αυξήσει τις τιμές του ρεύματος για να κάνει πιο κερδοφόρα την είσοδο ιδιωτών στην αγορά ενέργειας.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση-για να έλθω σε μια άλλη σοβαρότατη εξέλιξη- συνταράσσει το σύγχρονο κόσμο. Δεν πρόκειται για απλές αναταράξεις, όπως ακούμε εδώ. Θέτει σε νέες βάσεις το πρόβλημα της εποπτείας και του ελέγχου των αγορών, διότι η κρίση αυτή ξέσπασε κάτω από τη μύτη των, υποτίθεται, παντοδύναμων κεντρικών τραπεζών. Και με τι ασχολείται η Κυβέρνηση; Με την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών.

Η ίδια αυτή κρίση δείχνει γενικότερα τα όρια των αγορών. Δείχνει, δηλαδή, ότι δε μπορούν οι τράπεζες, για παράδειγμα, να λύσουν το πρόβλημα της κατοικίας και της στέγασης των φτωχών κοινωνικών ομάδων. Αυτό επιχειρήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Δόθηκαν δάνεια σε φτωχούς μαύρους, με τοκογλυφικά επιτόκια, τώρα δε μπορούν να εξοφληθούν αυτά τα δάνεια και έτσι ξεκίνησε αυτή η κρίση.

Οι τράπεζες μπορούν να κερδοσκοπήσουν με τις ανάγκες των φτωχών, δε μπορούν όμως να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Χρειάζεται και μπορούν να υπάρξουν προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, προγράμματα που να εξασφαλίζουν δωρεάν ή φτηνή στέγη στις ομάδες του πληθυσμού που δεν έχουν τα μέσα να την αποκτήσουν.

Και εσείς τι κάνετε; Τι κάνει η Κυβέρνηση; Σπρώχνετε τον κόσμο στις τράπεζες. Αδρανοποιείτε τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, τον έχετε κάνει ατζέντη των τραπεζών. Περιθωριοποιείτε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ιδιωτικοποιείτε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Εμείς τι λέμε; Εμείς λέμε ότι αυτοί οι τρεις φορείς, που ανέφερα, θα μπορούσαν από κοινού να στηρίξουν μια πολιτική παραγωγής κοινωνικής κατοικίας προσιτής σε φτωχά στρώματα, με τρόπο που να μην τους γίνει βραχνάς η εξόφλησή της για την υπόλοιπη ζωή τους. Και δε νομίζω, επί τη ευκαιρία, το Κομμουνιστικό Κόμμα να διαφωνεί με τέτοιου τύπου λύσεις και πολιτικές. Αλλά και αν διαφωνεί, θα θέλαμε να ακούσουμε τις δικές του προτάσεις.

Τρίτη εξέλιξη: ζούμε την εμφάνιση νέων μορφών ενός πιο επιθετικού καπιταλισμού, πιο άγριου καπιταλισμού παγκοσμίως. Διαπιστώνουμε νέες πρακτικές μονοπωλιακών συγκεντρώσεων και συμπεριφορών. Τεράστιες επιχειρήσεις εξαγοράζονται διεθνώς είτε με στόχο τη βραχυχρόνια κερδοσκοπία είτε για το μακροχρόνιο έλεγχο ολόκληρων κλάδων της οικονομίας και λειτουργιών της κοινωνίας. Παγκόσμια μονοπώλια των επικοινωνιών, παγκόσμιοι όμιλοι του νερού, της υγείας κλπ.

Όλα αυτά επιβάλλουν στρατηγικές άμυνας, θωράκισης, νέες στρατηγικές ανάπτυξης. Τι κάνει η Κυβέρνηση; Θεατής των εξελίξεων, καθισμένη στην κερκίδα, η Κυβέρνηση παρακολουθούσε το θέαμα. Θεατής, αλλά όχι ουδέτερος θεατής. Θετική εξέλιξη χαρακτήριζε την εξαγορά των ελληνικών επιχειρήσεων. Και εξακολουθεί να το θεωρεί αυτό. Αναχρονισμό ονόμαζε τους φόβους για αφελληνισμό της οικονομίας.

Έχει ξεχάσει η Κυβέρνηση αυτή -και η προηγούμενη δεν πήγαινε πίσω- ακόμη και την έννοια «βιομηχανική πολιτική» ή «κλαδική πολιτική». Στα σκουπίδια πετάχτηκε η έννοια «επιχείρηση στρατηγικής σημασίας» ως αναχρονιστικό απολίθωμα κι αυτό άλλων εποχών. Και όταν ρωτούσαμε «μα, κι αν γίνει επιθετική εξαγορά στον Ο.Τ.Ε., αν συμβεί επιθετική εξαγορά στην Εθνική Τράπεζα;», μειδιούσαν.

Τι γίνεται τώρα; Τι κάνει η Κυβέρνηση τώρα; Με αφορμή την εξαγορά μετοχών του Ο.Τ.Ε. από τη Marfin, πηδάει από τις κερκίδες αλαφιασμένη, μπαίνει στο γήπεδο, όχι ως φορέας έστω και τώρα μιας συγκροτημένης πολιτικής, αλλά για να γίνει διαιτητής στο ποιος θα αγοράσει τον Ο.Τ.Ε. Η διαφωνία δεν είναι στην πώληση του Ο.Τ.Ε., η διαφωνία είναι στο ποιος θα είναι ο αγοραστής.

Όμως, αυτές οι εξελίξεις δείχνουν την ανάγκη μιας ριζικής στροφής στην αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων. Ο Ο.Τ.Ε. ήταν και παραμένει μια επιχείρηση στρατηγικής σημασίας όχι απλώς επειδή είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά επειδή, μέσω του Ο.Τ.Ε. και μόνο μέσω του Ο.Τ.Ε., μπορούμε ως χώρα, εάν θέλουμε, να αποκτήσουμε μια στρατηγική ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, νέων υπηρεσιών στον τομέα των επικοινωνιών.

Εμείς, λοιπόν, λέμε: Καμιά περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του Ο.Τ.Ε., καμία μετοχή σε ιδιώτες. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ζητούμε να υπάρξει και πρόγραμμα ενίσχυσης της παρουσίας του δημοσίου, με την ευρύτερη έννοια του όρου, τουλάχιστον στο 50% των μετοχών συν μία μετοχή, αφού αυτός είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος, για να μη χαθεί ο έλεγχος.

Πέρα από αυτό, ζητούμε από την Κυβέρνηση ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για την αποτροπή εξαγορών, ακόμη και ιδιωτικών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, που θα είναι σε βάρος του ευρύτερου εθνικού και κοινωνικού συμφέροντος. Δεν είναι δυνατόν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να απαγορεύουν, όποτε κρίνουν σκόπιμο, την εξαγορά αμερικανικών επιχειρήσεων, όπως έγινε σε διάφορες περιπτώσεις, και στην Ελλάδα αυτό το θέμα να παρακάμπτεται. Ζητούμε να εφαρμόσετε έστω αυτό το θεσμικό πλαίσιο της Αμερικής, σε ό,τι αφορά τις εξαγορές επιχειρήσεων.

Τέταρτη εξέλιξη. Όπως όλα δείχνουν, βρισκόμαστε σε μια αναζωπύρωση εάν όχι του Ψυχρού Πολέμου, πάντως σίγουρα είμαστε μπροστά σε μια αναζωπύρωση των εξοπλισμών.

Ειδικότερα, η πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να εγκαταστήσουν πυραυλικά συστήματα στην Πολωνία και την Τσεχία, παρά την αντίθεση των λαών των χωρών αυτών, πυροδοτεί ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών. Είναι τραγωδία, αλλά επί του παρόντος η τάση επανάληψης λαθών του παρελθόντος δε φαίνεται να ανατρέπεται ή να αποτρέπεται.

Εμείς έχουμε τη βαθιά πεποίθηση ότι οι χώρες, που δε θα εμπλακούν σε αυτό το νέο κύκλο εξοπλισμών, θα έχουν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα για το μέλλον προς όφελός τους και θέλουμε η δική μας χώρα να είναι ανάμεσα σε αυτές, που θα έχουν αυτό το πλεονέκτημα.

Γιʼ αυτό, εμείς δε ζητούμε απλά να μειωθούν οι δαπάνες για τους εξοπλισμούς, αλλά ζητούμε μία ρήξη με τη μέχρι τώρα πολιτική. Βεβαίως, γνωρίζουμε ότι η ρήξη αυτή δεν είναι μόνο με το παρελθόν, αλλά και με ισχυρές δομές συμφερόντων και λόμπι συμφερόντων, που έχουν διαμορφωθεί. Θεωρούμε, όμως, αυτήν τη ρήξη ως αναγκαίο άξονα μιας νέας στρατηγικής ανάπτυξης για τη χώρα μας.

Θα τελειώσω με μία ακόμα αλλαγή, αν και πολλά θα μπορούσε να πει κανείς. Διάβασα προ ημερών ένα αγγλικό περιοδικό, τον «ECONOMIST». Είχε στο εξώφυλλό του μια φέτα ψωμί μισοδαγκωμένη και τίτλο: «Το τέλος της φθηνής διατροφής». Τι εννοούσε; Εννοούσε ότι, εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών, πολλές περιοχές ερημοποιούνται, εννοούσε ότι λόγω των βιοκαυσίμων που επιδοτούνται στην Αμερική, σε μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούνται όχι τρόφιμα, αλλά φυτείες για παραγωγή βιοαέριου. Εννοούσε, επίσης, ότι η ζήτηση τροφίμων παγκοσμίως αυξάνει και προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω. Η εκτίμηση που γίνεται, είναι ότι, εάν μέχρι τώρα τα τρόφιμα τα θεωρούσαμε ακριβά για τα φτωχά βαλάντια, η ακρίβεια αυτή δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο και ούτε θα μείνουν τα πράγματα εδώ. Θα γίνουν πολύ ακριβότερα.

Ο Προϋπολογισμός, βεβαίως, τα θέματα αυτά τα αγνοεί. Εμείς θα θέλαμε, όμως, να θέσουμε τα εξής ζητήματα: Πρώτον, η εξέλιξη αυτή μας υποχρεώνει να ξαναδούμε την αγροτική οικονομία και την κτηνοτροφία όχι ως ένα μουσειακό είδος ή ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, αλλά ως έναν τομέα που, μάλιστα υπό όρους βιολογικής παραγωγής, αποκτά ένα νέο ενδιαφέρον για το μέλλον. Εμείς προτείνουμε να ξαναδούμε και την αναγκαιότητα αγροτικής πολιτικής και βιομηχανικής πολιτικής, όπως είπα και πριν.

Τέλος, η αλλαγή αυτή μας επιβάλλει να δούμε ότι αυτό που λέμε με μία λέξη «ακρίβεια» είναι ένα πολύπρακτο έργο, ένα πολύπρακτο δράμα που παίζεται πίσω από αυτήν τη λέξη ιδιαίτερα για τα φτωχά νοικοκυριά και δεν είναι ένα πρόσκαιρο συγκυριακό φαινόμενο.

Εδώ μιλάμε για αλλαγή στη σχέση αναγκών και εισοδημάτων. Μιλάμε για γενικότερες ανακατατάξεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Επομένως, μιλάμε για ένα πρόβλημα που δε μπορεί να λυθεί έξω από μία γενικότερη αναδιανομή των εισοδημάτων, σε κοινωνικό επίπεδο.

Επανέρχομαι στον Προϋπολογισμό του 2008, για να παρατηρήσω αυτό που και εσείς πιστεύω ότι διαπιστώνετε, πως για όλα αυτά και για πολλά άλλα, πολύ σημαντικά θέματα, ο Προϋπολογισμός όχι μόνο δεν κάνει αναφορά, αλλά δεν υποψιάζεται καν την ύπαρξή τους και αυτό βεβαίως δεν είναι τυχαίο.

Επομένως, το μεγάλο μειονέκτημα αυτού του Προϋπολογισμού δεν είναι μόνον η φτώχεια των χρηματοδοτήσεων, είναι η φτώχεια της ίδιας της πολιτικής.

Έρχομαι πιο συγκεκριμένα σε ορισμένα κεφάλαιά του. Σε ό,τι αφορά τα έσοδα του προϋπολογισμού, η Νέα Δημοκρατία υποσχέθηκε λιγότερους φόρους και πρέπει να πούμε ότι τήρησε την υπόσχεσή της, αλλά την τήρησε μόνο για τα ρετιρέ της κοινωνίας. Μείωσε από 35% σε 25% το συντελεστή φορολόγησης των κερδών και των μερισμάτων. Καταργεί, με το νομοσχέδιο που κατέθεσε, το Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας και μειώνει στο ελάχιστο το φόρο κληρονομιάς για όσους έχουν αξιόλογη κληρονομιά να μεταβιβάσουν. Απάλλαξε την Εκκλησία από τις φορολογικές υποχρεώσεις της και ταυτόχρονα δεν έθιξε κανένα από τα φορολογικά προνόμια των ισχυρών.

Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν μόνο ταξική, ήταν και ανεύθυνη. Δίνει την εικόνα μιας χώρας χωρίς ελλείμματα, χωρίς δημόσιο χρέος, με τα ταμεία να ξεχειλίζουν από έσοδα. Η πραγματικότητα βέβαια είναι διαφορετική. Το έλλειμμα που δημιούργησε αυτή η «απλόχερη» πολιτική, προσπαθεί τώρα η Κυβέρνηση να το καλύψει αυξάνοντας τη φορολογική επιβάρυνση στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Κατάργησε το φορολογικό συντελεστή 15% για τα εισοδήματα και τον έκανε 25%, έτσι ώστε όσοι έχουν εισόδημα από 900 ευρώ περίπου μέχρι 2.000 ευρώ το μήνα να πληρώνουν περισσότερους φόρους. Αν και υπάρχει νόμος που επιβάλλει στις κυβερνήσεις να τιμαριθμοποιούν τη φορολογική κλίμακα ανά διετία, ουδέποτε ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε ούτε από τις κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ούτε βεβαίως και σήμερα από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Ακόμη αύξησε τους συντελεστές του ΦΠΑ κατά μια μονάδα.   

Είναι προσβολή της κοινής λογικής, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι προσβολή της νοημοσύνης όλων μας να ακούμε από την κυβέρνηση, μετά από όλα αυτά, ότι έκανε το φορολογικό σύστημα δικαιότερο και ότι τάχα τρία εκατομμύρια Έλληνες κι Ελληνίδες δεν πληρώνουν φόρο, εννοώντας φόρο εισοδήματος. Είναι ντροπή να λέγεται αυτό σε μία χώρα που το 60% των φόρων είναι έμμεσοι φόροι, που επιβαρύνουν δυσανάλογα ακριβώς αυτά τα τρία εκατομμύρια των δήθεν ωφελημένων.

Ακόμα και το επίδομα ανεργίας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πληρώνει φόρο στην Ελλάδα. Ακόμη και ο ψευτομισθός των 500 ευρώ πληρώνει φόρο. Ξέρετε πόσο; Πάνω από 100 ευρώ το μήνα. Απλώς ο φόρος αυτός δε φαίνεται. Είναι αφανής φόρος διότι είναι έμμεσος φόρος και αυτούς ακριβώς τους φόρους είναι που αυξάνει η κυβέρνηση.

Αν η κυβέρνηση δε μπορεί να λύσει τα προβλήματα του κόσμου, δε χρειάζεται και να προσβάλει τη νοημοσύνη του.

Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες, τι να πρωτοπεί κανείς; Να μιλήσουμε για τα νοσοκομεία και τις ελλείψεις τους; Να μιλήσουμε για τη παιδεία και τα προβλήματά της; Να μιλήσουμε για τους μισθούς και τις συντάξεις; Θα μιλήσουν άλλοι Βουλευτές του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ για όλα αυτά τα θέματα εξειδικευμένα. Εκείνο το οποίο θα ήθελα εγώ να παρατηρήσω, είναι ότι όλα αυτά τα προβλήματα είναι απόρροια της πολιτικής της Κυβέρνησης. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς εννοεί τελικά η Κυβέρνηση τη σύγκλιση μισθών και συντάξεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με εισοδηματική πολιτική του 3%, όταν η ακρίβεια καλπάζει;

Θέλω να έρθω τώρα στο ασφαλιστικό, όχι στο ασφαλιστικό γενικά, αλλά στο ασφαλιστικό σε σχέση ακριβώς με τον Προϋπολογισμό.

Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι στον Προϋπολογισμό του 2008 εγγράφει για πρώτη φορά το 1% του εθνικού εισοδήματος, που, σύμφωνα με το νόμο Ρέππα, όπως έχει αποκληθεί, πρέπει να δίνεται στο ΙΚΑ. Και είναι σωστό ότι ο Προϋπολογισμός του 2008 εγγράφει ολόκληρο το ποσό για το 2008. Αλλά αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τι σημαίνει; Σημαίνει, ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν εγγραφόταν αυτό το ποσό.

Ισχυρίζεται επίσης η Κυβέρνηση ότι εξοφλεί, με κάποια ομόλογα που θα εκδώσει, όλα τα χρέη των προηγούμενων ετών προς το ΙΚΑ. Και θα ήθελα σʼ αυτό το σημείο την προσοχή σας.

Αυτό δεν είναι σωστό. Ο λογαριασμός δεν κλείνει, πρώτον γιατί η Κυβέρνηση ακόμα και τώρα που αποφάσισε να δώσει αυτό το χρέος, έκλεψε στο μέτρημα, να το πω απλά. Δηλαδή τι έκανε; Υπολόγισε το χρέος προς το ΙΚΑ με βάση το παλαιό Α.Ε.Π., πριν αυτό αναθεωρηθεί, όχι μετά την αναθεώρησή του. Αυτή η διαφορά οδήγησε σε 894 εκατομμύρια ευρώ μείον στο λογαριασμό του ΙΚΑ.

Το δεύτερο που έκανε είναι ότι υπάρχουν και άλλες εκκρεμότητες που η Κυβέρνηση δεν μας λέει καν τι ακριβώς συμβαίνει με αυτές. Έχω εδώ -και θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σʼ αυτόν- το νόμο 2084/92 της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Εκείνος ο νόμος στο άρθρο 35 έλεγε ότι σε ό,τι αφορά την ασφάλιση ασθένειας και μητρότητας τα ασφάλιστρα βαρύνουν κατά 2,55% τους ασφαλισμένους, κατά 5,10% τους εργοδότες και κατά 3,8% το κράτος.

Κύριε Υπουργέ, ήθελα να ρωτήσω αν αυτός ο νόμος ισχύει ή καταργήθηκε. Εάν καταργήθηκε, πώς και πότε καταργήθηκε; Εάν ισχύει αυτός ο νόμος, γιατί δεν εγγράφετε στον Προϋπολογισμό την ανάλογη πίστωση ή έστω την αντίστοιχη υποχρέωση προς το ΙΚΑ; Εάν το κράτος δεν πληρώνει το μερίδιο της εισφοράς, αν δηλαδή το ίδιο το κράτος κάνει εισφοροδιαφυγή, τότε με ποιον τρόπο και με ποια αξιοπιστία θα μπορέσετε να αντιμετωπίσετε αυτό το γενικότερο πρόβλημα;

Επομένως, θέλω να πω ότι ο λογαριασμός δεν έκλεισε. Και το γεγονός ότι η Κυβέρνηση αποφεύγει να αναφερθεί στις υποχρεώσεις της, αυτό ακριβώς μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι εδώ υπάρχει ένα γενικότερο σχέδιο του οποίου απλώς η κορυφή του παγόβουνου είναι αυτό το οποίο εκδηλώθηκε με την πρωτοβουλία του αποπεμφθέντα Υπουργού κ. Μαγγίνα σε ό,τι αφορά τα ταμεία των δικηγόρων, των δημοσιογράφων, των μηχανικών και άλλων κλάδων.

Όποτε οι εργαζόμενοι θέτουν ένα θέμα, όποτε εδώ μέσα συζητούμε για μια ρύθμιση που είτε αφορά τους συνταξιούχους, είτε αφορά τους συμβασιούχους, είτε αφορά τους τρίτεκνους, είτε αφορά τα προβλήματα της παιδείας και της υγείας, η Κυβέρνηση έχει μια απάντηση. Τόσα έχω, τόσα δίνω, δεν υπάρχουν πόροι.

Θα ήθελα να αναφερθώ σʼ αυτό το θέμα ακριβώς διότι έχει γίνει ένα φύλλο συκής πίσω από το οποίο η Κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει τα προβλήματα που δημιουργεί η πολιτική της. Και θα ήθελα να αναφέρω ορισμένους τρόπους,  σε ορισμένες πολιτικές με τις οποίες θα μπορούσαν και τα έσοδα να αυξηθούν και το φορολογικό σύστημα να γίνει δικαιότερο.

Πρώτη πολιτική: Σταματήστε τις ιδιωτικοποιήσεις, βάλτε τέλος στην ιδιωτικοποίηση κερδοφόρων επιχειρήσεων διότι, πέρα από τη συμβολή που μπορεί να έχει μια δημόσια επιχείρηση στην ανάπτυξη, σ την απασχόληση, στην ποιότητα των προϊόντων, στην εξυπηρέτηση του καταναλωτή κ.λπ. Μπορεί επίσης, μέσω των διανεμόμενων κερδών, να έχει και μια συμβολή στα δημόσια έσοδα.

Ο Προϋπολογισμός του 2008 προϋπολογίζει να μαζέψει, μέσα στο 2008, 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ πουλώντας επιχειρήσεις, πουλώντας «Ξενίες», πουλώντας εκτάσεις, πουλώντας περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλους.

Μόνο τα διανεμόμενα κέρδη του ΟΠΑΠ των τελευταίων τεσσάρων ετών υπερβαίνουν το ποσό αυτό. Αντί να πουλήσεις τον ΟΠΑΠ, κράτα τον, ανάπτυξε τον κάθε ΟΠΑΠ, τον Ο.Τ.Ε και την κάθε δημόσια επιχείρηση και αντί να πουλήσεις την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά -για να το πω πιο απλά- ασʼ την και προσπάθησε να παίρνεις το αποτέλεσμα της ανάπτυξής τους.

Και σε ό,τι αφορά αυτό που ελέχθη από τον εκπρόσωπο του ΚΚΕ για την Εθνική Τράπεζα και τα ταμεία, πράγματι και σήμερα τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν στην Εθνική Τράπεζα το 19% -20%. Δεν κατάλαβα: Ποια είναι η πρόταση; Να πούμε στα ταμεία να πουλήσουν τις συμμετοχές τους αυτές και να έχουν τα χρήματά τους στην τράπεζα; Να διευκολύνουν την επέκταση του ελέγχου των ξένων επενδυτών στην Εθνική Τράπεζα, όπως ακριβώς ήθελε και η κυβέρνηση;

Άλλη πηγή αύξησης των εσόδων. Καταγραφή, προστασία, αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Γιατί ο προϋπολογισμός δεν αναφέρει καθόλου ποια είναι η δημόσια περιουσία, πώς μεταβλήθηκε μέσα στον χρόνο, αν αυξήθηκε ή μειώθηκε και με ποιες πολιτικές γίνεται η διαχείρισή της;

Μάλιστα, εμείς λέμε, τα έσοδα από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας να διατίθενται πάλι για την αγορά εκτάσεων, για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων, για τη δημιουργία χώρων πρασίνου, για τη δημιουργία κοινωνικών υποδομών και όχι να έρχεται η Κυβέρνηση και να λέει ότι θα τσιμεντοποιήσει το μισό Ελληνικό, για να κάνει υποτίθεται πράσινο το άλλο μισό. Επίσης, και ένα μέρος των μερισμάτων, που έλεγα πριν, μπορεί να δεσμεύεται υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης, υπέρ των μελλοντικών αναγκών της.

Τρίτη πηγή. Εσείς το είπατε «σπατάλη». Εμείς το λέμε «αναδιοργάνωση», «δημοκρατικό προγραμματισμό», «αποκομματικοποίηση», «εκδημοκρατισμό της διοίκησης», «διαφάνεια». Τεράστιοι πόροι μπορούν να εξασφαλιστούν με αυτόν τον τρόπο.

Και θα αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.

Μας επισκέφθηκε το Σωματείο μιας δημόσιας επιχείρησης. Το αίτημά του δεν ήταν ούτε αυξήσεις ούτε υλοποίηση δύσκολων πραγμάτων. Το πρόβλημα των εργαζομένων ήταν το εξής: «Καθόμαστε, πληρωνόμαστε και δεν δουλεύουμε». Αυτό ήταν το πρόβλημά τους. Η επιχείρηση αυτή λέγεται Δημόσια Επιχείρησης Πολεοδομίας και Οικιστικής Ανάπτυξης. Δεν υπάρχει αντικείμενο που η Κυβέρνηση να μπορούσε να δώσει σε αυτούς τους ανθρώπους να δουλέψουν; Να δουλέψουν θέλουν. Μετατρέπετε δημόσιες επιχειρήσεις σε αποθήκες ανθρώπων, επειδή η αντίληψή σας είναι τέτοια που δε θέλετε τον αναπτυξιακό ρόλο του κράτους. Αυτό είναι το γενικότερο πρόβλημα που αναδεικνύει αυτό το συγκεκριμένο, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα.

Και έρχομαι στα φορολογικά έσοδα, για να θυμίσω μερικά ερωτήματα που και πέρυσι, από αυτό το Βήμα, είχα διατυπώσει. Κύριοι της Κυβέρνησης, σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις χώρες, τα μερίσματα, δηλαδή τα κέρδη που διανέμονται, φορολογούνται ως εισόδημα. Να σας πω και δύο-τρία παραδείγματα. Στο Βέλγιο, κάποιος που έχει εισόδημα από μερίσματα φορολογείται με 15%. Στη Δανία, φορολογείται με 43%. Στην Ελλάδα φορολογείται με 0%. Δε νοιώθετε την υποχρέωση να εξηγήσετε γιατί γίνεται αυτό;

Καταθέτω στα Πρακτικά το σχετικό πίνακα.

Δηλαδή, από πέρυσι που το είπα μέχρι εφέτος, δε νοιώθετε την ανάγκη να δώσετε κάποια εξήγηση; Όχι σε εμάς, στον κόσμο που ρωτάει.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ: Μα, δεν σας ακούει καν ο Υπουργός, κύριε Δραγασάκη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Με αφήνει αδιάφορο. Θα ακούσει την κοινωνία. Διότι εγώ τα λέω να τα μάθει ο κόσμος. Αυτός που πληρώνει φόρο…

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ: Δεν έχει πάρει καν χαμπάρι ότι συζητάμε γι αυτόν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κύριε Πάγκαλε, αυτός που πληρώνει φόρο επειδή έχει ένα εισόδημα από τη δουλειά του, αυτός με ενδιαφέρει να μάθει ότι, εάν είχε εισόδημα από μετοχές δεν θα πλήρωνε φόρο.

Αυτό είναι το θέμα. Διότι αν δεν γίνουν κτήμα της κοινωνίας οι όποιες ιδέες.... Εδώ μεταξύ μας τα λέμε και τα ξαναλέμε.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ: Μισό λεπτό μιλάμε για εσάς, κύριε Υπουργέ, και δεν πήρατε χαμπάρι. Είστε στον κόσμο σας. Με τόσα που τραβάτε!

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ: Και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν έκανε φορολογία στα μερίσματα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Λέτε ότι και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν έκανε φορολογία. Μισό λεπτό να καταλάβω τώρα το σκεπτικό σας. Επειδή δεν το έκανε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., εσείς είστε αθώοι; Ή θέλετε να πω και εδώ ότι και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τα ίδια έκανε; Εάν αυτό σας τιμάει, να το επαναλάβω σε κάθε φράση. Βεβαίως, είστε συνέχεια του ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε ό,τι στραβό και ανάποδο έκανε το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Αλλά αυτή είναι η φιλοδοξία σας;

Λοιπόν, προχωρώ. Αν κοιτάξετε τους ισολογισμούς των τραπεζών που δημοσιεύονται αυτές τις μέρες και δείτε τα κέρδη μιας τράπεζας, θα διαπιστώσετε ότι, ενώ ο φόρος στα κέρδη, ο συντελεστής, είναι 25%, ο φόρος που δηλώνουν πολλές τράπεζες δεν είναι ούτε 15%. Ρώτησα ειδικούς να μου εξηγήσουν τι γίνεται εδώ, πώς τα καταφέρνει μια τράπεζα και πληρώνει φόρο 11%, 9%. Μία εξήγηση είναι ότι οι τράπεζες έχουν πολλά κέρδη από το Χρηματιστήριο και επειδή τα κέρδη από το Χρηματιστήριο έχουν φορολογία μηδέν, πέφτει ο γενικός συντελεστής. Ξαναρωτάμε, λοιπόν, την Κυβέρνηση: Με ποια λογική, λοιπόν, τα κέρδη από το Χρηματιστήριο δεν φορολογούνται; Με ποια λογική αυξάνετε το φόρο σε είδη λαϊκής κατανάλωσης; Με ποια λογική σκέφτεστε να αυξήσετε ξανά τον Φ.Π.Α. και αφήνετε στην ασυλία αυτά τα κέρδη;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΛΑΓΚΟΥΔΗΣ: …(Δεν ακούστηκε)… φορολογούνται με 10%....

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Τα κέρδη από το Χρηματιστήριο; Είστε βέβαιος; Όταν τελειώσει ο κύριος Υπουργός, πρέπει να κάνει ένα σεμινάριο στους Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, διότι εδώ διαπιστώνω ότι επιτελώ εγώ ένα χρήσιμο ρόλο -που δεν είναι η δουλειά μου- να ενημερώνω τους Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας για το τι ισχύει και τι δεν ισχύει.

Άλλο θέμα: Ναυτιλία: Διάβαζα προχθές ότι βραβεύτηκε η ελληνική ναυτιλία για τα επιτεύγματά της. Πρώτη στον κόσμο στα κέρδη, πρώτη σε διάφορους δείκτες. Έψαξα τον Προϋπολογισμό του κράτους να βρω την κατηγορία «εφοπλιστές», για να βρω τι φόρο πληρώνουν, αφού έχουν τόσα κέρδη. Δεν βρήκα τη λέξη «εφοπλιστής». Μου εξήγησαν κάποιοι ειδικοί -δεν ξέρω αν έχουν δίκιο- ότι οι εφοπλιστές δεν πληρώνουν φόρο, απλώς τα πλοία πληρώνουν ένα τέλος, όπως πληρώνουν τέλος τα αυτοκίνητα ή τα παπάκια κ.λπ.. Έψαξα να βρω ποια είναι τα έσοδα του κράτους, έστω απʼ αυτά τα τέλη επί των πλοίων. Βρήκα ότι προβλέπονται να είναι 13.000.000 ευρώ για το 2008. Δηλαδή αυτός ο ανθηρός κλάδος θα συμβάλει στα φορολογικά έσοδα του κράτους με 13.000.000 ευρώ. Κοίταξα παρακάτω και είδα το εξής: Ένας μετανάστης για να πάρει άδεια παραμονής στην Ελλάδα, πληρώνει 900 ευρώ και το κράτος προϋπολογίζει να εισπράξει από αυτό το παράβολο των μεταναστών 60.000.000 ευρώ. Δηλαδή, πιο πολλά εισπράττει το κράτος από το παράβολο των μεταναστών παρά από τον ανθηρό κλάδο των εφοπλιστών. Δε θα ξαναπώ για τις φοροαπαλλαγές της Εκκλησίας.

Το ερώτημά μου είναι απλό: Αυτή είναι η κοινωνία που θέλετε να φτιάξετε; Αυτό είναι το δίκαιο φορολογικό σύστημα που θέλετε να κάνετε; Αυτό είναι το μέλλον που υπόσχεστε στους νέους ανθρώπους; Δηλαδή να υπερφορολογείτε τα λαϊκά στρώματα, να αφήνετε στην ασυλία τον πλούτο και τα μεγάλα εισοδήματα και μετά να λέτε: «Δεν έχω λεφτά να φτιάξω παιδεία, να φτιάξω υγεία, να φτιάξω κοινωνική ασφάλιση»; Ήδη βέβαια στην κοινωνία είστε μειοψηφία. Με τον εκλογικό νόμο είστε πλειοψηφία. Αλλά, αν νομίζετε ότι η ελληνική κοινωνία θα αποδεχθεί αυτές τις λογικές, είτε από εσάς προέρχονται είτε από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είτε από τον οποιονδήποτε άλλο, επιτρέψτε μας να έχουμε διαφορετική γνώμη. Μπορεί να αργεί καμιά φορά να έρθει η έκρηξη, αλλά τελικά έρχεται.

Επομένως, εμείς λέμε ότι ήρθε η ώρα να αναζητήσουμε λύσεις, διεξόδους και προοπτικές πέρα από το δικομματισμό, πέρα από το νεοφιλελευθερισμό. Οι Βουλευτές του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα ακολουθήσουν, η όλη δράση μας μέσα και έξω από τη Βουλή, όσα προσπάθησα να πω κι εγώ με την εισήγησή μου, νομίζουμε ότι αποδεικνύουν ένα πράγμα: Ο άλλος δρόμος υπάρχει. Δεν είναι μόνο αναγκαίος, είναι και εφικτός. Και μάλιστα μπορεί να παίρνει και συγκεκριμένες μορφές και να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα μέσα από την κοινή δράση των εργαζομένων, μέσα από την ανάπτυξη και της κοινωνικής και της πολιτικής Αριστεράς.

Σας ευχαριστώ.