Ολοκληρώθηκαν ήδη τα Συνέδρια του αυτοδιοικητικού χώρου χωρίς η κυβέρνηση να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για ένα θέμα που «με δική της πρωτοβουλία» κυριάρχησε στις εργασίες τους, τη διοικητική μεταρρύθμιση της χώρας.
'Aλλη μια ένδειξη, κοντά στις άλλες, του σεβασμού της κεντρικής εξουσίας προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ο ΣΥΝ δεν είναι εναντίον μιας τέτοιας συζήτησης.
Αναφέρεται όμως σε ένα άλλο αυτοδιοικητικό τοπίο. Κι όχι σ΄ αυτό που περιγράφουν τα δημοσιεύματα.
Χρειαζόμαστε μια Αυτοδιοίκηση που θα υπερβαίνει τη λογική της διαχείρισης και της λειτουργίας της ως διοικητικού μηχανισμού, που θα χαράσσει και θα υλοποιεί τις πολιτικές της μαζί με τον πολίτη, με τη συμμετοχή του, με τη δική του προσφορά, αλλά και αποφασιστική γνώμη.
Θέλουμε τους πολίτες να προασπίζουν την πόλη τους , τη γειτονιά τους, το χωριό τους, το χώρο της καθημερινής τους ζωής.
Θέλουμε τα τοπικά κινήματα παρόντα, με αφετηρία τα συγκεκριμένα προβλήματα του χώρου, από τα σκουπίδια ως το θέατρο που λείπει από την πόλη, από το κυκλοφοριακό χάος και τον μολυσμένο αέρα, ως τη δημοκρατία στην πράξη…γιατί η Αυτοδιοίκηση είναι κατεξοχήν θεσμός δημοκρατίας, είναι το σχολείο της δημοκρατίας.
Γι΄ αυτό και θεωρούμε ως προτεραιότητα για τον χώρο την κατάργηση του καλπονοθευτικού 42%, γιατί διέπεται από τη λογική «όλα από το κόμμα, όλα για το κόμμα», που όχι μόνο ανατρέπει τη θέληση των τοπικών κοινωνιών, αλλά και περιορίζει τη δυνατότητα των εκπροσώπων της να χειριστούν τοπικές υποθέσεις.
Μόνον η απλή αναλογική ενθαρρύνει τους πολίτες να συμμετέχουν στα όργανα λήψης των αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο, ενδυναμώνοντας έτσι και την αποτελεσματικότητα.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι πρέπει να υπάρξει μια ανακατανομή των δημοσίων πόρων και δαπανών που να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία προς μια ανακατανομή ρόλων, έργων, αρμοδιοτήτων μεταξύ κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Γι΄ αυτό, πριν τη διοικητική μεταρρύθμιση, πρέπει να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος και για τα οικονομικά, ώστε να μην ενεργεί κανείς αυθαίρετα στη διαχείριση τους και κανείς να μην επιβάλλει αυθαίρετα φορολογικά βάρη στους πολίτες.
Παρά τα όποια θετικά βήματα έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια με την ενίσχυση του πρώτου βαθμού Αυτοδιοίκησης, με τη χωρίς ουσιαστική στήριξη μεταρρύθμιση «Καποδίστριας», με την καθιέρωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης αλλά και την άτολμη αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 για την ενίσχυση της τοπικής αυτονομίας, η χώρα μας παραμένει το πλέον συγκεντρωτικό κράτος.
Η πολιτική των Κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ και της Ν.Δ. στο θεσμικό, αλλά και στο οικονομικό επίπεδο διακρίθηκε για:
- τη στασιμότητα, τις οπισθοδρομήσεις και την άρνηση της ολοκλήρωσης και της υλοποίησης της μεταρρύθμισης του πολιτικού μας συστήματος με Αποκέντρωση και Αυτοδιοίκηση.
- τη μη προσαρμογή της χώρας μας σε ένα σύστημα τοπικής Αυτοδιοίκησης με όλες τις εξουσίες -αρμοδιότητες τοπικού, νομαρχιακού και περιφερειακού χαρακτήρα συνοδευόμενες από τους αντίστοιχους πόρους.
- την αθέτηση των υποσχέσεων και διακηρύξεων για θεσμοθέτηση και εφαρμογή της αιρετής περιφερειακής Αυτοδιοίκησης.
Αντίθετα οι κυβερνήσεις του δικομματισμού ανέδειξαν την περιφέρεια ως το «μακρύ χέρι» της Κεντρικής εξουσίας (κυβέρνησης) και τον κομματικό Γενικό Γραμματέα σε «κηδεμόνα» της Τοπικής και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και διαχειριστή του Περιφερειακού προγράμματος και των Ευρωπαϊκών κονδυλίων.
- Οι πόροι της Αυτοδιοίκησης να είναι ελάχιστοι περίπου στο 5% σε σχέση με τα συνολικά έσοδα του δημοσίου τομέα, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 15 ξεπερνά το 20%,από τα χρήματα που διαχειρίζεται η Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας, σε κάθε Έλληνα αντιστοιχούν 350 ?, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 2.500 ? ανά κάτοικο.
- Ο σχεδιασμός και η διαχείριση των διαφόρων πόρων των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής να γίνεται από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών και τον διορισμένο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας.
Κι αυτό γιατί μη υπάρχοντος ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης μεταφέρθηκε η αναζήτηση της αναπτυξιακής ταυτότητας της χώρας στις Περιφέρειες, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει η λογική της κατανομής των κονδυλίων κι όχι η λογική της αποδοτικής αξιοποίησης.
Οι περιφερειακές και ενδοπεριφερειακές ανισότητες, οι κοινωνικές αντιθέσεις επιδεινώνονται, τα οικονομικά αδιέξοδα επιτείνονται και ο κοινωνικός ιστός στις πόλεις ιδιαίτερα διασπάται, η ύπαιθρος ερημώνει. Η υποχώρηση των παραδοσιακών παραγωγικών τομέων, η υποαπασχόληση, η ανεργία, τα προβλήματα καθημερινής διαβίωσης και κατοικίας, η περιβαλλοντική υποβάθμιση, έχουν άμεσες και δραματικές επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή και διαβρώνουν την κοινωνική συνείδηση με αποτέλεσμα η διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής αποϊδεολογικοποίησης να ενισχύεται.
Και βέβαια πρέπει κάθε Περιφέρεια να αναζητά τη δική της ανάπτυξη, αλλά οφείλει αυτή να είναι ενταγμένη και στα πλαίσια ενός εθνικού στρατηγικού επιπέδου, που βέβαια δεν υπάρχει. Αποτέλεσμα είναι όχι μόνο να μην υπάρχει περιφερειακή συνείδηση στις νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, αλλά κι ούτε η στοιχειώδης συνεννόηση για πρωτοβουλίες που μπορούν να αφορούν περισσότερους νομούς.
Στις συνεδριάσεις των Περιφερειακών Συμβουλίων οι Νομάρχες, αφού κάνουν μια ολιγόλεπτη παρέμβαση, αναλαμβάνουν να καταθέσουν γραπτά τις προτάσεις τους, που ασφαλώς είναι πολλαπλάσιες των διαθεσίμων. Κι έτσι ο Περιφερειάρχης, ο διορισμένος, έχει την ευχέρεια να κόψει και να ράψει με τα δικά του μέτρα και σταθμά, που θα υπηρετούν δύο στόχους, το κόμμα που τον διόρισε και την απορροφητικότητα, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα των έργων.
Μοιραία αυτό οδηγεί, από τη μια μεριά στην πελατειακή λογική, που πέραν των φαινομένων κακοδιαχείρισης και διαφθοράς επιφέρει και τεράστιες σπατάλες με την κατασκευή άχρηστων και ημιτελών έργων κι από την άλλη οδηγεί στη βραχυχρόνια αναπαραγωγή της οικονομίας και όχι στην αντιμετώπιση των προβλημάτων σε μακροχρόνιο επίπεδο.
Αποτέλεσμα η ελλιπής στήριξη των σχετικών προγραμμάτων σε τοπικό επίπεδο και η απουσία ενδιαφέροντος, πράγματα που επηρεάζουν τελικά αρνητικά και την όλη διαχείριση και την απορροφητικότητα.
Γι΄ αυτό ο ΣΥΝ θεωρεί ότι πριν τη διοικητική μεταρρύθμιση πρέπει να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος πάνω στο «ποιος κάνει τι, με ποιους πόρους και με ποια στελέχωση». Πρέπει να υπάρξει μια κατανομή πόρων και δαπανών που να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία προς μια ανακατανομή ρόλων, έργων, αρμοδιοτήτων μεταξύ κράτους και αυτοδιοίκησης.
Βέβαια ακόμη και να λυθούν αυτά τα προβλήματα το θεσμικό οικοδόμημα της Αυτοδιοίκησης θα παραμένει ανολοκλήρωτο και ανάπηρο όσο ο Γραμματέας της Περιφέρειας, ο διορισμένος εκπρόσωπος της κεντρικής εξουσίας στην Περιφέρεια, δεν παραχωρεί τη θέση του στα αιρετά όργανα της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης.
Θα συμμετάσχουμε στη συζήτηση για τη νέα διοικητική μεταρρύθμιση ξεκινώντας από την πάγια θέση για αιρετή περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Επί άλλων σεναρίων που διατηρούν διορισμένες εξουσίες στον αυτοδιοικητικό χώρο δεν πρόκειται να συζητήσουμε. Γιατί μια κυβέρνηση, ένα κράτος που δεν εμπιστεύεται την Αυτοδιοίκηση, που δεν θέλει την αποκέντρωση, την αναδιανομή των εξουσιών, είναι μια κυβέρνηση κι ένα κράτος που έμπρακτα αποδεικνύει ότι όχι μόνον δεν συμφωνεί με την αρχή της επικουρικότητας, αλλά και ότι φοβάται τη συμμετοχή των πολιτών.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού σήμερα πρέπει να εδράζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:
- την αρχή της Τοπικής Αυτονομίας,
- την αρχή του Τεκμηρίου Αρμοδιότητας,
- την αρχή της Επικουρικότητας.
Η εφαρμογή των αρχών στην πράξη θα οδηγούσε στο να διακρίνονται οι δημόσιες υποθέσεις σε τοπικής, περιφερειακής και κρατικής σημασίας, έτσι ώστε οι ανώτεροι νʼ ασκούν μόνο τις αρμοδιότητες, που οι πιο κάτω δεν μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματικά.
Σʼ αυτήν την κατεύθυνση απαιτούνται ορισμένες μεγάλες μεταρρυθμίσεις:
1. Η άμεση επιβολή περιορισμού του κεντρικού κράτους στον επιτελικό του ρόλο.
Το Σύνταγμα όρισε δύο βαθμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η διεύρυνσή του βʼ βαθμού στα όρια των σημερινών περιφερειών με την ανάδειξή τους σε περιφερειακή Αυτοδιοίκηση με αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο και αιρετό Περιφερειάρχη αποτελεί απολύτως ρεαλιστική επιλογή θεσμικά και πολιτικά, αποτελεί προϋπόθεση για την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη.
Οι δε σημερινές Νομαρχίες μπορούν να λειτουργήσουν ως αποκεντρωμένοι περιφερειακοί θεσμοί της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης με αιρετά όργανα, πόρους και αρμοδιότητες. Με εσωτερική κατανομή ανάμεσα στο Περιφερειακό Συμβούλιο και στα Νομαρχιακά Συμβούλια να λυθεί το ζήτημα της άσκησης των αρμοδιοτήτων, με βάση το τεκμήριο της αρμοδιότητας σε κάθε επίπεδο.
2. Σε σχέση με την πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση υπάρχουν δύο διακριτές περιοχές:
Α. Τα Μητροπολιτικά Κέντρα, τίθεται η ανάγκη να υπάρχει μια αιρετή διοικητική βαθμίδα από την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις για ολόκληρο το αστικό συγκρότημα της μητροπολιτικής περιοχής, απαιτείται μια ενιαία αντιμετώπιση ιδιαίτερα στους τομείς:
α) Οικονομικής Ανάπτυξης,
β) Χωρικού Σχεδιασμού,
γ) Κοινωνικής Πολιτικής,
δ) Περιβάλλοντος,
ε) Μεταφορών,
στ) Πολιτικής Προστασίας και Ασφάλειας,
Β. Οι Δήμοι της Περιφέρειας είναι αναγκαίο να ανασυγκροτηθούν προκειμένου να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα, τη δυνατότητα παροχής ικανοποιητικών υπηρεσιών και αναπτυξιακής παρέμβασης, την ανταγωνιστικότητά τους, την αξιοποίηση του ενδογενούς δυναμικού, την προστασία του αστικού, αγροτικού και φυσικού περιβάλλοντος και τελικά τη συγκράτηση του πληθυσμού και την ισόρροπη ανάπτυξη, με προϋπόθεση βέβαια την ουσιαστική δημοτική δημοκρατία ,με εσωτερική αποκέντρωση , θεσμούς ,πόρους και αρμοδιότητες που θα διασφαλίζουν τη συμμετοχή και των πιο μικρών κοινοτήτων .
Ως ειδικό ζήτημα πρέπει να αντιμετωπίζονται οι νησιωτικές περιοχές.
Σ΄ αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ξεκινήσει μια ουσιαστική συζήτηση που με αξιόπιστα κριτήρια, γεωγραφικά, οικονομικά, αναπτυξιακά, χωρίς καταναγκασμούς και μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες θα καταστήσει την Αυτοδιοίκηση χώρο εγγυητή της δημοκρατικής έκφρασης και της συμμετοχής των πολιτών, αλλά και συντονιστή της τοπικής ανάπτυξης και ευημερίας.
ΤΜΗΜΑ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ