Η άποψη που προβάλλεται από την κυβέρνηση είναι ότι η χρηματοπιστωτική κρίση δεν επηρεάζει την ελληνική οικονομία και η άνοδος της τιμής του πετρελαίου δε θα ανακόψει τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία. Στη βάση αυτή, με την υπόθεση, δηλαδή, ενός ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης γύρω στο 4% έχει σχεδιασθεί ο προϋπολογισμός. Οι εκτιμήσεις αυτές, όμως, μοιάζουν περισσότερο με ευσεβείς πόθους. Εξωραΐζουν την πραγματικότητα και υποβαθμίζουν υπαρκτούς κινδύνους.
Το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική οικονομία και η μεγέθυνση των τελευταίων 15 χρόνων, δεν έχουν δοκιμασθεί σε περιβάλλον σοβαρής διεθνούς ύφεσης ή παρατεταμένης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αν, επομένως, η διεθνής κατάσταση επιδεινωθεί, τότε ενδέχεται αυτό να εξελιχθεί σε ένα «τεστ αντοχής» για την οικονομία και την κοινωνία. Η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από το δανεισμό και από τη μαζική εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων την καθιστούν πιο ευάλωτη, ιδίως αν κάποια στιγμή η μαζική εισροή γίνει μαζική εκροή κεφαλαίων.
Πέραν όμως των εξωγενών παραγόντων, η ελληνική κοινωνία θα έλθει αντιμέτωπη, μέσα στο 2008, με δύο τουλάχιστον soc, αυτό της φορολογίας κι εκείνο της ακρίβειας.
Ο προϋπολογισμός του 2006 προβλέπει πρόσθετα φορολογικά έσοδα 6,2 δις ? ή αύξηση κατά 12,9%. Δεδομένου ότι το εθνικό εισόδημα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 7% και τα εισοδήματα των εργαζομένων πολύ λιγότερο, δεν είναι υπερβολικοί οι χαρακτηρισμοί περί φοροεπιδρομής. Μάλιστα δε μπορεί να αποκλεισθεί η λήψη και πρόσθετων εισπρακτικών μέτρων περιλαμβανομένης της αύξησης του ΦΠΑ. Με τη δεδομένη δομή του φορολογικού συστήματος, όλη αυτή η επιβάρυνση πλήττει τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα.
Οδυνηρό θα είναι και το soc της ακρίβειας. Αυτό θα γίνει αισθητό όταν η άνοδος της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος - και των άλλων ανατιμήσεων - κάνουν τον κύκλο τους και φτάσουν σωρευτικά και πολλαπλασιαστικά στις τσέπες των εργαζομένων . Πέραν αυτού, η άνοδος της τιμής των τροφίμων δε φαίνεται να είναι παροδική.
Οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι χαμηλόμισθοι, τα νεόπτωχα αλλά και τα μεσαία στρώματα μπορούν να αντέξουν για κάποιο χρόνο τη λιτότητα στους μισθούς. Όταν, όμως, αυτή συνοδεύεται ταυτόχρονα και με υψηλότερη φορολογία και με εξουθενωτική ακρίβεια, τότε το βάρος γίνεται ασήκωτο. Κι όταν ταυτόχρονα και το κοινωνικό κράτος και τα δημόσια αγαθά συρρικνώνονται οι συνέπειες γίνεται πιο οδυνηρές.
Δεν αποκλείεται, λοιπόν, μέσα στο 2008, να ανακαλύψουμε εκ νέου ότι το οικονομικό πρόβλημα είναι πολιτικό. Κι ότι, επομένως, η αντιμετώπισή του δε μπορεί να αφήνεται στις «δυνάμεις της αγοράς», αλλά πρέπει να ξαναγίνει υπόθεση των δυνάμεων της κοινωνίας, στη βάση, όμως, ενός πολιτικού σχεδίου που κι αυτό δε μπορεί να συγκροτηθεί ερήμην των εργαζομένων και των αναγκών τους.