Διαβάζοντας προσεκτικά τις θέσεις για το 5ο Συνέδριο διαπιστώνουμε ότι οι αναφορές στο γυναικείο και τα ζητήματα φύλου είναι για πρώτη φορά αρκετές και εκτενείς. Αποδεικνύεται ετσι και πάλι πως ο ΣΥΝ είναι, με διαφορά, ο πολιτικός οργανισμός με τη μεγαλύτερη ανοικτότητα στο γυναικείο ζήτημα. Δεν μπορεί, ωστόσο, ούτε κι αυτός να θεωρηθεί ότι είναι η φεμινιστική αριστερά που θα θέλαμε, ο λόγος του λίγο έχει εμβολιαστεί από τον φεμινιστικό λόγο, η δομή του παραμένει ακόμα ανδροκρατική και παραδοσιακή. Είναι μεν αρωγός στα ζητήματα που θέτει το φεμινιστικό κίνημα κάθε φορά και συμμετέχει ενεργά στα διάφορα κινήματα, αλλά έχει πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει.
Πραγματικά και το δικό μας κόμμα λίγο αντιλαμβάνεται πως η ανδρική κυριαρχία είναι θεμελιώδης άξονας για τη στήριξη και την αναπαραγωγή του συνόλου των σχέσεων κυριαρχίας –υποταγής στις ταξικές κοινωνίες –και στην καπιταλιστική. Ακόμη και γυναίκες που δραστηριοποιούνται σ΄ αυτό, έχουν συγκατατεθεί κατά κάποιο τρόπο στην ανδρική κυριαρχία δεχόμενες το “ανδρικό” ως συνώνυμο με το “φυσικό”, το αυτονόητο, το άφυλο.
Έτσι είναι, λοιπόν, τα πράγματα ακόμη και στο πλαίσιο του «φεμινιστικότερου» από τους πολιτικούς φορείς.
Συνεχίζοντας –και με κίνδυνο να θεωρηθώ μεμψίμοιρη σε μια στιγμή ευφορίας για το κόμμα μας- παίρνω τοις μετρητοίς τη φράση “είμαστε υπό δοκιμήν” του Αλέκου Αλαβάνου και θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι οι θέσεις των γυναικών καθόλου δεν προβλήθηκαν στην τηλεόραση και απουσίαζαν από τις κεντρικές προεκλογικές συγκεντρώσεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης παρόλο που δόθηκε μια μεγάλη ευκαιρία και με το θέμα που προέκυψε εκείνες τις μέρες με το ασφαλιστικό των γυναικών. Επίσης, η τόσο μεγάλη αναφορά στην ανανέωση του κόμματος καθόλου δεν φαίνεται να αφορά τις διαφορές ανδρών και γυναικών ως προς την πολιτική συμμετοχή, εκπροσώπηση και πρόσβαση σε θέσεις ευθύνης και εξουσίας μέσα στον δικό μας πολιτικό χώρο .
* * *
Είναι προφανές πως το κόμμα μας ως οργανισμός της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλει να ασχοληθεί με την αναπαραγωγή των σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ των φύλων και την προσκόλληση των ανδρών στις θέσεις εξουσίας. Η δική μου, ωστόσο, έκκληση αφορά κυρίως τις γυναίκες του κόμματος.
Κατανοώντας τις δυσκολίες, πρέπει να παραδεχθούμε ότι η σοβαρή ενασχόληση με το γυναικείο ζήτημα, απαιτεί μεγάλη δαπάνη δυνάμεων και ξεπέρασμα των δεδομένων προτεραιοτήτων. Από τη δεκαετία του ʽ80, μεταξύ των άλλων, έχουμε μια διαδικασία, όπου οι κινητοποιήσεις των γυναικών -για την αλλαγή στο οικογενειακό δίκαιο, για το δικαίωμα στην άμβλωση, κ.ά.- εξουδετερώνονται και οικειοποιούνται από τον κρατικό φεμινισμό και αντί να κατοχυρώνονται ως γυναικείες κατακτήσεις, φαίνονται ως παροχές του κράτους πρόνοιας. Αυτή η μεγάλη δυνατότητα του κρατικού φεμινισμού να ιδιοποιείται τις κινητοποιήσεις για την απελεύθερωση των γυναικών, βαραίνει ακόμα περισσότερο σήμερα πολύ στις αντικειμενικές δυνατότητες των γυναικών να συνειδητοποιήσουν τους βαθύτερους παράγοντες που ορίζουν την γυναικεία καταπίεση. Έτσι η ισότητα στα δικαιώματα, αντί να αποτελεί σημείο εκκίνησης για την εγκαθίδρυση άλλων σχέσεων ανάμεσα στα φύλα, τείνει μάλλον να αποκρύπτει την εμμονή των κοινωνικών δομών και της ανδρικής κυριαρχίας.( Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάτι παρόμοιο και για το κόμμα μας. Ενώ εισαγάγει την ποσόστωση ως διορθωτικό μέτρο για την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών, λειτουργεί πάλι σε βάρος των γυναικών, χρησιμοποιούμενες συχνά ώς πρακτική ελέγχου στις εκλογές αντιπροσώπων).
Ας εξειδικεύσουμε, όμως, λίγο. Αναφέρεται στις Θέσεις (σελ 9) ότι το νέο εργασιακό καθεστώς για τις γυναίκες είναι δυσμενέστερο και συχνά απολύτως απαράδεκτο. Επισημαίνεται, επίσης, οτι η προωθούμενη ευελιξία και ο κατακερματρισμός της αγοράς εργασίας εφαρμόζονται υπό το πρόσχημα της «εναρμόνισης» της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Όμως, πέρα από την διαπίστωση αυτή και την παρουσία μας στις κινητοποιήσεις, υπάρχει αναγκαιότητα να ανακινήσουμε πάλι θέματα που έχουν εισαχθεί στην φεμινιστική θεωρία, όπως: τι ιδιομορφίες έχουν η γυναικεία εργασία και η γυναικεία εργατική δύναμη. Να εξετάσουμε πώς η εργασία των γυναικών και των ανδρών αποτελούν μέρος της κατασκευής των φύλων και των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Ένα σημαντικό ερώτημα που τίθεται είναι πώς κατασκευάζονται τα «γκέτο της γυναικείας εργασίας» και γιατί απαξιώνεται η εργασία που κάνουν οι γυναίκες για το λόγο ακριβώς οτι την κάνουν γυναίκες;
Επιπλέον: η εμπειρία των γυναικών έχει τις ρίζες της όχι μόνο στην παραγωγική διαδικασία, αλλά σε ένα ολόκληρο σύνολο δραστηριοτήτων και πρακτικών που έχουν να κάνουν με την αναπαραγωγή και τη φροντίδα. Για παράδειγμα, η έννοια της φροντίδας (επίκαιρη με αφορμή το ασφαλιστικό), από φεμινιστική οπτική, μας δίνει ένα άλλο τρόπο θεώρησης της κοινωνικής πραγματικότητας. Αμφισβητεί την αξιολόγηση της αμειβόμενης εργασίας στο σπίτι ως κατώτερης ιεραρχικά, συχνά η φροντίδα έχει να κάνει με επένδυση που δεν είναι εμπορεύσιμη και αμφισβητεί το ανδρικό εργασιακό πρότυπο που προϋποθέτει εξοντωτικά ωράρια και απαλλαγή από άλλες δεσμεύσεις.
* * *
Υπάρχει, τέλος, το θέμα της αντιπροσώπευσης των γυναικών στο κόμμα αλλά και γενικότερα (ποσοστώσεις), που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αντίλογο - και μέσα στο κόμμα. Έφερε στο προσκήνιο μια νέα προβληματική για την δημοκρατία και την σχέση της με το φύλο, καθώς επίσης, αμφισβήτησε την έννοια «της ιδιότητας του πολίτη», ώς έννοια οικουμενική και ουδέτερη. Έχει σχέση με την παλιά διαμάχη για το γυναικείο ζήτημα ανάμεσα στον «φεμινισμό της διαφοράς» και στον «φεμινισμό της ισότητας», μια συζήτηση που θα μπορούσε να ανοίξει πάλι για να μας εμπλουτίσει θεωρητικά, και να μας βοηθήσει στο θέμα των θετικών διακρίσεων για τις γυναίκες.
Εν κατακλείδι: χρειαζόμαστε μια «αριστερή φεμινιστική οπτική», που απαιτεί μεγαλύτερο και πιό ακριβή προσδιορισμό. Ψήγματα μόνο έδωσα στο μικρό αυτό άρθρο. Η σχετική βιβλιογραφία είναι πλούσια, και υπάρχουν γυναίκες στο χώρο μας που έχουν ασχοληθεί και έχουν προσφέρει επίσης πολλά. Ας τις αξιοποιήσουμε, και ας ανοίξουμε πάλι τέτοια θέματα, το έχουμε ανάγκη ως Αριστερά.
Εύη Πάτκου
Μέλος του Κοκκινοπράσινου Δικτύου του ΣΥΝ