Η παρατεταμένη κρίση του αστικού δικομματικού πολιτικού συστήματος εξουσίας θέτει εκ των πραγμάτων νέα επιτακτικά ερωτήματα στην Αριστερά. Το ερώτημα «μετά το δικομματισμό τι;» δεν το θέτουν μόνο τα συγκροτήματα του Τύπου και τα κανάλια, ούτε τίθεται αποκλειστικά και διατεταγμένα από το γνωστό πολιτικό προσωπικό που οραματίζεται ένα νέο διπολικό σύστημα με αρωγό την Αριστερά σε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Έρχεται από την κοινωνία, τα μέλη, τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και από εκείνους ακόμα που μας προσεγγίζουν για πρώτη φορά.
Στο ίδιο ερώτημα, σε ένα διαφορετικό όμως συσχετισμό δύναμης, απάντησε ο Συνασπισμός και ο ΣΥΡΙΖΑ πειστικά όλη την προηγούμενη περίοδο, της προεκλογικής συμπεριλαμβανομένης. Μίλησε για την πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση, που απονομιμοποιεί το νεοφιλελευθερισμό, οργανώνει τις κοινωνικές αντιστάσεις, αυξάνει τη διεκδικητική ισχύ των κοινωνικών κινημάτων, συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω στο πολιτικό επίπεδο με ένα λόγο ανταγωνιστικό και ταυτόχρονα εναλλακτικό, δηλαδή εφικτό και πραγματοποιήσιμο στα πεδία που διεξάγεται η σύγκρουση.
Προγραμματικά, ο Συνασπισμός στις Θέσεις για το 5ο συνέδριο και ο ΣΥΡΙΖΑ στο σχέδιο εισήγησης για την Πανελλαδική σύσκεψη του Μαρτίου, προχώρησαν και διευκρίνισαν περαιτέρω την πολιτική τους, ερμηνεύοντας την κρίση του δικομματισμού ως αποτέλεσμα της αμφισβήτησης των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων στην υπόσχεση του νεοφιλελευθερισμού για ευημερία και δικαιοσύνη. Τόσο ο Συνασπισμός, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ στην ανάλυσή τους διευκρινίζουν ότι η Αριστερά και ο κόσμος της εργασίας δεν μπορεί να περιμένει τίποτα από το κόμμα του ΠΑΣΟΚ, ούτε από το πολιτικό προσωπικό που διευθύνει το πολιτικό του σχέδιο και οργανώνει τις κοινωνικοπολιτικές εκπροσωπήσεις του. Ο Α. Αλαβάνος (αιφνιδιάζοντας) στη Βουλή και με (διευκρινιστικές) δηλώσεις του λίγο αργότερα, προέκτεινε την παραπάνω ανάλυση –κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο και στις προϋποθέσεις- λέγοντας ότι στην κρίση του δικομματισμού η απάντηση είναι «μια νέα πλειοψηφία και εναλλακτική (κυβερνητική) λύση σε ριζοσπαστική βάση» δηλαδή η διεκδίκηση της εξουσίας από την Αριστερά. Απάντηση που «παίζει» στο πολιτικό παιχνίδι από τη στιγμή που ορίζει την Αριστερά ως τον ανταγωνιστικό και ασυμφιλίωτο πόλο στο νεοφιλελεύθερο δικομματισμό και την ίδια στιγμή φαντάζει ρεαλιστική σε μια συγκυρία που τα γκάλοπ δίνουν πάνω από 20% στην Αριστερά, ενώ ο δικομματισμός συρρικνώνεται στο 55% Ο ισχυρισμός εκτός των άλλων βάζει πρακτικά πολιτικά προβλήματα στο ΚΚΕ για την ανθενωτική του στάση και κάνει ανυπόληπτη την προγραμματική του πρόταση για τη «λαϊκή εξουσία». Την ίδια στιγμή, όμως, εξ αιτίας του από-ιδεολογικοποιημένου τρόπου που παρουσιάζεται το ζήτημα της εξουσίας και της κατάληψής της από την Αριστερά, βάζει σε δοκιμασία την πολιτική γραμμή της περιόδου, αντιφάσκοντας εκτός των άλλων με προγραμματικές προσεγγίσεις για τη δομή της εξουσίας και του κοινωνικού σχηματισμού, στην Ελλάδα και στον κόσμο. Εκ των πραγμάτων ο αόριστος και απροσδιόριστος τρόπος που μπαίνει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας δημιουργεί παρεξηγήσεις και αναπαράγει ένα παραπλανητικό (αστικό) μύθο ότι η ανάληψη της κυβέρνησης ισοδυναμεί με την κατάληψη της εξουσίας. Απόρροια του προηγούμενου είναι ο ισχυρισμός ορισμένων ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα η Αριστερά και οφείλει να παρέχει είναι ένα κυβερνητικό πρόγραμμα εφ όλης της ύλης, υπονοώντας ότι μια αριστερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να υλοποιήσει δια μέσου της κυβέρνησης ένα εναλλακτικό πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων της κοινωνίας και της οικονομίας.
Πρόκειται για ισχυρισμό που διαψεύστηκε οδυνηρά για την Αριστερά σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα που δοκιμάσθηκε τα τελευταία 20 χρόνια και πιο πρόσφατα στην Ιταλία. Οι λόγοι της διάψευσης και της αποτυχίας δεν οφείλονται στο γεγονός πως το πρόγραμμα δεν ήταν όσο θα έπρεπε αναλυτικό ή ευρηματικό, ούτε ότι η σύνθεση της πλειοψηφίας δεν ήταν όσο αριστερή θα έπρεπε, αν και το τελευταίο δεν είναι αβάσιμο. Στην πραγματικότητα αυτό που έπαιξε και έχασε ήταν ένα από τα πάνω σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων με τα κινήματα απόντα ή και σε αντιπαράθεση. Επιβεβαιώθηκε δηλαδή το παλιό, αλλά πάντα επίκαιρο, δεδομένο πως η Αριστερά είναι δύναμη μετασχηματισμού στο κράτος όταν έχει την ικανότητα «να κατακτά δικαιώματα στο εργοστάσιο και δημοκρατία στην κοινωνία». Τότε και μόνο τότε. Το σύστημα εξουσίας που καλείται η Αριστερά να αντικαταστήσει προφανώς δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση, το συναποτελούν οικονομικά συμφέροντα, σχέσεις παραγωγής και διεύθυνσης, κρατικοί θεσμοί, όργανα καταστολής και επιτήρησης, ιδεολογικοί μηχανισμοί και μηχανισμοί πειθάρχησης, με τα ΜΜΕ να αποτελούν ένα πολύ ισχυρό βραχίονα για τα άμεσα και βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του αστικού (και δικομματικού) συστήματος εξουσίας. Όταν μάλιστα το παρόν σύστημα εξουσίας τοποθετηθεί στο διεθνές πλαίσιο, στον παγκοσμιοποιημένο και ασύδοτο καπιταλισμό, όταν ληφθούν υπόψη οι δυνατότητες επιβολής που έχουν όχι μόνο οι πολυεθνικές επιχειρήσεις ή τα χρηματιστικά Funds, αλλά και ο ιμπεριαλιστικός πόλος των ΗΠΑ, ταυτόχρονα με την παραίτηση του εθνικού κράτους από μέσα άσκησης της πολιτικής και οικονομικής λειτουργίας και την εκχώρησή τους σε κέντρα μακριά από τον πολιτικό έλεγχο, όπως η Ε.Ε. και η Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, τότε κάθε ισχυρισμός ότι στα άμεσα καθήκοντά μας είναι η κατάληψη της εξουσίας καθίσταται παραπλανητικός, εάν φυσικά εννοούμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα και όχι να τα διαχειριστούμε. Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να πούμε ότι η Αριστερά οφείλει να περιμένει «τη μεγάλη νύχτα» για την κατάληψη της εξουσίας. Αντίθετα, επισημαίνουμε με τον σαφέστερο τρόπο ότι αυτό που απαιτείται είναι να συνδέσουμε τα άμεσα πολιτικά καθήκοντα της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης στο νεοφιλελευθερισμό με το σχέδιο για την ανατροπή του καπιταλισμού, δηλαδή να μιλήσουμε για τη στρατηγική, τις διαρθρωτικές αλλαγές και το δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό. Είναι προφανές πως αυτή η στρατηγική αντίληψη είναι η πιο παραγωγική από την άποψη της δυνατότητας, που παρέχεται στους πολιτικούς οργανισμούς που την αφομοιώνουν, για άσκηση πολιτικής. Και δεν συμβιβάζεται με καμιά εκδοχή κυβερνητισμού.
Δεν είναι απαραίτητο, ωστόσο, να κάνουμε θεωρητικές αναγωγές προκειμένου να τοποθετηθούμε απέναντι στο ειδικό ζήτημα της διακυβέρνησης. Τα παραδείγματα από την συμμετοχή της αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες οδηγούν σε πολύ απογοητευτικά συμπεράσματα υποδεικνύοντας ισχυρότατα πως επρόκειτο για απολύτως εσφαλμένες επιλογές, στις οποίες η ιδεοληπτική εμμονή στην απλοϊκή ιδέα περί χρησιμότητας υπήρξε διανοητικά εκμαυλιστική. Ας σκεφτούμε τις συμμετοχές του Γαλλικού ΚΚ στις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις μετά το 1981, την οιονεί συγκυβέρνηση του Ιταλικού ΚΚ επί ιστορικού συμβιβασμού, ακόμη και τη δική μας εμπειρία του 1989 και δεκάδες άλλες περιπτώσεις. Αλλά και σήμερα; Τι έγινε, για παράδειγμα, με την κυβέρνηση Πρόντι; Πώς αξιολογείται η πολιτική που υλοποίησε; Παταγώδης αποτυχία με πολύ πιθανές τις καταστροφικές συνέπειες για την Ιταλική ριζοσπαστική Αριστερά.
Ο δρόμος για το κόμμα μας είναι σαφής. Εμβάθυνση και εμπλουτισμός της αριστερής στροφής, μεγαλύτερη αγκύρωση στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες του πληθυσμού, ενίσχυση της ενότητας της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του μοναδικού της ρόλου ως πραγματικής έκφρασης της κοινωνικής αντιπολίτευσης. Έχουμε, άλλωστε, οικοδομήσει πια μια φυσιογνωμία που είναι αναγνωρίσιμη ως διακριτή στο πολιτικό πεδίο. Ο διεθνισμός, ο αντικαπιταλισμός, η προσπάθεια σύνδεσης της αντινεοφιλελεύθερης πάλης με μια συνεκτική πρόταση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, η επιμονή στην ευρωπαϊκή προοπτική όχι λόγω κάποιου -ελληνικής αποκλειστικά πατέντας- «αριστερού ευρωπαϊσμού», αλλά γιατί στο επίπεδο της Ευρώπης είναι που θα κριθεί το μέλλον του σοσιαλισμού, το έμμονο ενδιαφέρον για το φεμινισμό, τον αντιρατσισμό, όλα τα νέα κοινωνικά κινήματα, ο αντικληρικαλισμός, η επιμονή στην καίρια σημασία της υποστήριξης των μεταναστών και των μειονοτήτων, η αντίληψη για την πολιτική προτεραιότητα του οικολογικού προβλήματος σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, δίνουν στο χώρο μας μια σαφή, εξαιρετικά ριζοσπαστική, αριστερή ταυτότητα, πολύ ελκυστική για μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που κατανοούν όλο και περισσότερο πως το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, όπως εκφωνείται και εφαρμόζεται από Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, δεν κάνει άλλο από το να επιδεινώνει τις συνθήκες και να απαξιώνει τη ζωή. Ο,τιδήποτε θολώνει αυτήν την ταυτότητα βλάπτει σοβαρά την προοπτική του χώρου μας.
Ας μην μπερδεύουμε όλους αυτούς που πολύ ενδιαφέρονται πια γιʼ αυτά που κάνουμε. Από μας περιμένουν να συνεχίσουμε με διαρκώς καλύτερο τρόπο όσα ήδη έχουμε αναλάβει. Είναι βέβαιο, πάντως, πως δεν μας ονειρεύονται ως μια βελτιωμένη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας. Και εξίσου βέβαιο είναι πως η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά δεν θα παρασυρθεί σε τέτοια αδιέξοδα.