Ξεκίνησε σε κοινή συνεδρίαση των επιτροπών μορφωτικών υποθέσεων και παραγωγής και εμπορίου η συζήτηση του σχεδίου νόμου για το «θεσμικό πλαίσιο έρευνας και τεχνολογίας».
Στη συζήτηση οι βουλευτές του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς ανέδειξαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τομέας της έρευνας στην Ελλάδα:
• Υποχρηματοδότηση της έρευνας. Οι δημόσιες δαπάνες για την έρευνα είναι καθηλωμένες στο 0,6% του ΑΕΠ, όταν ο ευρωπαϊκός στόχος είναι 1,5% σε πρώτη φάση και 3% μελλοντικά.
• Έλλειψη εθνικού σχεδιασμού για την έρευνα
• Εγκατάλειψη της βασικής έρευνας
• Απαξίωση της έρευνας στις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές επιστήμες, καθώς δεν έχει άμεσο ενδιαφέρον για την αγορά
• Απροθυμία του ιδιωτικού τομέα να επενδύσει στον τομέα της έρευνας. Επιλογή και υποβοήθηση του ιδιωτικού τομέα να χρησιμοποιεί τα εθνικά ερευνητικά κέντρα και τα ΑΕΙ ως φτηνό εργατικό δυναμικό.
• Ανεξέλεγκτη και χωρίς τεκμηρίωση δημιουργία ερευνητικών ινστιτούτων εν μία νυκτί για πελατειακούς λόγους
• Αδυναμίες στη σύνδεση της έρευνας με την εκπαίδευση
«Η Ν.Δ. από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής της υποσχέθηκε ότι εντός 100 ημερών θα καταθέσει νόμο για την οργάνωση της έρευνα που θα ισχύει για τα προσεχή είκοσι (20) χρόνια. Τέσσερα χρόνια μετά πορεύεται με αποσπασματικές τροπολογίες στη Βουλή και με Υπουργικές αποφάσεις σπέρνει νέα ερευνητικά ινστιτούτα χωρίς κανέναν μακροχρόνιο σχεδιασμό. Οι ίδιοι βεβαίως μετά από λίγα χρόνια θα καταγγέλλουν το ερευνητικό σύστημα για τον άναρχο τρόπο ανάπτυξή τους.
Η Ν.Δ. είχε μια ευκαιρία που της παρείχε η ευνοϊκή προδιάθεση της ερευνητικής κοινότητας για μια θετική υπέρβαση του υφισταμένου νομοθετικού πλαισίου. Τη σπατάλησε αφαιρώντας όλες τις αναφορές και δεσμεύσεις, που υπήρχαν σε προηγούμενο σχέδιο, για τη δέσμευση της πολιτείας να χρηματοδοτήσει από ιδίους πόρους ένα εθνικό πρόγραμμα ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτό που μένει είναι η θεσμοθέτηση μιας νέας γραφειοκρατίας και μερικές θέσεις για να βολευτούν “ημέτεροι”».
«Το σχέδιο νόμου δεν απαντάει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η έρευνα στην Ελλάδα, αλλά αναλώνεται στη θεσμοθέτηση μιας νέας γραφειοκρατικής δομής που θα υπονομεύει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα αλλά και τη διαφάνεια της χρηματοδότησης της έρευνας.
Ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια αποδυνάμωσης των ερευνητικών κέντρων με στόχο την ηθική απαξίωση και στη συνέχεια την κατεδάφιση κάθε δημόσιας δομής. Στόχος στη θέση του κοινωνικού οφέλους να μπουν τα συμφέροντα της αγοράς και η κερδοφορία των επιχειρήσεων
Για να συζητάμε όμως σοβαρά για το θεσμικό πλαίσιο της έρευνας πρέπει προηγουμένως να εξασφαλιστούν τρεις βασικές προϋποθέσεις, που σήμερα δεν πληρούνται:
• Γενναία αύξηση της εθνικής χρηματοδότησης
• Δημιουργία σημαντικού αριθμού νέων θέσεων ερευνητικού προσωπικού (Σε αντιστοιχία με τον αριθμό των νέων ινστιτούτων που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια)
• Ουσιαστική αύξηση των αποδοχών του ερευνητικού προσωπικού».
«Μια σειρά από σημαντικά ζητήματα -και μάλιστα σε ένα νόμο που αφορά το πλαίσιο για την έρευνα και φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως τέτοιο για δεκαετίες- δεν περιγράφονται αναλυτικά. Ούτε πρακτικά, ούτε έστω σε επίπεδο πολιτικών στόχων, αλλά θα αποφασιστούν με πάνω από 50 υπουργικές αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα. Μεταξύ των θεμάτων αυτών είναι και η ίδρυση νέων ερευνητικών κέντρων.
Αποφασίζεται δηλαδή η διαιώνιση του καθεστώτος όπου κάθε Υπουργός Ανάπτυξης θα ιδρύει ανεξέλεγκτα ερευνητικά κέντρα στην εκλογική του περιφέρεια, καλλιεργώντας έτσι πελατειακές σχέσεις αλλά υποβαθμίζοντας την έρευνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι με αντίστοιχη διαδικασία και με απόφαση του κ. Σιούφα ιδρύθηκαν εν μία νυκτί τέσσερα νέα ερευνητικά ινστιτούτα σε Καρδίτσα, Τρίκαλα και Λάρισα».
«Ολόκληρο το σχέδιο νόμου διαπνέεται από τη λογική της ευθύνης του δημόσιου τομέα, των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων, για τη χαμηλή σύνδεση με την παραγωγή, με την πρακτική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, για τις χαμηλές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα στον τομέα της έρευνας. Όμως η μη διάχυση της τεχνολογικής γνώσης και η μη ενσωμάτωσή της στις επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν είναι πρόβλημα ανεπαρκούς προσφοράς γνώσης και ανθρωπίνου κεφαλαίου από τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Αντίθετα είναι κυρίως πρόβλημα ανεπαρκούς ζήτησης από κακό- ή καλο-μαθημένες επιχειρήσεις, που στηρίζουν την ανταγωνιστικότητά τους σε άλλες μεθόδους (χαμηλό κόστος, κρατικοδίαιτος τζίρος, παραοικονομία και φορο-εισφορο-διαφυγή). Για ακόμη μία φορά η αγοραία λατρεία του ιδιωτικού τυφλώνει».
«Δυστυχώς το σχέδιο νόμου για την έρευνα δεν μπορεί να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών. Όσο κι αν προσπάθησα οι μόνοι στόχοι που μπόρεσα να διακρίνω είναι:
1. η απαξίωση και σταδιακή διάλυση της ΓΓΕΤ και δημιουργία ενός νέου φορέα για τη διαχείριση της έρευνας. Μεταξύ άλλων στο νέο αυτό φορέα θα μπορέσουν να βρουν φιλόξενη στέγη και διάφορα γαλάζια παιδιά
2. η λογιστική συνένωση όλων των δαπανών για έρευνα, ώστε να πιάσει η κυβέρνηση πλασματικά τον στόχο του 1,5% για την έρευνα χωρίς να προχωρήσει σε αύξηση των κονδυλίων.
3. ο περαιτέρω προσανατολισμός της έρευνας προς την άμεση οικονομική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της και τη σύνδεση της με ιδιωτικοοικονομικά και όχι με ακαδημαϊκά κριτήρια»