Το επείγον και πολύ σημαντικό για την Ελλάδα ζήτημα του Αειφορικού Ενεργειακού Σχεδιασμού αναδεικνύουν οι 14 βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς με επερώτησή τους προς τον Υπουργό Ανάπτυξης. Ως γνωστόν η Ελλάδα έχει καθυστερήσει επικίνδυνα στη χάραξη ενός Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού με προγραμματισμό, προοπτική, σεβασμό στο περιβάλλον και ασφάλεια εφοδιασμού. Ένας τέτοιος σχεδιασμός οφείλει να προωθεί τη Χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), να στοχεύει στον Περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας τουλάχιστον κατά 20% και να κάνει Χρήση νέων τεχνολογιών καύσης για μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση, στην οποία εντάσσεται και ο εκσυγχρονισμός των υπαρχουσών εγκαταστάσεων τόσο σε αύξηση της απόδοσης όσο και σε μείωση των εκπομπών.
Το πλήρες κείμενο της επερώτησης έχει ως εξής:
Προς τον κ. Υπουργό Ανάπτυξης
Θέμα: «Αειφορικός» ενεργειακός σχεδιασμός
Είναι γνωστή και μετρήσιμη η αναλογική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην παραγωγή ενέργειας και παραγωγής ρύπων σήμερα στη χώρα μας. Είναι επίσης γνωστή η θεσμοθετημένη θέληση της ΕΕ και της παγκόσμιας κοινότητας με διαρκή μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Με δεδομένα τα παραπάνω, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την παραγωγή ενέργειας στη χώρα μας με προγραμματισμό, προοπτική, σεβασμό στο περιβάλλον και ασφάλεια εφοδιασμού θα είχε ως στόχους:
ΑΠΕ: όπως προβλέπεται από την Οδηγία 2001/77/ΕΚ οι ΑΠΕ πρέπει να παρέχουν το 20,1% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στα 25 κράτη μέλη της ΕΕ μέχρι το 2010. Μέχρι σήμερα στη χώρα μας το ποσοστό αυτό ανέρχεται μόλις το 0,7% και όπως φαίνεται στην έκθεση που δημοσίευσε η Επιτροπή το 2006 (COM(2006)849), στην Ελλάδα απαιτούνται εντονότερες επιπρόσθετες προσπάθειες για την επίτευξη του στόχου το 2010. Οι ΑΠΕ συγκεντρώνουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη, διότι μειώνουν την ατμοσφαιρική ρύπανση, μειώνουν τις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου για τα οποία διαφορετικά θα πρέπει συνεχώς να πληρώνουμε υπέρογκα ποσά για αγορά δικαιωμάτων και για πρόστιμα. Επιπλέον, βελτιώνουν την ασφάλεια εφοδιασμού, μειώνουν την μακροπρόθεσμη αστάθεια των τιμών όταν χρησιμοποιούμε ορυκτά καύσιμα, προσφέρουν ανταγωνιστικότερο πλεονέκτημα στην ενεργειακή βιομηχανία της χώρας και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Αποτελούν την πλέον συμβατή αειφορική, περιβαλλοντική πρόταση του ενεργειακού μίγματος. Σε κάθε περίπτωση ένα πράγμα πρέπει να γίνει σαφές• η πυρηνική ενέργεια δεν αποτελεί εναλλακτική ή ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Περιορισμός της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20%: Η εξοικονόμηση ενέργειας αναγνωρίζεται ως σημαντικό μέρος της λύσης στο παγκόσμιο πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών γιατί είναι η πιο φθηνή και καθαρή ενέργεια. Δυστυχώς στο συγκεκριμένο τομέα η μέχρι σήμερα συμπεριφορά της χώρας είναι απαράδεκτη. Η οδηγία 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006 για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης της τελικής χρήσης και την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της ενέργειας, αναμένεται να αλλάξει μακροπρόθεσμα τον τρόπο διάθεσης της ενέργειας στην αγορά, οδηγώντας σε μεγάλη εξοικονόμηση ενέργειας. Στο πλαίσιο της οδηγίας τα κράτη μέλη θα πρέπει να υιοθετήσουν τρία πολυετή Σχέδια Δράσης Ενεργειακής Απόδοσης. Το πρώτο τέτοιο σχέδιο, θα έπρεπε να υποβληθεί όχι αργότερα από τις 30 Ιουνίου 2007 και θα περιελάμβανε και έναν ενδιάμεσο εθνικό ενδεικτικό στόχο εξοικονόμησης ενέργειας για το τρίτο έτος εφαρμογής της οδηγίας. Η Ελλάδα δεν παρουσίασε ένα τέτοιο σχέδιο στην προβλεπόμενη ημερομηνία και επιπλέον δεν υπάρχουν αποτελέσματα από την προώθηση και εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Δράσης της χώρας ως προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το πρωτόκολλο του Κιότο. Για την εξοικονόμηση ενέργειας, που αποτελεί την πλέον καθαρή παραγωγή και ο περιορισμός κατά 20% μέχρι το 2020 είναι στόχος των κρατών μελών της ΕΕ, βεβαίως απαιτούνται κίνητρα για την εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, για τα οποία πρέπει να υπάρχει, μετά τη θεσμοθέτησή τους, κατʼ αρχήν πληροφόρηση και διακριτή αποτελεσματικότητα.
Νέες τεχνολογίες καύσης για μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση: Οι τεχνολογίες καθαρού άνθρακα είναι αναγκαίες για την αναβάθμιση των υφιστάμενων μονάδων και όχι για τη δημιουργία νέων. Στην Ελλάδα, οι υφιστάμενες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη είναι ιδιαίτερα χαμηλής αποδοτικότητας και υψηλής ρύπανσης. Να σημειώσουμε ότι τα επίπεδα ορισμένων ρύπων, όπως μονοξείδιο του άνθρακα (CO), οξείδια του αζώτου (NOx), διοξείδιο του θείου, μικροσωματίδια PM10, ξεπερνούν τα επίσημα όρια σχεδόν κάθε ημέρα. Η δραματική μείωση των λιγνιτικών αποθεμάτων λόγω της μακράς υπερεκμετάλλευσης από τη ΔΕΗ αποτελεί μία νέα παράμετρο που πρέπει να εξεταστεί, γιατί είναι προφανές ότι θα παύσουν σύντομα να αποτελούν ασφαλή επιλογή για τον μακροπρόθεσμο ενεργειακό σχεδιασμό.
Η Ελλάδα προχώρησε αναγκαστικά, για λόγους κυρίως ασφάλειας του εφοδιασμού στην εισαγωγή του φυσικού αερίου, χωρίς να λάβει μέτρα για την άμεση διοχέτευσή του στα νοικοκυριά και την βιομηχανία. Είναι γνωστό ότι η διείσδυση του φυσικού αερίου στην αστική κατανάλωση, όχι μόνο δεν είναι η αναμενόμενη αλλά απέχει πολύ από το να θεωρηθεί στοιχειωδώς ικανοποιητική. Επιπλέον, σημαντικές είναι οι καθυστερήσεις στις επεκτάσεις των δικτύων διανομής σε νέες περιοχές, καθώς και στη δημιουργία των νέων ΕΠΑ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Κυβέρνηση δεν έχει υποβάλει αιτήσεις για προγράμματα σχετικά με την επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου στη Δυτική Ελλάδα.
Στην Ελλάδα οι εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής ευθύνονται για πάνω από το 50% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τα πρόσφατα ενεργειακά σχέδια της ΕΕ προωθούν την μείωση των ρυπογόνων αερίων κατά 20% μέχρι το 2020. Όμως, η χρήση των ΑΠΕ στη χώρα μας κυμαίνεται στο 0,7% και η ενεργειακή αποδοτικότητα είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ.
Το ΥΠΑΝ και η ΔΕΗ δεχόμενοι ότι σύντομα δεν θα έχουμε επάρκεια λιγνίτη στη χώρα επιλέγουν ως λύση την παραγωγή ενέργειας με το πλέον ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο τον εισαγόμενο και ακριβό λιθάνθρακα, θέτοντας το δίλλημα «λιθανθρακικές ή πυρηνικές μονάδες». Την ίδια στιγμή που η RWE (η αντίστοιχη γερμανική ΔΕΗ) και η Evonic αναστέλλουν τα σχέδιά τους για εγκαταστάσεις λιθανθρακικών μονάδων στη Γερμανία, επειδή τις θεωρούν ρυπογόνες και μη αποδοτικές λόγω του τεράστιου κόστους για αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων και των τεράστιων προστίμων που θα υποχρεούνται να καταβάλλουν, στην Ελλάδα η RWE σχεδιάζει τις πιο ρυπογόνες εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής, τις οποίες η πρώτη εξ αυτών επιχειρεί να πουλήσει προς τη ΔΕΗ.
Έτσι εμφανίζονται το τελευταίο διάστημα προτάσεις για πέντε (5) νέες λιθανθρακικές μονάδες (Αστακός, Μαντούδι, Αλμυρός/Νέα Καρβάλη, Λάρυμνα, Άσπρα Σπίτια), για τις δύο από τις οποίες η ΡΑΕ ήδη γνωμοδότησε θετικά (Μαντούδι, Άσπρα Σπίτια). Οι άδειες αυτές που εκδίδονται με διάρκεια 30 ετών, δηλαδή μέχρι το 2040 περίπου. Mε το να επενδύουμε σε μια κρίσιμη στιγμή σε «βρώμικες» εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής για τις οποίες θα αναγκαζόμαστε να αγοράζουμε δικαιώματα εκπομπής από τον διεθνή χώρο εμπορίας αερίων ρύπων, αυξάνουμε το κόστος της κιλοβατώρας το οποίο θα μετακυλίεται στον καταναλωτή.
Αυτό σημαίνει απλά ότι ο πολίτης θα είναι διπλά ζημιωμένος. Πρώτον, διότι υποβαθμίζεται το περιβάλλον όπου πραγματοποιούνται τέτοιες εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής και δεύτερον διότι θα πληρώνει περισσότερο την κιλοβατώρα, χωρίς να είναι δική του επιλογή. Με άλλα λόγια η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» δεν θα εφαρμόζεται, αφού ο πολίτης θα πληρώνει τις συνέπειες από τις επιλογές της ΔΕΗ, του ΥΠΑΝ, και των λοιπών εταιριών ηλεκτροπαραγωγής. Η αποδοχή του περιβαλλοντικού κόστους με το να εισάγουμε λιθάνθρακα θα μετεξελιχθεί σύντομα και σε καθαρά οικονομικό κόστος, από το οποίο δεν θα μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα.
Ερωτάται ο κ. Υπουργός Ανάπτυξης: