Ο βουλευτής στην εισήγησή του επισήμανε:
«Ο τομέας της έρευνας στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, όπως:
- η υποχρηματοδότηση (0,6% του ΑΕΠ, ενώ ο ευρωπαϊκός στόχος είναι 1,5% σε πρώτη φάση και 3% μελλοντικά)
- η απουσία ερευνητικής δυναμικής στον ιδιωτικό τομέα, τη χρησιμοποίηση των εθνικών ερευνητικών κέντρων και των ΑΕΙ ως φτηνό εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις (οι δαπάνες του ιδιωτικού τομέα για έρευνα αντιστοιχούν στο 16-20% των συνολικών δαπανών, ενώ αυτός απορροφά το 32% των κονδυλίων)
- η έλλειψη εθνικού σχεδιασμού (το ερευνητικό σύστημα της χώρας μας επιβιώνει στην πράξη λόγω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, και όχι κάποιου «εθνικού σχεδιασμού για την έρευνα»)
- η εγκατάλειψη της βασικής έρευνας και της έρευνας στις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές επιστήμες, έλλειψη σύνδεσης της έρευνας με την εκπαίδευση
- το καθεστώς εργασίας των ερευνητών και του ειδικού προσωπικού, που συχνά δεν αμείβονται ικανοποιητικά, είναι συμβασιούχοι ή εργάζονται σε προγράμματα συγκεκριμένης διάρκειας, ενώ βέβαια υπάρχουν και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές οι οποίοι συχνά δουλεύουν σε μαύρο καθεστώς από άποψη αμοιβών και με εξευτελιστικές αποζημιώσεις».
Για την παράδοση της έρευνας στις επιχειρήσεις, ανέφερε:
«Το θεσμικό πλαίσιο που προτείνεται, διαπνέεται απολύτως από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία η οποία επιδιώκει την ηθική απαξίωση και στη συνέχεια την κατεδάφιση κάθε δημόσιας δομής και υποβαθμίζει το κοινωνικό όφελος για να ενισχύσει τα συμφέροντα της αγοράς και την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα διάφορα όργανα που δημιουργεί προβλέπονται μεμονωμένα πρόσωπα από τον χώρο των επιχειρήσεων (ούτε καν εκπρόσωποι συλλογικών φορέων των επιχειρηματιών, δηλαδή) αλλά όχι εκπρόσωποι των ερευνητών, των επιστημονικών ενώσεων, των εργαζομένων στα ερευνητικά κέντρα.
Επιπλέον μια σειρά από σημαντικά ζητήματα (και μάλιστα σε ένα νόμο που φιλοδοξεί να λειτουργήσει για δεκαετίες) θα αποφασιστούν με υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα κ.λπ. (πάνω από 50). Μεταξύ των θεμάτων που επιλύονται με προεδρικά διατάγματα είναι και η ίδρυση νέων ερευνητικών κέντρων. Αποφασίζεται δηλαδή η διαιώνιση του σημερινού καθεστώτος, όπου κάθε υπουργός ανάπτυξης ιδρύει ανεξέλεγκτα ερευνητικά κέντρα στην εκλογική του περιφέρεια, καλλιεργώντας έτσι πελατειακές σχέσεις αλλά υποβαθμίζοντας την έρευνα».
Τέλος, κάνοντας συνολική αποτίμηση του νομοσχεδίου ο Τάσος Κουράκης τόνισε:
«Σύμφωνα με το νομοσχέδιο η υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδιασμού θα γίνεται μέσα από το Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΠΕΤ) που μόνο εθνικό δεν θα είναι αφού θα υλοποιηθεί κατά βάση από χρηματοδοτήσεις του 7ου προγράμματος πλαισίου της ΕΕ σε τομείς και προτεραιότητες που δρομολογούνται από την κοινότητα στη λογική της ανταγωνιστικότητας με όρους αγοράς.
• Τα ερευνητικά κέντρα συνδέονται με την οικονομική εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων αποκλείοντας ουσιαστικά την ενασχόληση με βασική έρευνα, με ανθρωπιστικές και εν γένει κοινωνικές επιστήμες, ενώ στα τεχνολογικά κέντρα ανατίθεται ακόμη και η προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
• Σε οργανωτικό επίπεδο γίνεται σαφής σε όλα τα επίπεδα η απόλυτη κυριαρχία των εκπροσώπων των επιχειρήσεων.
• Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ) που αποτελεί τον υπερσύμβουλο του κράτους μόνο εθνικό δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε, καθώς έχει μόνο εμπειρογνώμονες επιλεγμένους από την κυβέρνηση και την εργοδοσία.
• Ο ρόλος του Υπουργείου Παιδείας στην έρευνα παραμένει συμπληρωματικός, αφού τον κύριο ρόλο κρατά το Υπουργείο Ανάπτυξης
Τελικά, με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι στόχοι του σχεδίου νόμου είναι:
1. να συνενωθούν λογιστικά κάτω από μια κοινή ομπρέλα (αυτή της Διυπουργικής επιτροπής για την έρευνα και την τεχνολογία ΔΕΕΤ) όλες οι δαπάνες της έρευνας σε διάφορους φορείς και υπουργεία, ώστε να πιάσει η κυβέρνηση πλασματικά τον στόχο του 1,5% για την έρευνα χωρίς να προχωρήσει σε αύξηση των κονδυλίων για την έρευνα, και
2. να ανοίξει η πόρτα της περαιτέρω κατεύθυνσης της έρευνας προς την άμεση οικονομική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της και τη σύνδεση της με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όχι με ακαδημαϊκά και γνώμονα το κοινωνικό όφελος».