ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κυρία Πρόεδρε, ο κύριος Υπουργός ευχαρίστησε τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. για την επερώτηση που καταθέσαμε και για τις συγκεκριμένες προτάσεις που κάναμε.
Κύριε Υπουργέ, θέλω κι εγώ να σας ευχαριστήσω για τα καλά σας λόγια, αλλά, ξέρετε, το θέμα που συζητάμε είναι ένα θέμα που συγκρούονται συμφέροντα και επομένως το «ευχαριστώ» πρέπει να μεταφραστεί, αν μπορούσε, στην υλοποίηση των προτάσεων που κάναμε ή όσες απʼ αυτές, εν πάση περιπτώσει, θεωρείτε ότι πρέπει να υλοποιηθούν.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΩΛΙΑΣ (Υπουργός Ανάπτυξης): Το είπα αυτό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Από την ομιλία σας, όμως, πρέπει να πω ότι πολλαπλασιάστηκαν τα ερωτήματα, τα οποία είχαμε αρχικά, διότι όταν μας λέτε –παραδείγματος χάρη- ότι η ΔΕΗ ενσωματώνει στην καθημερινή της πρακτική τα θέματα του περιβάλλοντος και ότι κατά κάποιο τρόπο δεν υπάρχει πρόβλημα, αυτό δείχνει μια συγκάλυψη των προβλημάτων.
Και εδώ πάλι δεν είναι θέμα προσωπικών προθέσεων. Η ΔΕΗ δεν μπορούσε παρά να καταστρέφει το περιβάλλον, αφού η εντολή που είχε από τις κυβερνήσεις ήταν να παράγει ενέργεια με λιγνίτη! Η ΔΕΗ δεν μπορεί να κάνει καθημερινή της πρακτική την προστασία του περιβάλλοντος ούτε σήμερα, διότι η Διοίκηση της ΔΕΗ πρέπει να λαμβάνει υπʼ όψιν της την τιμή της μετοχής και επομένως, αν πάρει τα μέτρα που πρέπει να παρθούν, θα έχει επιπτώσεις σε διάφορες οικονομικές παραμέτρους.
Αυτά είναι ακριβώς τα προβλήματα που εμείς προσπαθούμε να δείξουμε. Αυτά είναι τα θέματα, στα οποία εισήλθε η εισήγηση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη στην αρχή, όχι στο αν υπάρχει θέμα περιβάλλοντος και δίλημμα περιβάλλον ή ανάπτυξη, αλλά πώς θα εξασφαλίσουμε ενεργειακή επάρκεια της χώρας, πώς θα πετύχουμε ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, με ποιον τρόπο θα το πετύχουμε αυτό, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε την αειφορία. Και εκεί ακριβώς είναι οι κατευθύνσεις της δικής μας πολιτικής.
Ένα άλλο σχόλιο που ήθελα να κάνω, πριν περάσω ξανά στις δικές μας προτάσεις και ιδέες, είναι αυτό που είπατε, ότι θέλετε να εξασφαλιστεί για τη χώρα μας μία θέση «κλειδί» στο διεθνή ενεργειακό χάρτη.
Εμείς συμφωνούμε σʼ αυτό. Το ερώτημα είναι τι εννοούμε «κλειδί». Διότι το παράδειγμα, το οποίο αναφέρθη, είναι ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης και γενικά οι αγωγοί, υπάρχει μια αντίληψη τέτοια γενικότερα. Είναι λάθος αυτή η αντίληψη.
«Κλειδί» στον ενεργειακό χάρτη του μέλλοντος θα πάρουν οι χώρες εκείνες που θα αναπτύξουν τεχνολογίες που συνδέονται ακριβώς με τις νέες μορφές ενέργειας που θα επικρατήσουν παγκοσμίως μετά από δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια.
«Κλειδί» στις παγκόσμιες εξελίξεις θα καταλάβουν οι χώρες που θα έχουν διαμορφώσει τις ανάλογες πολιτικές.
«Κλειδί» θα είναι οι χώρες που θα έχουν διαμορφώσει κουλτούρες, συμπεριφορές, κοινωνικές συνήθειες, οι οποίες θα στηρίζονται στην εξοικονόμηση ενέργειας, στη σωστή χρήση της ενέργειας, στο σεβασμό του περιβάλλοντος, μέχρις ότου αυτό γίνει στοιχείο της καθημερινής μας ζωής.
Έτσι θα προσεγγίζαμε εμείς αυτό το ζήτημα, χωρίς να μειώνουμε τη σημασία και άλλων παραμέτρων που σήμερα εμφανίζεται να έχουν την άλφα ή τη βήτα σημασία.
Εκείνο το οποίο θα ήθελα να τονίσω, μετά από όσα ελέχθησαν από τους συναδέλφους Βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., είναι ότι ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχείται από ορισμένες παγκόσμιες τάσεις.
Μια από αυτές τις τάσεις είναι η επαναχωροθέτηση, κατά κάποιον τρόπο, η παγκόσμια επαναχωροθέτηση ρυπογόνων βιομηχανιών, ιδιαίτερα των μονάδων παραγωγής ενέργειας σε χώρες, όπου η προστασία του περιβάλλοντος είναι χαλαρή.
Αυτή είναι μία παγκόσμια τάση. Στο πλαίσιο αυτό, αρκετές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η γερμανικών συμφερόντων RWE, αναζητούν χώρες για να εγκαταστήσουν μονάδες λιθάνθρακα, οι οποίες στις χώρες τους δεν είναι αποδεκτές. Στην προκειμένη περίπτωση, έγινε και δημοψήφισμα στην περιοχή, όπου επρόκειτο να γίνουν αυτές οι μονάδες και οι τοπικές κοινωνίες απέρριψαν τη δημιουργία μονάδων λιθάνθρακα. Αυτός είναι ο βασικός λόγος. Υπάρχουν και άλλες οικονομικές παράμετροι λόγω του κόστους των ρύπων κ.λπ.
Η συγκεκριμένη, λοιπόν, εταιρεία τι κάνει; Διαμόρφωσε ένα νέο επιχειρησιακό σχέδιο και προβλέπει να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 40 εκατομμύρια τόνους ως το 2012, από τους 187 εκατομμύρια τόνους που είναι σήμερα και προτίθεται, επίσης, να τριπλασιάσει το ποσοστό ενέργειας που παράγει η ίδια από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Αυτά σχεδιάζει να κάνει η RWE. Και αυτά τα είπε ο κ. Γκρόστον, εκπρόσωπός της, στους «FINANCIAL TIMES», στις 23-2-2008, πρόσφατα, δηλαδή. Για να πετύχει τους σκοπούς της αυτή η εταιρεία αναζητά πρόθυμους αποδέκτες των ρυπογόνων μονάδων της σε χώρες, όπως είπε ο ίδιος, της νοτιοανατολικής Ευρώπης -αναφέρθηκε και η Ελλάδα, συγκεκριμένα- είτε μέσω συνεργασιών είτε μέσω ιδιωτικοποιήσεων.
Αυτό είναι το πρόβλημα, κύριε Υπουργέ, στο οποίο θα περιμέναμε σήμερα μία συγκεκριμένη απάντηση. Αναφέρθηκε η συνάδελφος πριν στις διαδηλώσεις του κόσμου στην Καβάλα και σε άλλες περιοχές. Είχαμε επεισόδια και έχουμε διαρκή επεισόδια κάθε φορά που το Διοικητικό Συμβούλιο της Δ.Ε.Η. προσπαθεί να πάρει μία σχετική απόφαση. Ποια είναι η θέση της Κυβέρνησης σε αυτό; Η ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι οι στρατηγικοί στόχοι της συγκεκριμένης εταιρείας μπορούν να συνδυαστούν με τις δικές μας επιδιώξεις; Δηλαδή, θεωρεί η ελληνική Κυβέρνηση ότι αυτά που δεν μπορεί να κάνει στη Γερμανία η εν λόγω εταιρεία, μπορεί να τα κάνει στην Ελλάδα; Και μπορούν να ενταχθούν οργανικά στους δικούς της κυβερνητικούς σχεδιασμούς;
Εμείς, ίσα-ίσα, θεωρούμε ότι και γιʼ αυτό το λόγο, μαζί με όλους τους άλλους που αναφέρθηκαν, πρέπει να χαράξουμε μια σαφή, μακρόχρονη ενεργειακή στρατηγική που θα εξασφαλίζει την ενεργειακή επάρκεια και την ασφάλεια της χώρας, χωρίς να καθιστά «ενεργειακή χωματερή» της Ευρώπης την Ελλάδα. Δε μπορεί να γίνει. Το είπε και ο Πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο Αλέκος Αλαβάνος πριν. Δε μπορεί να γίνει. Και να θέλετε, δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Στο πρακτικό ερώτημα, λοιπόν, τι κάνουμε, εμείς συμπυκνώνουμε την πρότασή μας στο εξής: Επαναφέρουμε το μακροχρόνιο σχεδιασμό και το δημοκρατικό προγραμματισμό σε ό,τι αφορά τον ενεργειακό μετασχηματισμό που πρέπει να γίνει στη χώρα μας. Και λέω «επαναφέρουμε», διότι δυστυχώς, οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ενώ υπήρχαν αυτά -και μάλιστα, η ιδέα του δημοκρατικού προγραμματισμού εισήχθη από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη δεκαετία του ʼ80- μετά οι ίδιες οι κυβερνήσεις του Κόμματος αυτού στην ουσία απέσυραν και τα δεκαετή προγράμματα που έκανε παλαιότερα η Δ.Ε.Η. και την ιδέα του δημοκρατικού προγραμματισμού.
Για να δώσω μεγαλύτερη έμφαση και να εξηγήσω το γιατί επιμένουμε στην πρότασή αυτή, ως τη βασική πολιτική πρόταση, θα ήθελα να αναφέρω ένα ιστορικό παράδειγμα. Πρέπει να ήταν το 1932 που, σε ένα συνέδριο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, διατυπώθηκε για πρώτη φορά τότε, από καθηγητές του Πολυτεχνείου, η ιδέα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει βαριά βιομηχανία. Επισημαίνω ότι πρόκειται για μια εποχή που η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι, όχι μόνο βαριά βιομηχανία δεν μπορεί να αναπτύξει η Ελλάδα, αλλά ούτε καν βιομηχανία. Και μετά, βεβαίως, η Αριστερά πήρε αυτή την ιδέα, την επεξεργάστηκε περαιτέρω κ.λπ.
Εμείς, λοιπόν, αποδίδουμε σήμερα ανάλογη σημασία. Δηλαδή τη θέση της βαριάς βιομηχανίας, που υπήρχε τότε ως πρόβλημα και ως δυνατότητα για τη χώρα μας, σήμερα την παίρνει η ανάγκη και η δυνατότητα σχεδιασμού μιας αειφόρου ενεργειακής ανάπτυξης.
Η ανάπτυξη και ο ενεργειακός μετασχηματισμός μπορεί και πρέπει να γίνει ο μοχλός για ένα γενικότερο επανασχεδιασμό της ανάπτυξης της χώρας μας. Ήδη οι συνάδελφοι Βουλευτές έκαναν αρκετούς τέτοιους συνδυασμούς και συσχετισμούς και με το χωροταξικό σχεδιασμό και με τις συγκοινωνίες, τις μεταφορές και την ευρύτερη ανάπτυξη της χώρας.
Τι προβλήματα θα βλέπαμε να επιλύονται μέσα στα πλαίσια ενός τέτοιου σχεδιασμού; Πρώτον, το πρόβλημα των επιλογών. Εμείς δεν αγνοούμε ότι υπάρχουν διλήμματα. Ίσα-ίσα, επειδή υπάρχουν διλήμματα, λέμε ότι αυτά δεν μπορούν να λυθούν με όρους αγοράς. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι η αγορά θα μας εξασφαλίσει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, όταν βλέπουμε τι έγινε στην Καλιφόρνια, όταν βλέπουμε τι έγινε προχθές στη Γερμανία, όταν βλέπουμε ότι η απελευθέρωση των αγορών απειλεί ακόμα και την ενεργειακή ασφάλεια.
Πρέπει, λοιπόν, στα πλαίσια του μακρόπνοου σχεδιασμού, να παρθούν εκείνες οι αποφάσεις, οι οποίες θα εξασφαλίσουν ταυτόχρονα και επάρκεια και ασφάλεια και οικονομικότητα και την αειφορία της ενεργειακής μας πολιτικής. Και αυτή είναι μια ιδιαιτερότητα.
Όταν σχεδιάζουμε ένα διυλιστήριο, η επάρκεια δεν μας απασχολεί και τόσο πολύ. Αν δεν φθάνει η βενζίνη, μπορούμε να εισάγουμε από το εξωτερικό. Αν σχεδιάζουμε ένα τσιμεντάδικο, το ίδιο. Με την ενέργεια, πρέπει να ληφθεί υπʼ όψιν σοβαρά και η ανάγκη της επάρκειας και η ανάγκη της ασφάλειας και η ανάγκη της αειφορίας. Και ακριβώς επειδή αυτές οι επιλογές έχουν ρίσκα, πρέπει να μελετηθούν κλπ, γιʼ αυτό χρειάζεται, εκτός των άλλων, ο μακροχρόνιος σχεδιασμός. Επειδή υπάρχουν συμφέροντα που θέλουν να επηρεάσουν τις αποφάσεις, γιʼ αυτό χρειάζεται ο σχεδιασμός.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι οι φορείς. Ποιοι θα τα κάνουν αυτά που λέμε; Ποιος είναι ο ρόλος του δημόσιου και ποιος ο ρόλος του ιδιωτικού; Εμείς νομίζουμε ότι μετά τις εμπειρίες που αποκτήθηκαν από τις χώρες που προχώρησαν σε ιδιωτικοποίηση υποδομών, όπως είναι η Βρετανία και άλλες, η εμμονή στην ιδέα ότι εδώ είναι ένας χώρος επενδύσεων για ιδιώτες, είναι ένας πάρα πολύ επικίνδυνος δογματισμός. Και είναι εντελώς απαράδεκτο να αυξάνουμε την τιμή του ρεύματος, της Δ.Ε.Η., τόσο, ώστε να γίνουν κερδοφόρες οι όποιες επενδύσεις θα γίνουν στο χώρο αυτό.
Και είναι παράλογο, εκτός των άλλων, διότι ορισμένοι τομείς, όπως είναι η ενέργεια και άλλοι, επηρεάζουν το κόστος και την πορεία ολόκληρης της οικονομίας. Η ενέργεια είναι μια μορφή υποδομής για όλη την υπόλοιπη οικονομία.
Θεωρούμε ότι πρέπει να είναι βασικός ο ρόλος μιας δημόσιας Δ.Ε.Η., αλλά και άλλων δημόσιων φορέων που μπορεί να παίξουν ρόλο και από εκεί και πέρα, βεβαίως, ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας των νέων μορφών ενέργειας δημιουργεί δυνατότητες και ιδιώτες να δράσουν και να κάνουν χρήση των δυνατοτήτων αυτών.
Το τρίτο μεγάλο πρόβλημα είναι η δημοκρατία, κύριε Υπουργέ. Ποιος τα αποφασίζει όλα αυτά; Εγώ να δεχτώ ότι έχετε τις καλύτερες προθέσεις. Με ποια ευθύνη ένας Υπουργός ή μια κυβέρνηση ακόμα, μπορεί μόνη της να σχεδιάσει και να πάρει αποφάσεις, των οποίων οι συνέπειες ενδεχομένως θα εκδηλωθούν μετά από δέκα-είκοσι χρόνια; Το θέμα δηλαδή του δημοκρατικού προγραμματισμού που είπα, δεν το είπα ως μια φράση κλισέ, αλλά ως ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο μας επιβάλλει να δούμε τους μηχανισμούς εμπλοκής της κοινωνίας στις αποφάσεις αυτές, τους μηχανισμούς δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Εμείς, λοιπόν, το θέμα αυτό το συνδέουμε, αφενός μεν με την εκπαίδευση, ότι χρειάζεται να δούμε –έχουμε καταθέσει με άλλη ευκαιρία και σχετική πρόταση νόμου και άλλες προτάσεις- το θέμα της περιβαντολογικής εκπαίδευσης, δηλαδή πώς οι άνθρωποι, από τη στιγμή που αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τη ζωή, θα πρέπει να αποκτούν τη γνώση που απαιτείται για τα νέα δεδομένα που πρέπει να αποκτήσει η ζωή και η κοινωνία του μέλλοντος και βεβαίως, το συνδέουμε με την ανάγκη μιας ευρείας συζήτησης μέσα στην κοινωνία με την εμπλοκή όλων των θεσμών και των φορέων της, ούτως ώστε οι όποιες επιλογές να έχουν τη μέγιστη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση.
Το τέταρτο είναι οι χωροταξικές διαστάσεις. Εδώ αναφέρθηκε ήδη το πρόβλημα της χωροταξικής διάστασης που έχει η ίδια η κατανομή των ενεργειακών δραστηριοτήτων.
Μίλησε ο συνάδελφος ο κ. Λεβέντης, για αποκέντρωση. Πρέπει πραγματικά να δούμε ότι δεν μπορούμε να πάμε σε νέες Πτολεμαϊδες να το πω έτσι. Πρέπει να πάμε και είναι ευκαιρία –οι νέες μορφές ενέργειας, οι ανανεώσιμες προσφέρουν αυτή τη δυνατότητα- σε μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην επιβάρυνση που θα έχει μια περιοχή συμβάλλοντας στην παραγωγή ενέργειας και τη χρήση που θα έχει αυτή η περιοχή, την κατανάλωση ενέργειας. Είναι, λοιπόν, πολύ κρίσιμη η διάσταση του χωροταξικού σχεδιασμού, αλλά υπάρχει και η δεύτερη πλευρά ότι δηλαδή ο ενεργειακός σχεδιασμός επηρεάζει και αντίστροφα τον ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασμό της χώρας. Το αν έχεις τρένα ή όχι, το αν θα δώσεις βάρος στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή όχι, το πού θα χωροθετηθούν συνολικά οι οικονομικές δραστηριότητες της χώρας, στο πώς θα διαμορφωθούν οι πόλεις και οι οικισμοί, όλα αυτά επηρεάζουν τη ζήτηση ενέργειας και τις δυνατότητες της παραγωγής.
Τέλος, στα πλαίσια ενός τέτοιου μακροχρόνιου δημοκρατικού προγραμματισμού, οπωσδήποτε πρέπει να συζητήσουμε μορφές και μηχανισμούς ελέγχου, αξιολόγησης, αναθεώρησης, ακριβώς γιατί ζούμε σε μια εποχή που, εκτός των άλλων, χαρακτηρίζεται από επαναστατικές επιστημονικές αλλαγές. Επομένως, πρέπει να πούμε τα μεγάλα «όχι» μας, ότι δεν είναι λύση ούτε ο λιθάνθρακας, ούτε η πυρηνική ενέργεια. Πρέπει να ορίσουμε με σαφήνεια την κατεύθυνσή μας.
Πρέπει να είμαστε και ανοικτοί σε εξελίξεις που μπορεί η ίδια η επιστήμη να μας δώσει αύριο, μεθαύριο, για να πάμε με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς στον αναγκαίο στόχο, το στόχο δηλαδή μιας αειφόρου ανάπτυξης και μιας αειφόρου ενεργειακής οικονομίας και αειφόρου γενικότερα ανάπτυξης. Επομένως, θέτοντας το στόχο μπορούμε να συζητήσουμε το χρόνο, το αν αυτό μπορεί να γίνει σε δέκα, δεκαπέντε ή σε είκοσι χρόνια.
Εμείς λοιπόν, κύριε Υπουργέ, επιμένουμε στις θέσεις που διατυπώσαμε. Ό,τι θετικό περιέχει η ομιλία σας, το σημειώνουμε. Μας δημιουργεί όμως πάρα πολύ μεγάλη ανησυχία το γενικότερο κλίμα και το γενικότερο πλαίσιο το οποίο δώσατε με την τοποθέτησή σας που δείχνει μια Κυβέρνηση που μάλλον δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη ριζικής αλλαγής της πολιτικής στον τομέα αυτό.
Ευχαριστώ.