Ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλομορφία των σύγχρονων μορφών ζωής είναι το αποτέλεσμα εκατοντάδων εκατομμυρίων χρόνων εξελικτικής ιστορίας. Είναι γνωστό ότι η βιοποικιλότητα των ειδών σε πολλές περιοχές, που σήμερα φαίνονται «φυσικές», έχουν διαμορφωθεί υπό την επίδραση μακροχρόνιων ανθρωπογενών επεμβάσεων (εγκατάσταση ανθρώπινων πληθυσμών, γεωργοκτηνοτροφικές εφαρμογές, εκμετάλλευση και μεταφορά φυσικών πόρων κ.ά.).
Για παράδειγμα, στα νησιά οι κάτοικοι επιβίωσαν καλλιεργώντας τις μοναδικές νησιωτικές ποικιλίες οπωροκηπευτικών φυτών. Οι ποικιλίες αυτές χρειάστηκαν αιώνες για να προσαρμοστούν γενετικά στις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες. Έτσι, μπορούν να αναπτύσσονται έχοντας καλή απόδοση, περιορισμένες ανάγκες σε νερό και θρεπτικά συστατικά, ενώ μπορούν να αμύνονται στους φυσικούς τους εχθρούς. Επίσης, στους ορεινούς όγκους της Ροδόπης ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να κρατάνε παραδοσιακές ποικιλίες: μαλακού σταριού, βρώμης, σίκαλης, κριθαριού.
Ενώ λοιπόν χρειάζονται αιώνες για να εξελιχθούν οι τοπικές ποικιλίες φυτών, διαπιστώνουμε ότι σε λίγες μόνο δεκαετίες στην Ελλάδα ο πλούτος των τοπικών ποικιλιών εξαφανίζεται με ιδιαίτερα ανησυχητικούς ρυθμούς. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι σε λίγες μόνο δεκαετίες, από τις 200 ποικιλίες σταριού που καλλιεργούνταν, έχουν μείνει μόνο 20, δηλαδή μειώθηκαν κατά 90%.
Η μείωση των τοπικών ποικιλιών σημαίνει αύξηση εισαγόμενων σπόρων για τη γεωργία από το εξωτερικό με τον ορατό κίνδυνο να οδηγηθούμε περαιτέρω σε σύστημα μονοκαλλιέργειες με παράλληλη αύξηση του κόστους παραγωγής τόσο για την αγορά του εισαγόμενου σπόρου όσο και για την αυξημένη προστασία από εχθρούς και ασθένειες. Η εξαφάνιση των τοπικών ποικιλιών αφαιρεί από τη χώρα τη δυνατότητα παραγωγής ντόπιων προϊόντων, συχνά πιο υγιεινά και ανώτερης ποιότητας.
Την ευθύνη έχει ο εθνικός φορέας για τη διατήρηση του φυτικού γενετικού υλικού, που είναι η Τράπεζα Γενετικού Υλικού του ΕΘΙΑΓΕ. Ανάλογες συλλογές έχει το Ινστιτούτο Οπωροφόρων στη Νάουσα, το Ινστιτούτο Αμπέλου στην Αθήνα, το Κέντρο Γεωργικής Έρευνας Μακεδονίας Θράκης, το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών της Λάρισας, το Ινστιτούτο Υποτροπικών και Ελαίας Χανίων κ.α
Ερωτάται ο κ. Υπουργός:
- Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που να δίνουν σαφή εικόνα για το ποσοστό των εγχώριων καλλιεργήσιμων φυτών σε σχέση με το σύνολο των καλλιεργούμενων, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για τις δράσεις που ενδεχομένως να είναι απαραίτητες ;
- Ποιες πρωτοβουλίες έχετε πάρει για τον εμπλουτισμό της τράπεζας φυτογενετικού υλικού από Δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, που σε μικρότερες κλίμακες πραγματοποιούν τέτοιου είδους δράσεις;
- Έχει τροποποιηθεί ο αρχικός προϋπολογισμός 2,5 εκατ. ευρώ του μέτρου 6.3β του ΕΠΑΑΥ, αν ναι με ποιο τρόπο, ποια είναι η απορρόφηση μέχρι σήμερα και θα συνεχιστεί το μέτρο και στην επόμενη περίοδο;
Ο ερωτών βουλευτής
Μιχάλης Παπαγιαννάκης