Αυτές τις μέρες στο Βουκουρέστι, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, έχει μεταφερθεί το γήπεδο της αντιπαράθεσης για την ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ).
Πρόσφατα ολοκληρώθηκε ο τελευταίος κύκλος διαπραγματεύσεων Ελλάδας – ΠΓΔΜ στο πλαίσιο του ΟΗΕ, με την ταυτόχρονη και απροκάλυπτη επέμβαση της αμερικανικής ηγεσίας.
Οι ΗΠΑ επιθυμούν σφόδρα, για τους δικούς τους λόγους – δηλαδή τη συμμετοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ – να τα βρει η χώρα μας με την ΠΓΔΜ στην ονομασία. Όμως η τελευταία πρόταση Νίμιτς, για «Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια)» δεν γίνεται αποδεκτή, η Αθήνα επιμένει στην άσκηση βέτο, ο Μπους πιέζει.
Τι θα προκύψει τελικά; Ένα πιθανό σενάριο είναι να μην υποβληθεί νέα πρόταση για την ονομασία, να αναβληθεί η συζήτηση για συμμετοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, οπότε δεν τίθεται ζήτημα βέτο και το θέμα της συνέχειας των διαπραγματεύσεων παραμένει ανοιχτό. Ένα άλλο σενάριο προβλέπει να τεθεί θέμα ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ με τη σημερινή προσωρινή ονομασία, με επίκληση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995. Σ΄αυτή την περίπτωση τα πράγματα περιπλέκονται, το βέτο τίθεται πάλι στην ημερήσια διάταξη και η συνέχεια δεν μπορεί να προβλεφθεί.
Μπορούμε, σε κάθε περίπτωση, να υποθέσουμε βάσιμα ότι συγκεκριμένη λύση ως προς την ονομασία, αμοιβαία αποδεκτή, δεν πρόκειται να προκύψει στο Βουκουρέστι.
Γι΄αυτό, τις κρίσιμες αυτές ώρες, υπάρχει ανάγκη για μια νηφάλια εκτίμηση και για μια ανίχνευση απαντήσεων στα αυριανά διλήμματα,
Ο Συνασπισμός δεν ξεκινά από μηδενική βάση. Έχει θέση. Για ένα έντιμο συμβιβασμό. Για μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, αμοιβαία αποδεκτή. Με ταυτόχρονη οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και καλής γειτονίας με την ΠΓΔΜ. Σ΄αυτή την λογική, η χώρα μας, πρέπει να επιμείνει.
Η θέση του κόμματός μας έχει διαμορφωθεί με τη βασική εκτίμηση ότι το συμφέρον της χώρας εξυπηρετείται από την παρουσία του συγκεκριμένου κράτους στα βόρεια σύνορά μας. Γι΄αυτό επισημαίνουμε ότι η χώρα μας δεν πρέπει να θεωρεί το θέμα της ονομασίας ως κεντρική προτεραιότητα της βαλκανικής της πολιτικής και επομένως δεν πρέπει να εγκλωβιστεί ξανά στη λογική της «σκοπιανοποίησης», υποκύπτοντας στις εξαλλοσύνες μητροπολιτών, εθνικιστικών και συντηρητικών κύκλων.
Υπάρχει ακόμα το θέμα του βέτο ως μέσο πίεσης για την ονομασία της ΠΓΔΜ. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη λογική της κυβέρνησης ως προς το βέτο, όμως είναι πολύ ισχυρή η άποψη ότι η χρήση του βέτο συγκεκριμένα, αλλά και γενικότερα, δεν είναι βέβαιο ότι εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα ή ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Είναι εξάλλου προβληματική η κατ΄εξακολούθηση χρησιμοποίησή του. Μια νηφάλια θεώρηση οφείλει να συνεκτιμήσει ότι αν η χώρα μας οδηγηθεί σε βέτο, η ΠΓΔΜ μπορεί να επικαλεστεί την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 (άρθρο 13), η οποία δεσμεύει την Ελλάδα να συναινέσει στη συμμετοχή της ΠΓΔΜ στους διεθνείς οργανισμούς με την προσωρινή ονομασία. Ετσι δεν αποκλείεται παραπομπή της εκκρεμότητας στον ΟΗΕ, όπου ήδη 130 χώρες έχουν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία».
Ο προβληματισμός γύρω από το βέτο για την ονομασία, δεν έχει καμμία σχέση με την αυτονόητη εναντίωσή μας με την επιχειρούμενη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της θέσης μας για αποδυνάμωση και κατάργηση της συγκεκριμένης ψυχροπολεμικής συμμαχίας.
Μ΄αυτή την έννοια, αποδοχή του βέτο με πρόσχημα τη μη διεύρυνση, όπως επικαλείται, για παράδειγμα, το ΚΚΕ, εκλαμβάνεται μάλλον ως υπεκφυγή και είναι σε απόσταση από την πρακτική των δυνάμεων της ανανεωτικής Αριστεράς.
Αν στο Βουκουρέστι δεν προκύψει λύση, αλλά αναβολή, πέρα από την επιβαλλόμενη επαναπροσέγγιση σε ορισμένες πλευρές των θέσεών μας, για μια πιο κρουστική παρέμβαση, θέση μας είναι η διατήρηση της κινητικότητας, το μη βάλτωμα, η μη παγίωση τετελεσμένων, η συνέχεια των διαπραγματεύσεων και η ολοκλήρωσή τους σε εύλογο χρονικό διάστημα. Πάντα στο πλαίσιο του ΟΗΕ, χωρίς επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Με αξιοποίηση εξ αντικειμένου θετικών πλευρών του διεθνούς παράγοντα, χωρίς αντιαμερικανικό ή άλλο μένος, χωρίς σύνδρομα και εμμονές από κάθε πλευρά.
Στόχος μας σταθερός ο σεβασμός των συνόρων και η άρνηση των αλυτρωτισμών. Η υπεράσπιση των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων. Η συνανάπτυξη χωρίς λογικές οικονομικής ή άλλης «διείσδυσης».
Έτσι προωθείται η ειρήνη και η σταθερότητα στα Βαλκάνια.