ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο κ. Κουβέλης και άλλοι συνάδελφοι δικοί μας από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τοποθετήθηκαν ήδη πάνω στα άρθρα αυτής της ενότητας. Λίγες επιπλέον παρατηρήσεις ήθελα να πω, από τη δική μου πλευρά.
Κατʼ αρχήν, για την αναθεώρηση του άρθρου 14, παράγραφος 9. Συμφωνώ και εγώ να μείνει, ως έχει, να μην αναθεωρηθεί, γιατί έτσι όπως είναι, ενισχύει την απομάκρυνση του επηρεασμού της πολιτικής μας από διάφορα οικονομικά συμφέροντα και πιστεύω ότι δεν είναι θετική η αναθεώρηση στην κατεύθυνση που έχει διατυπωθεί.
Για το άρθρο 28, παράγραφος 3, επαναλαμβάνω ότι είμαστε ευρωπαϊστές, αλλά θεωρώ και εγώ ότι αυτή η καινούρια προσθήκη που προτείνεται, σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο, δεν χρειάζεται. Αντίθετα, θέλω και εγώ να τονίσω ότι διεκδικούμε την ενίσχυση της έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, με διοργάνωση μάλιστα συχνά δημοψηφισμάτων και άλλων τρόπων που πρέπει η δημοκρατία μας να βρει.
Να πω τώρα για το άρθρο 17, παράγραφος 6, σχετικά με τις απαλλοτριώσεις. Θεωρούμε σωστό ότι με νόμο –το έχουμε δει και στην Αυτοδιοίκηση αυτό- εμποδίζεται να μένει ανολοκλήρωτη στο διηνεκές η διαδικασία μιας απαλλοτρίωσης. Δηλαδή θεωρούμε σωστό να υπάρχουν με τον τρόπο που καθορίζει ο νόμος όρια και μια λήξη αυτής της διαδικασίας.
Όμως πρέπει και εγώ αυτήν τη στιγμή να τονίσω ότι με απασχολεί το γεγονός, έτσι όπως το έχω δει συχνά στην πράξη, ότι γίνονται απαλλοτριώσεις υπέρ του κοινωνικού συνόλου, αλλά οι εκτάσεις που απαλλοτριώνονται συχνά μεταβιβάζονται με έναν επίσημο τρόπο από το κράτος προς τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, πίσω από μια κάλυψη ορισμένες φορές ενός κοινού συμφέροντος, αλλά τελικά δίνονται προς μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Αυτό το παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ συχνά. Και έχουμε περιπτώσεις όπου χώροι που έχουν δεσμευτεί από το δημόσιο, υπέρ πρασίνου για παράδειγμα, και τελικά αυτοί οι χώροι προορίζονται ή παραδίδονται κιόλας ανοικτά για ιδιωτική εκμετάλλευση. Αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά καταπατήσεις δασών, καταπατήσεις χώρων πρασίνου, δημοσίων χώρων, ακτών κ.λπ. και δεν υπάρχουν εκείνα τα όργανα του κράτους, εκείνη η νομοθεσία που να απορρίπτει, να απομακρύνει τέτοιου είδους καταπατήσεις. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Ακολούθως, θα ήθελα και εγώ να επιβεβαιώσω αυτά που είπαν και οι προηγούμενοι συνάδελφοι σχετικά με την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 22 παρ. 1. Αυτή η πρόταση κάνει μια συγκεκριμένη διατύπωση περί της αναγκαιότητας μέριμνας του κράτους για την εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής.
Και εγώ θεωρώ ότι αυτή η διατύπωση είναι πάρα πολύ γενικόλογη και ρητορική. Δεν καλύπτει τις ανάγκες που βλέπουμε ότι υπάρχουν πάρα πολύ έντονα. Θα έπρεπε να υπάρξει μια άλλη διατύπωση που να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Θα ζητούσα και εγώ να υπάρξει ιδιαίτερη προσοχή μήπως θα μπορούσαμε πραγματικά να βρούμε μια κοινή διατύπωση σε αυτήν την κατεύθυνση. Υποστηρίζω, δηλαδή, και εγώ τη διατύπωση περί της καθιέρωσης ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που νομίζω ότι είναι πολύ πιο σωστή και δεσμευτική από το Σύνταγμά μας.
Επισημαίνω ότι στο παρελθόν είχαμε προτείνει ένα νομοσχέδιο, μέσα στο οποίο μιλούσαμε για την αναγκαιότητα ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος και μάλιστα λέγαμε ότι δεν θεωρούμε ότι είναι αυτοσκοπός αυτός ο όρος, αλλά ένα μέσον προκειμένου οι αποδέκτες αυτού του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος να υποβοηθηθούν στην αναζήτηση εργασίας και στην κανονική επανένταξή τους στην κοινωνική ζωή.
Ακόμη, επισημαίνω ότι η αναγκαιότητα του μέτρου αυτού ξεκινά από την εκτίμηση ότι ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή –εμείς είχαμε προτείνει αυτό το μέτρο πριν τέσσερα χρόνια- όπου στην Ελλάδα πάνω από το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχιας, θεωρούμε διαρκώς ότι το κοινωνικό κράτος είναι αποσπασματικό, φθίνει, και το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας είναι διάτρητο, με αποτέλεσμα να μένουν χωρίς προστασία πάρα πολλά άτομα που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη από μια τέτοια προστασία.
Ξέρουμε ότι τέτοια άτομα είναι και οι μονογονεϊκές οικογένειες, είναι και άτομα που έχουν πληγεί από τη μάστιγα των ναρκωτικών και προσπαθούν να επανακτήσουν δυνάμεις, άνεργοι. Γιʼ αυτό θεωρούμε ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν επιχειρεί να υποκαταστήσει το πάγιο αίτημα για σταθερή και πλήρη απασχόληση ούτε έρχεται σε αντίθεση όπως είπαν συνάδελφοι του Κομμουνιστικού Κόμματος με την θέση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της μακράς διαρκείας ανέργων, για το επίδομα ανεργίας, την επιμήκυνση του χρόνου χορήγησής του κ.λπ.
Κλείνω με μια παρατήρηση. Εμείς θεωρούμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα –και ιδιαίτερα απευθύνομαι στους συναδέλφους του ΛΑ.Ο.Σ. που μίλησαν για τα ανθρώπινα δικαιώματα- αφορούν όλους, όλους τους συνανθρώπους μας, ανεξάρτητα από ποια χώρα και ποια γωνιά της γης προέρχονται. Οφείλουμε σε όλα αυτά τα παιδιά και σε όλα αυτά τα αίσχη που έχουμε δει όλο το τελευταίο διάστημα και στη χώρα μας να ανταποκριθούμε δείχνοντας ανθρωπιά και προβλέποντας για την επιβίωση αυτών των ανθρώπων.
Επίσης, θα ήθελα να τονίσω και κάτι άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ κόπτεται ιδιαιτέρως για τα συμφέροντα, για τα δικαιώματα των Ελλήνων μεταναστών, των Ελλήνων της διασποράς. Επαναλαμβάνω -το έχω ξαναπεί και άλλη φορά- ότι και εγώ έχω ζήσει δύσκολα χρόνια στην ξενιτιά, όπου έχουμε από κοινού αγωνιστεί ως Έλληνες μετανάστες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα δικαιώματα στην παιδεία των Ελλήνων μεταναστών, για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ζωή και με κανέναν τρόπο δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να αμφισβητεί όλες αυτές τις προθέσεις μας και όλη αυτή την τίμια ιδεολογία μας.